HomeΘέματαΣιωπή η Πουλουδιά. Μία Γυναίκα δίχως Όνομα

Σιωπή η Πουλουδιά. Μία Γυναίκα δίχως Όνομα

Η Π.Σ Δέλτα 79 Χρόνια Μετά.

Στις 27 Απριλίου του 1941, με την έλευση των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα, η Πηνελόπη Δέλτα καταπίνει δηλητήριο, το οποίο θα της πάρει την ζωή πέντε ημέρες αργότερα στις 2 Μαΐου. Ο τάφος της θα γράψει «ΣΙΩΠΗ».

Η Πηνελόπη Δέλτα αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες, αν όχι την σπουδαιότερη γυναικεία φιγούρα της Ελλάδας του πρώτου ήμισυ του 20
ου αιώνα, ενώ έχει σημαδέψει την νεοελληνική λογοτεχνία με την πένα, την θεματολογία και το ήθος της. Παρά την παρουσία της στην βιβλιοθήκη του δημοτικού, η Πηνελόπη Δέλτα σπανίως παίρνει την θέση που της αναλογεί ανάμεσα στους μεγάλους αγαπημένους συγγραφείς των παιδικών μας χρόνων. Καθώς θα αναφέρει κανείς το όνομα της θα συναντήσει εμπρός του μια αμήχανη συμφωνία, ένα συγκαταβατικό νεύμα που κρύβει την αίσθηση του παρωχημένου. Δεν είναι αρκετά cool όπως μια J.K Rowling, αρκετά κοινώς αποδεκτή όπως ένας Ντοστογιέφσκι και δεν έχει κερδίσει Νόμπελ όπως ένας Ελύτης. Όπως πολλές προσωπικότητες της Ελληνικής λογοτεχνίας υποκύπτει στην κατηγορία του καλού αλλά όχι αρκετά καλού. Αυτό όχι πάντα διότι δεν είναι αρκετά καλή, αλλά διότι στην πολιτικά ορθή εποχή μας, μας φέρνει σε αμηχανία.

Η Δέλτα, λόγω τάξης, πολιτικής στάσης, θεματολογίας, οικογένειας και ύφους έχει δεχθεί τόσο τα πυρά, όσο και την ανεξέλεγκτη καπήλευση του πλήθους. Πολλάκις την έχουν αποκαλέσει εθνικίστρια, προπαγανδίστρια, παρωχημένη και εκφραστή μιας τάξης που δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαθής στα λαϊκά στρώματα της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Η φιλοβενιζελική στάση της οικογένειας της είναι ευρέως γνωστή, παρότι η θεματολογία της είναι παντελώς ξεχωριστή. Οι βαρύτερες κατηγορίες που υπομένει όμως φαίνονται να γίνονται επιλεκτικά για ένα κομμάτι του έργου της, αγνοώντας ένα άλλο. Παρομοίως όπως έχει γίνει με αρκετούς συγγραφείς, μετά τον θάνατο της το έργο της αποκηρύχτηκε από την αριστερά και αγκαλιάστηκε από μία πολιτική μερίδα που η ίδια περιφρονούσε. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα πολυποίκιλο και πολυεπίπεδο έργο όπου σε ένα κομμάτι του θα υμνήσει το βυζαντινό ήθος με πάθος και σε ένα άλλο θα αγγίξει το πιο σκοτεινό κομμάτι της ιστορίας του, σε ένα θα μιλήσει για την καθημερινότητα της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης και σε ένα άλλο θα την χλευάσει υπό τα μάτια ενός παιδιού ή ενός ατίθασου κατοικιδίου για να φτάσει σε ένα Παραμύθι Χωρίς Όνομα και να κάνει μια δριμύτατη κριτική για την συνθήκη του νεοελληνικού κράτους, της ηγεσίας και της κοινωνίας του, που θα μετατραπεί υπό την πένα ενός Καμπανέλλη σε ένα αμιγώς επαναστατικό έργο.

