HomeCinemaΕξώστης ΘΣινεματογράφος.Έρωτας, Πολιτική και Αυνανισμός στην 7η Τέχνη.

Σινεματογράφος.Έρωτας, Πολιτική και Αυνανισμός στην 7η Τέχνη.

Το Πρόβλημα μου με το Nέο Κύμα Ελληνικού Κινηματογράφου

Ένα μεγάλο κείμενο για ένα
μεγάλο άνοιγμα.


Όταν η Village
πρωτοήρθε στα ελληνικά δρώμενα
και άρχισε να χρηματοδοτεί ενεργά τον
ελληνικό κινηματογράφο, oι
καθηγητές μας έλεγαν τότε: “Κάντε
υπομονή, μετά το εμπορικό μπαμ που
γίνεται τώρα, θα έρθει και η δική σας σειρά. Δυστυχώς μέχρι τότε οι κύριες
εναλλακτικές μας ήσαν δύο: το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και η Ε.Ρ.Τ. Ο αριθμός των ιδιωτικών εταιριών παραγωγής ήταν περιορισμένος και
αυτές που ξεχώριζαν την διαφορά μεταξύ κινηματογράφου και τηλεόρασης ακόμα
λιγότεροι. Ήταν ξεκάθαρο πως στην χώρα της Φίνος Φιλμ και της κινηματογραφικής
παρουσίας από το 1903 παρακαλώ, όποιος επιθυμούσε να ασχοληθεί με τον
κινηματογράφο, μάλλον έπρεπε να ψάξει την τύχη του στο εξωτερικό.

Το 2013 ο Λάνθιμος αναδεικνύεται ως ένας από τους 20 πιο
υποσχόμενος σκηνοθέτες στον κόσμο σύμφωνα με το “ New York Times και ξάφνου άλλαξαν
σχεδόν τα πάντα. Μαζί
με την Τσαγγάρη και πλέον το νέο μέλος Αβρανάς, έχουν στο δυναμικό τους μία
περήφανη και σταθερή παρουσία στα μεγαλύτερα Φεστιβάλ και εικαστικά δρώμενα του
κόσμου. Τόσο οι Έλληνες κινηματογραφιστές όσο και οι κινηματογραφόφιλοι
οφείλουμε να δηλώσουμε μία ευγνωμοσύνη, διότι κακά τα ψέμματα, από τις εταιρίες
παραγωγής που ξάφνου έχουν αρχίσει να θεμελιώνονται από το πουθενά παίρνοντας
το μη-εμπορικό στα σοβαρά (ως ένα μέσον δηλαδή που όντως μπορεί να τους
αποφέρει κέρδος) μέχρι την απελευθέρωση από το κρατικό μονοπώλιο αλλά και τις
υποσχέσεις που μας τάζει για το τι έπεται μετά το κίνημα, έχουμε πολλά να
ελπίζουμε. Όλα σε ελληνικό έδαφος, όλα εν μέσω κρίσης και αυτό είναι ένα
πραγματικό θαύμα.

Παρόλα αυτά, αδυνατώ να κρύψω την προσωπική μου δυσανεξία
απέναντι στα έργα και την ιδεολογία που το απαρτίζουν.
O λόγος που θίγω το Νέο Ελληνικό Κύμα
Κινηματογράφου, δεν είναι απλά διότι δεν μου αρέσει ή ότι διαφωνώ με τις
τεχνικές του, αλλά επειδή με θίγει και εκείνο και τα στοιχεία που οδηγούν σε
αυτό θα αναπτύξω παρακάτω:


