Μετά
τον ήχο των τακουνιών στο παρκέ
ψαροκόκκαλο, αφού ήπια το ποτήρι μέχρι
το βάθος του ωκεανού και μετά την Άνοιξη
– ήρθε το σούρουπο. Έπιασε μια βελουδομίχλη
και σκέπασε το Αν και το Γιατί, πέταξαν
ξάφνου κάτι μαύρα πουλιά και μάζεψαν
ψίχουλα κάτω από το χαλί – οι γείτονες
έχουν φύγει για το εξωτερικό κι εμείς
ξένοι στον κόσμο το δικό μας. Στη
βιβλιοθήκη κάθεται ο Γιώργος, ο Οδυσσέας
και οι άλλοι, με κοιτάνε με μάτια μεγάλα,
μου φωνάζουν λέξεις αδιάκριτες – ο Τάσος
δε δηλώνει πως “όταν
δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε
κιόλας νεκροί”. Δεν διαφωνώ ποτέ
μαζί του, γνωριζόμαστε λίγο αλλά με
ξέρει καλά – στις δύσκολες στιγμές μου
κρατάει το κεφάλι, στον ήχο της κάμαρας
η σιωπή στήνει πανηγύρι για να μου δώσει
χαμόγελο. Κάπως έτσι το φαντάστηκα, εσύ
κι εγώ, ένα φλυντζάνι earl grey κι ο Λειβαδίτης
– δεν θέλω να το πω αλλά το αισθάνομαι.
Δεν ακούω τα λόγια [σου] αλλά μυρίζω το
άρωμα σου. Θα ακουστεί πλέον η φωνή σου;
Έξω διαδηλώσεις κι εχθροί, οι νικημένοι
φωνάζουν κι εμείς κάνουμε όνειρα.
Κι
όμως έρχεται η Κυριακή. Και δεν έχω
κανένα να του διαβάσω Λειβαδίτη. Η πιο
απέραντη δυστυχία είναι αυτή.