Τα πυρά βέβαια πάντα θα είναι επιλεκτικά και πάντα κανείς θα βιαστεί πρώτα να κατηγορήσει και να κατηγοριοποιήσει τους δικούς του έναντι των άλλων. Παρά το εθνικιστικό τους στίγμα, ο Νίτσε και ο Βάγκνερ ακόμα λατρεύονται, παρά τις αστικές ρομαντικές ιστορίες της, η Ώστιν αναγνωρίζεται ως κορυφαία μυθιστοριογράφος και κανείς δεν θα σκεφτόταν ποτέ να αποπέμψει τον Σοστακόβιτς ως απλά έναν προπαγανδιστή παρότι έγραψε ύμνους της Σοβιετικής Ένωσης, ή τον Αϊζενστάιν παρότι έκανε το Θωρηκτό Ποτέμκιν και τον Οκτώβρη (ενώ παραδόξως συνέχισε υμνώντας και κατακρίνοντας το δικό του αυτοκρατορικό παρελθόν με τον Ιβάν τον Τρομερό), αλλά ούτε και τον Ταρκόφσκι για θρησκόληπτο, καθώς υμνεί την ορθοδοξία μέσα από τους μονολόγους του Αντρέι Ρουμπλιώφ. Και αν τα παραπάνω παραδείγματα φαίνονται ανάρμοστα, ας πιάσουμε την αντίστοιχη παιδική λογοτεχνία της Αγγλίας όπου παρά τον έκδηλο χριστιανισμό και πατριωτισμό που εκφράζουν οι C.S Lewis και J.R.R Tolkin μέσα από τα Χρονικά της Νάρνια και του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών όπου αγγίζουν όμοια θέματα με όμοια θέρμη, δεν έχει αποδοθεί ευρέως η κατηγορία του εθνικισμού. Αντιθέτως χαρακτηρίζονται ως διαμάντια της παιδικής λογοτεχνίας.

Στων παραπάνω αναφερομένων το έργο διερευνώνται δικαίως, βαθύτερα νοήματα πίσω από την συχνά παρεξηγήσιμη βιτρίνα τους. Η Ώστιν μέσω των ρομαντικών ιστοριών της σχολιάζει το χάσμα των τάξεων και την θέση της γυναίκας, ο Νίτσε μιλάει για τον υπεράνθρωπο με λεγόμενα που υπέστησαν κατάχρηση από το Ναζιστικό καθεστώς και ο Ταρκόφσκι περιγράφει ένα πνευματικό, υπαρξιακό ταξίδι μέσα από την εξερεύνηση της πίστης. Αναλύσεις, δικαιολογίες, απόψεις που καθιστούν μεγάλους δημιουργούς σπουδαίους και παρεξηγημένους. Γιατί λοιπόν όχι και για την Δέλτα;

Τα παραπάνω αποτελούν, παραδείγματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και τέχνης. Η αντικειμενική αξία της Δέλτα όπως και πολλών άλλων Ελλήνων συγγραφέων ακόμα δεν έχει μετρηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, διότι δεν έχουν προωθηθεί καταλλήλως τα έργα τους στο εξωτερικό. Γιατί όμως παραβλέπουμε κάποια στοιχεία των παραπάνω έργων; Είναι μόνο η τεχνική τους αρτιότητα που μας συγκινεί και χάριν αυτής παραβλέπουμε ένα μεγάλο κεφάλαιο του έργου – συχνά τον ίδιο τον στόχο του δημιουργού; Η μήπως έχει να κάνει με την μη απολογητικότητα με την οποίο λατρεύεται ήδη από την χώρα του ο δημιουργός που εμπνέει αναλύσεις, μελέτες και μεταφορές;

Δεν χρειάζεται μονίμως να έχουμε το βλέμμα μας στο εξωτερικό για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε ένα έργο και μια συγγραφέα. Η θέση που έχει καταλάβει η Πηνελόπη Δέλτα στις παιδικές μας βιβλιοθήκες δεν έχει κατακτηθεί τυχαία.

Το ερώτημα όμως που προκύπτει είναι το κατά πόσο η Δέλτα είναι αρκετά διαχρονική για να αγγίξει τα σημερινά παιδιά, χωρίς να αντιμετωπίζεται από αυτά ως μια ακόμη υποχρέωση, επιβεβλημένη από γονείς και δασκάλους, που η ίδια θα μισούσε ως Πουλουδιά. Στην σημερινή ανοιχτή, συχνά πολιτικώς ορθή αλλά και σε έναν ισχυρό βαθμό παγκοσμιοποιημένη μας κοινωνία, στην γενιά του διαδικτύου και των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, πως μπορεί να επιβιώσει η σημαντικότερη παιδική λογοτέχνης της; Το άλμα από τον Χάρι Πότερ στον Τρελαντώνη γίνεται ολοένα και δυσκολότερο, διότι η νοητική γλώσσα μας αλλάζει, δυτικοποιείται, τα ερεθίσματα μας είναι διαφορετικά καθώς και οι προτεραιότητες, οι απόψεις και οι προτιμήσεις μας επίσης. Είναι δυνατό σε αυτόν τον κόσμο ένα παιδί να ψυχαγωγηθεί με μια απλή παρεξήγηση με βόλους μιας παρέας των αρχών του 20
ου αιώνα; Μαζί με το παρωχημένο της Πηνελόπης Δέλτα και της ελληνικής λογοτεχνίας έρχεται και ο αποχαιρετισμός μιας συγκεκριμένης αντίληψης που συνόδευε την ελληνική πένα και την ελληνική διανόηση μέχρι πρότινος.

