Η θεατρική παράσταση Σωσίβιος, μια παράσταση για όλη την οικογένεια όπως αναφέρεται στο δελτίο τύπου, παρουσιάζεται για δεύτερη χρονιά στη Θεσσαλονίκη. Πέρσι στο κινηματοθέατρο Φαργκάνη, φέτος στο θέατρο Αυλαία. Aloof είναι το όνομα της ομάδας που μας συστήνεται μέσω αυτής της παράστασης.
Η ιδέα είναι η εξής: ο Σωσίβιος είναι ο 13ος Ολύμπιος Θεός, τον οποίο οι υπόλοιποι θεοί δεν θέλουν καθώς ισχυρίζονται πως είναι η παραφωνία στην τέλεια αρμονία. Τον θεωρούν κακότυχο και υπεύθυνο για όλες τις αναποδιές που τους συμβαίνουν κι έτσι αποφασίζουν να συνωμοτήσουν εναντίον του και να τον εξορίσουν από τον Όλυμπο. Ο Σωσίβιος, όμως, δεν το βάζει κάτω και δημιουργικός κι ευφυής όπως είναι, αλλάζει τη μοίρα τη δική του και των ανθρώπων.
Ωραία και καλά μέχρι εδώ, έστω κι αν κατά άλλους το Δωδεκάθεο συμπληρωνόταν από τον Διόνυσο κι όχι από την Εστία, δεν έχει καμία διαφορά, πέρα του ότι ο Διόνυσος είναι μάλλον μια πιο ενδιαφέρουσα θεατρική φιγούρα από την Εστία. Από το δελτίο τύπου μέχρι την παράσταση που παρακολουθήσαμε, όμως, υπήρχε ένα διόλου ευκαταφρόνητο χάσμα. Ξεκινώντας ήδη από το κείμενο, το οποίο υπογράφει ο Στέλιος Ναλμπάντης. Δύστοκο χιούμορ, άναρχη μείξη ετεροχρονισμένων στοιχείων, μυθολογικές ανακρίβειες (όχι, οι μισοί από τους 12 θεούς δεν ήταν παιδιά του Δία) και κυριότερο όλων, απουσία δράσης, απουσία περιπέτειας. Μετά από μια ώρα παράστασης ακόμη δεν είχαμε καταλάβει ποιο είναι το πρόβλημα κι οι στόχοι των ηρώων. Το πρόβλημα δεν μπορεί να είναι μόνο λεκτικό και να επαναλαμβάνεται καθ'εκάστη. Πρέπει να διατρέχει συνεχώς, έστω και υπόγεια, ολόκληρο το κείμενο.
Αφήνοντας το κείμενο, η σκηνοθεσία της Δέσποινας Πανταζή ήταν επιπέδου ερασιτεχνικής παράστασης, όπως άλλωστε κι οι ερμηνείες που εναπόκεινται στην φροντίδα του σκηνοθέτη. Χαλαρότητα και παντελής απουσία ρυθμού, αδυναμία να οργανώσει τις σκηνές πλήθους και αδυναμία να επιβληθεί ή να εμπνεύσει, αν προτιμάτε, το παίξιμο των ηθοποιών. Θέλω να πιστεύω πως πραγματικά πρόκειται για μια ομάδα που απλώς αγαπά το θέατρο και περνά το χρόνο του μ'αυτό, αν και 8 ευρώ για μια ερασιτεχνική ομάδα, είναι μάλλον πολλά. Στα πλην, επίσης, η έλλειψη τεχνικής από πλευράς των ηθοποιών. Όταν καταφέρναμε να ακούσουμε χωρίς δυσκολία τι λένε, νιώθαμε σφίξιμο από φόβο μην τραυματίσουν τις φωνές τους λόγω λανθασμένης τοποθέτησης.
Αυτό που διασώθηκε από την παράσταση είναι το εικαστικό μέρος. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Κατερίνας Γκαγκάκη και της Φανής Μπουντούρογλου, είχαν ενδιαφέρον, ήταν έξυπνες κατασκευές και μεταποιήσεις από ανακυκλώσιμα υλικά τα περισσότερα, αν δεν κάνω λάθος. Ήταν ικανά να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα, αν και δυστυχώς δεν το επέτρεπαν οι συνθήκες. Στην ίδια κατάσταση και η ζωντανή μουσική επί σκηνής, που η παράσταση δεν εκμεταλλεύθηκε όσο θα μπορούσε, και θα της χρειάζοταν κατά την προσωπική μου πάντα γνώμη. Τις χορογραφίες και την κίνηση επιμελήθηκε η Ξανθίππη Παπαδοπούλου.
Εν κατακλείδι, το θέατρο ήταν γεμάτο κι ίσως είναι και τέτοια η θέση και το όνομα του θεάτρου αυτού που δεν μπορεί να μην είναι γεμάτο. Ωστόσο, πιστεύω πως πρέπει να δίνει μεγαλύτερη προσοχή στην ποιότητα των θεαμάτων που προσφέρει – και χρησιμοποιώ εντελώς συνειδητά εδώ τη λέξη θέαμα – γιατί αν μη τι άλλο, δημιουργεί θεατές, για το σήμερα και κυρίως για το αύριο.