Το πρώτο πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι ευτυχώς και
δυστυχώς, το νέο κύμα λειτουργεί αντιπροσωπευτικά. Το πως θα κριθεί από το
ελληνικό και ξένο κοινό έχει άμεση σχέση με την ιδιάζουσα θέσητου. Είμαι βέβαιη πως ακόμα και εγώ δεν
θα επηρεαζόμουν τόσο από την ιδιαιτερότητα του αν δεν αποτελούσε σχεδόν την
αποκλειστικότητα των έργων που αντιπροσωπεύουν τον Ελληνικό Κινηματογράφο στην
συνείδηση μας σήμερα.
Στην περίπτωση που η κινηματογραφική διεθνής και μη
παρουσία μας ήταν μία πολυποίκιλη οντότητα, τότε εντός των άλλων ποιοτικών
παραγωγών μας δεν θα χτυπούσε τόσο η παρουσία των συγκεκριμένων σκηνοθετών,
τόσο στους θαυμαστές, όσο και στους επικριτές τους. Θα ήταν μία ακόμη άποψη η
οποία θα είχε και αυτή την ιδιαίτερη θέση της και θα χανόταν ο ντόρος πίσω από
την πληθώρα. Η αξία του νέου κύματος όμως απέναντι στο κοινό, έχει άμεση σχέση
με την εξωπραγματική επιτυχία του. Οι υπέρ το αντιλαμβάνονται όχι απλά σαν μια
νέα άποψη-προσέγγιση αλλά ως σύμβολο της ελληνικής κινηματογραφικής αναγέννησης
και οι κατά αντιμετωπίζονται ως εχθροί αυτής. Αυτό σημαίνει πως είναι δύσκολο
υπό τα δεδομένα να το κρίνουμε αντικειμενικά όταν φέρνει το ένα βραβείο μετά το
άλλο.

Το δεύτερο και σημαντικότερο πρόβλημα είναι ότι για να
είμαστε ειλικρινείς, το “Νέο Κύμα Ελληνικού Κινηματογράφου δεν πρόκειται για
κάτι ιδιαίτερα νέο, αλλά ούτε και ιδιαίτερα ελληνικό. Δεν είναι τυχαίο πως όταν
ο Jarmusch αναφέρθηκε
στο ελληνικό κύμα είχε άμεση σχέση με την οικονομική του ιδιότητα, δηλαδή μία
κατά συρροή παραγωγή που δεν ξεπερνά σε μέσο όρο τα 200.000 σε προϋπολογισμό. Ο λόγος είναι διότι
παραδείγματα αυτού του κινηματογράφου έχουν ήδη ανθίσει εδώ και χρόνια στα
παγκόσμια καλλιτεχνικά δρώμενα. Συγκεκριμένα, έχουμε μία αντιπροσωπευτική
ποικιλία από τον Bergman μέχρι
τον Godard και από το
Νταντά μέχρι ολόκληρη την βόρια κινηματογραφική παραγωγή. Παραδείγματα της
αφήγησης που χρησιμοποιεί έχουμε της Δανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίαςκαι φυσικά παραδείγματα της αισθητικής
που ακολουθεί του έχουμε από τον Ελληνικό Κινηματογράφο από το 70' και έπειτα
(η Κινέττα ανήκει αβίαστα σ'αυτήν την δεκαετία).

Και είναι κακό να πειραματιστεί ο Ελληνικός κινηματογράφος
πάνω σε αυτές τις φόρμες;
Σαφώς και όχι, αλλά εδώ έγκειται το πρόβλημα ότι στο
νέο κύμα λείπει κατακόρυφα η κοινωνική αντιπροσωπευτικότητα. Δεν υπάρχει τίποτα
στις ταινίες του στο οποίο μπορεί ουσιαστικά να επενδύσει το κοινό. Καμία
ταύτιση και καμία αίσθηση ψυχολογικού αντικατοπτρισμού διότι κατά το ήμισυ, το
προϊόν είναι ελληνικό και κατά το άλλο ήμισυ είναι βόριο.