Το ίδιο ερώτημα βασανίζει ένα γερό κομμάτι της Ευρώπης, η οποία χρόνια παλεύει μεταξύ της ένωσης και της απομόνωσης, του πολιτιστικού της χαρακτήρα, της ποικιλομορφίας αλλά και της εθνικής ιδιαιτερότητας. Μια Ευρώπη που φαίνεται να θέλει να γίνει μια καλύτερη Αμερική – μακριά από την Αμερική και οι διαφορές της δεν την αφήνουν. Σε αυτόν τον κόσμο όμως ο Lewis και ο Tolkin είναι αγαπητοί. Σαφώς εκείνο που τους διαχωρίζει είναι ότι πλέουν στον κόσμο της φαντασίας και όχι της ιστορίας και εκεί τίθεται όλη η διαφορά, η οποία όμως είναι τυπική και όχι ουσιαστική, εφόσον πάλι μιλάνε για το ίδιο πράγμα. Ο Lewis μπορεί να χρησιμοποιεί την μυθολογία για να πλάσει τα έργα του, αλλά οι παραλληλισμοί που γίνονται με την Βρετανική Αυτοκρατορία και τον αγώνα της να κρατήσει τα ιδεώδη της απέναντι στους εχθρούς της είναι οφθαλμοφανείς σε όλο το έργο. Παρόλα αυτά απολαμβάνεται ευρέως χωρίς τύψεις, ακριβώς διότι ο τόπος που βρίσκεται υπό τον κίνδυνο απειλής λέγεται Narnia και όχι Αγγλία, οι εχθροί είναι κακάσχημα τέρατα και όχι οι Γερμανοί της περιόδου του Β' Παγκοσμίου. Τα έργα του και οι αξίες τους είναι σε έναν βαθμό παρωχημένα, αλλά κρατάνε ακόμη και διαβάζονται παντού. Ίσως διότι αυτό το παρωχημένο έχει ακόμα κάτι να πει, κάτι που δεν μεταφράζεται στην σύγχρονη εποχή μας, κάτι που χάνεται και ακόμα δεν έχει αντικατασταθεί από το ισάξιο του και που μπορεί να βρεθεί και να αξιολογηθεί μόνο στην πρωτότυπη του έκφραση. Εν αντιθέσει η Δέλτα αναφέρεται σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες με συγκεκριμένους ήρωες και συγκεκριμένους αντιπάλους, τους οποίους περιγράφει σκληρά αλλά ενίοτε και υμνητικά, ακολουθώντας κατά κανόνα την αντίληψη της εποχής που περιγράφει.

Σήμερα δεν θα γραφόταν το Για την Πατρίδα. Θα σκεπαζόταν υπό μία λογοκρισία και μία απεγνωσμένη προσπάθεια να είναι συμβατό με τις ορέξεις της εποχής. Ένας συνδυασμός παιδικού Game of Thrones και ελληνικής μυθοπλασίας που εν τέλει δεν θα έλεγε τίποτα για την ιδιαιτερότητα και την αντίληψη της εποχής την οποία περιγράφει. Ακόμα χειρότερα, μία απέλπιδα φτηνή προσπάθεια να εισαγάγει έναν νέο πατριωτισμό με ξεπλυμένα σύμβολα και έλλειψη έρευνας, συνείδησης, λόγου και ειλικρίνειας.

Από αυτήν την ανάγκη εκσυγχρονισμού δεν γλιτώνει κανείς, από την κινηματογραφική μεταφορά των Χρονικών της Νάρνια που μεταλλάσσει το αρχικό υλικό σε κάτι ασφαλές, μέχρι την πρόσφατη μοντέρνα επανέκδοση παραμυθιών της Βεατρίκης Πότερ στην Βρετανία, όπου έγινε επέμβαση στην χαρακτηριστική εικονογράφηση της ίδιας για να γίνουν πιο «cool» για τα νέα παιδιά και τους μεγαλύτερους συλλέκτες. Η απάντηση του Αγγλικού κοινού ήταν «μα δεν πρέπει να είναι cool, η Βεατρίκη Πότερ δεν είναι cool, είναι η Βεατρίκη Πότερ».