Όταν ο Λουίς Μπουνιουέλ γύρισε την “Διακριτική
Γοητεία της Μπουρζουαζί, είχε άμεση σχέση με τα πολιτικά δρώμενα της εποχής
στην οποία γυρίστηκε και απόλυτη επαφή με την παρουσία και το ύφος της γαλλικής
αστικής τάξης του τότε, το ίδιο και με τον “Εξολοθρευτή Άγγελο. Τα προβλήματα και οι σχέσεις
ήταν αντιπροσωπευτικά για την γαλλική κοινωνία και έτσι υπήρξαν όντως ριζοσπαστικά.
Αντίστοιχα, όταν ο Bergman παρουσίαζε
την ενδοοικογενειακή καταπίεση που έφτανε σε ακραία ξεσπάσματα, είχε άμεση
σχέση με την ψυχοσύνθεση των κοινωνιών του Βορρά όταν τους βρήκε η απελευθέρωση
των 60s και 70s. Υποψιάζομαι ότι κάτι
παρεμφερές πάει να κάνει και το νέο κύμα με την ελληνική μικροαστική τάξη, αλλά
με το φάντασμα του Haneke να
πλανάται πάνω από τον ελληνικό κινηματογράφο, το εγχείρημα σε έναν ουσιαστικό
βαθμό αποτυγχάνει.

Το κύμα λειτουργεί καθαρά υποκειμενικά χωρίς καμία διάθεση
να λογοδοτήσει-όχι πως αυτό είναι απαραίτητα κακό αρκεί να γίνεται χωρίς το
αποτέλεσμα να είναι καθοριστικά εγωιστικό. Η ταύτιση αποτελεί το πασπαρτού πάνω
στο οποίο ολόκληρο το δραματικό οικοδόμημα είναι χτισμένο διότι είναι η εγγύηση
πως στο τέλος του έργου ο θεατής δεν θα αναρωτηθεί γιατί έκατσε 120' να δει
αυτό που μόλις έληξε. Φυσικά μπορεί κανείς να μην το χρησιμοποιήσει αλλά πρέπει
να προσφέρει μία ισχυρή εναλλακτική.

Η εναλλακτική δεν υπάρχει, όχι μόνο στους ήρωες αλλά κυρίως
στο περιβάλλον.
Το έργο αδυνατεί να αγγίξει τόσο το ελληνικό κοινό, όσο και
πραγματικά το εξωτερικό διότι δεν κατέχει την μοναδικότητα, ούτε και την
προτεραιότητα στο στυλ του. Ο σκανδιναβικός κινηματογράφος εδώ κερδίζει. Είναι
ήδη μάστορας της ψυχολογίας και της αισθητικής που χειρίζεται και από πολλάκις
αντιπροσωπεύει την βόριο-δυτική κοινωνία, της οποίας είναι αβίαστο παιδί και
αυτό του δίνει αξία και την μαεστρία που χρειάζεται για να αγγίξει ή
τουλάχιστον να αποτελέσει ολοκληρωμένη πρόταση ακόμα και στο πιο ακατάλληλο
κοινό. Δηλαδή, μας είναι πολύ πιο εύκολο να συμπάσχουμε με μία ηρωίδα του Bergman παρά με μία ηρωίδα
του Λάνθιμου και του ίδιο ισχύει και για το εξωτερικό, διότι ο Bergman είναι περισσότερο
ειλικρινείς από,όσο ο Λάνθιμος.

Εδώ βέβαια πρέπει να θέσω μία παρένθεση: Η ταύτιση είναι
γενικό πρόβλημα του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου και εν συντομία θα
αναφέρω ένα ακόμα πράγμα που με ενοχλεί στο νέο κύμα: ότι βάζει βούλα στην
ιδεολογία πως μόνο τα άκρα έχουν θέση στον βωμό την ποιότητας και ότι όλα τα
υπόλοιπα ανήκουν στην τηλεόραση, αλλά για να αναπτυχθεί αυτό το πρόβλημα θέλει
άλλο ένα μεγάλο κείμενο.

Ο “κινηματογράφος της κρίσης λοιπόν, προβάλει ισχύοντα
προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας με τρόπο ούτως ώστε να δείξει πως δεν
ασχολείται με αυτήν-διότι είναι πολύ φτωχή για τα γούστα του, οπότε επιχειρεί
να την διαχειριστεί με μία ματιά απολύτως ασύνδετη με αυτήν. Χτυπάει την κρίση
χωρίς να την αγγίζει και κοντράρει τον ελληνικό μικροαστισμό, που κατά τα
φαινόμενα μισεί, όπως θα τον φανταζόταν o Strindberg. Αντί να επηρεαστεί από τον ξένο κινηματογράφο, τον
αναπαριστά όπως ο εμπορικός κινηματογράφος αναπαριστά τις ταινίες του Hollywood και αυτό δεν έφερε
τα επιθυμητά αποτελέσματα σε καμία χώρα που το έκανε. Όχι μόνο δεν ασχολείται
με την ταυτότητα του τόπου που αναπαράγει, την αποστρέφεται κιόλας και βάζει
ένα προσωπείο να την αντικαταστήσει. Αυτό δεν θα με ενοχλούσε τόσο αν ο ίδιος
εν συνεχεία δεν επικαλούνταν αυτήν την ίδια ταυτότητα.

Κατά βάση ο αφηγηματικός κινηματογράφος βασίζεται στην
επεξεργασία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αντιθέτως το νέο κύμα αφιερώνεται κατ'
αποκλειστικότητα στην αποδόμηση αυτής και των κοινωνικών δομών που την
συνοδεύουν. Έχουμε τους κεντρικούς χαρακτήρες-μία ουσιαστικά μανιέρα που επαναλαμβάνεται σε
κάθε εγχείρημα, ως τα ευάλωτα- εκμεταλλεύσιμα στοιχεία του περιβάλλοντος τους
με τον Α ή Β τρόπο. Αυτό τους φέρνει σε σύγκρουση, μία σύγκρουση η οποία
προκύπτει εκ των πραγμάτων αλλά δεν είναι διόλου εποικοδομητική, ειδικά στα
παραδείγματα του Λάνθιμου. Αυτό συμβαίνει διότι δεν υπάρχει αρκετά ισχυρή
αντιπρόταση από μέρους των χαρακτήρων.

Και εδώ έρχομαι στο τελικό και μεγαλύτερο μου πρόβλημα με το
νέο κύμα: Η έλλειψη λύσης.



Το είδος της τέχνης που αρέσκεται στην ευθιξία και την
πρόκληση, όπου καταχωρείται και το νέο κύμα, για μένα έχει το ελεύθερο εφόσον
πληρεί την προϋπόθεση της αντιπρότασης, ειδάλλως προσωπικά το βρίσκω ένα χάσιμο
χρόνου.

Για να αναπτύξω αυτόν τον προβληματισμό θα πάρω ως
παράδειγμα τον “Κυνόδοντα, μιας και θεωρείται το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα
του κινήματος. Όχι δεν θα μιλήσω για το τέλος, το οποίο όλως περιέργως βρίσκω
ευφυέστατο. Θα μιλήσω όμως για την δραματική έλλειψη δικαίωσης του κεντρικού
χαρακτήρα.

Η λύση είναι η υπόσχεση του καλύτερου, ότι το παρουσιαζόμενο
πρόβλημα είναι όντως ένα πρόβλημα, δεν είναι αναγκαίο και δεν δικαιώνεται. Εδώ
ακριβώς είναι το στοιχείο που προσωπικά με θίγει.