Η Πηνελόπη Δέλτα λοιπόν δεν χρειάζεται να εκσυγχρονιστεί σε κάτι που δεν είναι ούτως ώστε να επιβιώσει. Είναι η Πηνελόπη Δέλτα και ο λόγος που θα επιβιώσει είναι και ο πιο απλός: διότι λέει καλές ιστορίες και σε όλους μας αρέσουν οι καλές ιστορίες. Αν κάποια στοιχεία τους δεν συμβαδίζουν με τις απόψεις των γονέων, ο ρόλος τους είναι να τις συζητούν με το παιδί, το να τις κόψουν όμως ολότελα έρχεται με κόστος. Τα έργα της Δέλτα είναι φτιαγμένα με αρκετή μαεστρία ούτως ώστε να τα βρίσκουμε μπροστά μας. Ομοίως όπως εκείνη επέστρεψε στο παρελθόν διότι εκεί βρήκε το υλικό για να μιλήσει για την εποχή της, εμείς στο «Παραμύθι χωρίς Όνομα» βρήκαμε ένα έργο για την κρίση.

Όπως γίνεται με όλους τους σπουδαίους δημιουργούς και ιδιαίτερα τις γυναίκες δημιουργούς, η Πηνελόπη Δέλτα δεν κατηγοριοποιείται πραγματικά πουθενά. Είναι μία γυναίκα χωρίς όνομα. Η προσωπικότητα της δεν χωράει στην εποχή μας και δεν χώρεσε ούτε στην δική της.

Μια άψογη κόρη και σύζυγος, πίσω από την οποία κρύβονταν τρεις απόπειρες αυτοκτονίας και ένας μεγάλος εξωσυζυγικός έρωτας με τον Ίωνα Δραγούμη. Όπως οι ήρωες της κατείχε υψηλό ήθος, εξυπνάδα αλλά και υψηλές επιθυμίες. Καλούνταν να ισορροπήσει την αυτοπειθαρχία με το ταραχώδες της πνεύμα, την παιδικότητα με τις υποχρεώσεις της ενηλικίωσης, την πίστη με την κριτική. Όπως στις ιστορίες της, βίωσε την τραγωδία με την σκληρότητα της οικογένειας της, τον υποχρεωτικό της γάμο στα 18 στον Στέφανο Δέλτα, την δολοφονία του Δραγούμη από φανατικούς βενιζελικούς ύστερα από πολυετή σχέση μαζί του και την καθήλωση της ίδιας σε αναπηρικό καροτσάκι τα τελευταία χρόνια της ζωής της από πολιομυελίτιδα. Ακριβής, επικριτική στην την εποχή της, στους συνανθρώπους της, μισούσε τον συντηρητισμό, την ψευτο-ευπρέπεια και το ζαχάρωμα της πραγματικότητας. Για αυτό και μας προξενεί αμηχανία και για αυτό γενιές παιδιών την αγάπησαν, διότι τολμούσε να είναι σκληρή μαζί τους.

Κι'όμως, η αποκρυπτογράφηση αυτής της τόσο πολυεπίπεδης γυναίκας μας φανερώνεται συνοπτικά στο τελευταίο της σημείωμα προς τα παιδιά της πριν αυτοκτονήσει.

Παιδιά μου, ούτε παπά, ούτε κηδεία. Παραχώστε με σε μια γωνιά του κήπου, αλλά μόνο αφού βεβαιωθείτε ότι δεν ζω πια. Φροντίστε τον πατέρα σας. Τον φιλώ σφιχτά.

Π.Σ. Δέλτα

Related stories

Θεσσαλονίκη: Κατέρρευσε οροφή σε εμπορικό κέντρο – Σφραγίστηκε το σημείο

Κατέρρευσε μέρος της οροφής του εμπορικού κέντρου στο Πανόραμα...

Συναγερμός για την εξαφάνιση άντρα στη Θεσσαλονίκη

Ο 38χρονος Φίλτσος Σταύρος εξαφανίστηκε χθες από τη Θεσσαλονίκη Στις...

Πήρε “φωτιά” το Παλέ ντε Σπορ για τα 111α γενέθλια του Άρη

Φίλοι του Άρη άναψαν πυρσούς μέσα στο Αλεξάνδρειο και...

Εστίαση & δημόσιος χώρος: Τι αλλάζει για τα καταστήματα στον δήμο Θεσσαλονίκης

Σύσκεψη πραγματοποιήθηκε στο δημαρχείο Θεσσαλονίκης με τη συμμετοχή του...

Love Unbound: Five Films For Freedom 2025

Το Love Unbound Festival 2025 επιστρέφει, φέρνοντας στο προσκήνιο...