Στο συγκεκριμένο έργο δεν υπάρχει απολύτως κανένα στοιχείο
εντός του που να υποστηρίζει την επιλογή της μεγαλύτερης αδερφής για διαφυγή.
Απεναντίας η αντιπρόταση που παρουσιάζεται-το ταραχοποιό στοιχείο Χριστίνα που
εισβάλλει στην οικογένεια, δικαιώνει την πρόταση και την ενισχύει. Ο εξωτερικός
παράγοντας φαίνεται ισάξιος με τον εσωτερικό και τον δικαιολογεί. Δεν πρόκειται
για δύο πόλους που έρχονται σε σύγκρουση διότι έχουμε εκμετάλλευση από τον έναν
και επίσης εκμετάλλευση από τον άλλον, συνεπώς η ανάπτυξη ουσιαστικής
αντιπρότασης είναι ανύπαρκτη. Όταν λοιπόν η μεγαλύτερη κόρη παίρνει την απόφαση
να φύγει, δεν υπάρχει κάποιος ηθικός στυλοβάτης που να την έχει ωθήσει προς τα
κει. Κανείς θα μπορούσε εδώ να μιλήσει για ένστικτο, επιχείρημα που αναιρείται
όταν σκέφτεται κανείς το πως παρουσιάζεται ο εξωτερικός κόσμος, δηλαδή σε έναν
παράλληλο του εσωτερικού και όχι σε αντίποδα. Όσο οι πράξεις και οι
συμπεριφορές είναι όμοιες και στους δύο κόσμους, δεν μπορούμε να επικαλεστούμε
κινητήρια στοιχεία τα οποία δεν έχουν αναπτυχθεί στο έργο ούτε ως υπόνοια.

Τα έργα του κύματος δεν παρουσιάζουν απλά το πρόβλημα αλλά
μπαίνουν στην διαδικασία να δείξουν ότι και η ίδια η λύση είναι ελλιπής και
όταν δεν υπάρχει δυναμική αντιπρόταση στον κόσμο που έχεις πλάσει, η αρχική σου
πρόταση όχι μόνο είναι συγκριτικά πιο αδύναμη από τις δυνατότητες της αλλά
αυτόματα αυτό-δικαιώνεται. Ο κόσμος σου παρουσιάζεται ως ένας χωρίς λύση και η
μοναδική επιλογή τόσο των ηρώων όσο και του κοινού είναι η αποδοχή αυτού.

Υπήρχε και θα υπάρχει πάντα ο κινηματογράφος ο οποίος
υποστηρίζει αυτό το είδος και είναι κάτι εξαιρετικά κοινό. Χαρακτηριστικά, ο
Βόρειος δεν είναι γνωστός για τις λύσεις του. Αυτό βέβαια για μένα είναι το
καταλυτικό στοιχείο που καταχωρεί το “Dogville ως αριστούργημα και το “Δαμάζοντας τα Κύματα ως απλά
μία ταινία. Η έμμεση ή άμεση δικαίωση του θύματος, όπως την έχουμε συνηθίσει
στον Γαλλικό, Αμερικάνικο και Ρωσικό κινηματογράφο, που είναι καθοριστικής
σημασίας, όταν παρουσιάζει ένα έργο στο κοινό. Το κοινό σαν αποτέλεσμα στρέφει
την προσοχή του στην επεξεργασία της λύσης αντί να βυθίζεται στο πρόβλημα χωρίς
να υπάρχει έναυσμα για προοπτική.

Ως κατάληξη βέβαια θα τονίσω να μην βιαζόμαστε να
προδικάσουμε την αξία των συγκεκριμένων σκηνοθετών
διότι κακά τα ψέμματα ένας
καλλιτέχνης κάνει μία μακρά πορεία μέχρι να πειθαρχίσει τόσο το μέσον όσο και
τον σκοπό του. Κανείς χρειάζεται μόνο να κοιτάξει την γεμάτη “κύματα πορεία
του παραδείγματος Trier για
να το καταλάβει.

Συνεπώς, όπως είπα νωρίτερα, το κύμα σίγουρα έχει το κοινό του
και κατά τα φαινόμενα χάρη στην παρουσία του, οι πόρτες είναι οπωσδήποτε
ανοιχτές για να ελπίζουμε βαθιά στο μέλλον.

Related stories