Ὁ Λούντβιχ Μπόλτσμαν ἦταν Αὐστριακός θεωρητικός φυσικός καί φιλόσοφος. Γεννήθηκε στή Βιέννη στίς 20 Φεβρουαρίου 1844. Ἦταν γιός τοῦ Λούντβιχ Γκέοργκ Μπόλτζμαν καί τῆς Καταρίνα Παουερνφάιντ. Ὁ γιός Μπόλτζμαν ἀρχικά ἐκπαιδεύτηκε κατ' οἶκον, ἀλλά στή συνέχεια πῆγε στό γυμνάσιο στό Λίντς, ὅταν σέ ἡλικία 15 ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα. Τό 1863 ἔγινε δεκτός στό πανεπιστήμιο τῆς Βιέννης, στό τμῆμα τῆς φυσικῆς, καί τρία χρόνια ἀργότερα, μέ τήν καθοδήγηση τοῦ μαθηματικοῦ καί φυσικοῦ Γιόζεφ Στέφαν εἶχε στά χέρια του τό PhD του μέ μία ἐργασία πάνω στήν κινητική θεωρία τῶν ἀερίων. Μετά τήν ἀπόκτηση τοῦ διδακτορικοῦ του ἐργάστηκε γιά μία διετία ὡς βοηθός τοῦ Στέφαν, ἐνῶ ἤδη ἀπό τό 1867 ἦταν λέκτορας στό πανεπιστήμιο. Κατά τή διάρκεια τῆς συνεργασίας μέ τόν Στέφαν, αὐτός τοῦ γνώρισε τίς μελέτες τοῦ Τζέιμς Κλάρκ Μάξγουελ, οἱ ὁποῖες τόν γοήτευσαν.
Τό 1869 ὁ Μπόλτσμαν διορίσθηκε καθηγητής τῆς μαθηματικῆς φυσικῆς στό πανεπιστήμιο τοῦ Γκράτς, ἐνῶ ἐργάσθηκε ἀρκετούς μῆνες στή Χαϊδελβέργη. Τό 1873 ἔγινε καθηγητής τῶν μαθηματικῶν στό πανεπιστήμιο τῆς Βιέννης. Τόν προηγούμενο χρόνο ὁ Μπόλτσμαν γνώρισε καί ἐρωτεύτηκε τήν Ἑριέττα φον Ἄιγκεντλερ, καθηγήτρια μαθηματικῶν καί φυσικῆς στό Γκράτς. Οἱ γυναῖκες ἀπαγορευόταν τότε νά ἐγγράφονται στά πανεπιστήμια τῆς Αὐστροουγγρικῆς Αὐτοκρατορίας, καί ἡ Ἑριέττα εἶχε κάνει αἴτηση νά παρακολουθεῖ ἁπλῶς διαλέξεις σέ αὐτά, αἴτηση πού ἀπορρίφθηκε. Ὁ Μπόλτζμαν τήν συμβούλευσε νά ἐφεσιβάλει τήν ἀπόφαση, πρᾶγμα πού ἔπραξε ἐπιτυχῶς. Στίς 17 Ἰουλίου 1876 παντρεύτηκαν, ὁπότε ὁ Μπόλτζμαν παραιτήθηκε ἀπό τή θέση του στή Βιέννη καί ἀνέλαβε τήν ἕδρα τῆς πειραματικῆς φυσικῆς στήν πόλη τῆς συζύγου του, τό Γκράτς. Τό 1885 ἐκλέχθηκε μέλος τῆς Αὐτοκρατορικῆς Αὐστριακῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν καί τό 1887 Πρόεδρος τοῦ πανεπιστημίου τοῦ Γκράτς. Τό 1890 ὁ Μπόλτσμαν κατέλαβε τήν ἕδρα τῆς θεωρητικῆς φυσικῆς στό πανεπιστήμιο τοῦ Μονάχου καί τό 1893 διαδέχθηκε τόν δάσκαλό του Γιόζεφ Στέφαν ὡς καθηγητής τῆς θεωρητικῆς φυσικῆς στό πανεπιστήμιο τῆς Βιέννης.
Στη Βιέννη ὡστόσο ὁ Μπόλτσμαν δέν τά πήγαινε καλά μέ κάποιους ἀπό τούς συναδέλφους του, ἰδιαίτερα μέ τόν Ἔρνστ Μάχ, ὁπότε δέχθηκε τήν πρόσκληση τοῦ Βίλχελμ Ὄστβαλντ καί πῆγε στό πανεπιστήμιο τῆς Λειψίας τό 1900, γιά νά ἐπιστρέψει στή Βιέννη τό 1902, ὅταν ὁ Μάχ παραιτήθηκε γιά λόγους ὑγείας. Ἐκεῖ ὁ Μπόλτσμαν δέν δίδασκε μόνο φυσική, ἀλλά ἔδινε καί διαλέξεις στή φυσική φιλοσοφία, οἱ ὁποῖες ἀποδείχθηκαν πολύ δημοφιλεῖς: στήν πρώτη ἀπό αὐτές, παρότι δόθηκε στή μεγαλύτερη αἴθουσα, ὑπῆρχαν ἀκροατές πού στέκονταν ὄρθιοι μέχρι καί στίς σκάλες.
Ὁ Μπόλτσμαν ὑπῆρξε ἀπό τούς θεμελιωτές τῆς στατιστικῆς φυσικῆς καί θερμοδυναμικῆς. Συνδύασε τή θεωρία τῶν πιθανοτήτων στόν 2ο θερμοδυναμικό νόμο, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ πιθανότερη κατάσταση ἑνός θερμοδυναμικοῦ συστήματος εἶναι ἡ κατάσταση ἰσορροπίας. Ἀπέδειξε τό θεώρημα ἰσοκατανομῆς τῆς ἐνέργειας, (Νόμος Μάξουελ-Μπόλτσμαν) καί ἦταν ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους ὑποστηρικτές τῆς ἀτομικῆς θεωρίας, ὅταν πολλοί μεγάλοι ἐπιστήμονες ἀμφισβητοῦσαν ἀκόμα τήν ὕπαρξη τῶν ἀτόμων.
Ὁ Λούντβιχ Μπόλτσμαν ἦταν ἕνας ὀξύθυμος, ἰδιόρρυθμος καί ἀπολαυστικός τύπος, ὁ ὁποῖος ἀπό νωρίς ἔγινε ὀπαδός τῆς ἀτομικῆς θεωρίας, τήν ὁποία ὑποστήριξε μέ πάθος. Σέ αὐτήν τόν ὁδηγοῦσε ὄχι μόνον ἡ φαντασία του ἀλλά καί ἕνα εἶδος πίστης γιά τήν ὕπαρξη ἀόρατων, ἀδιάκοπα κινουμένων σωματιδίων. Βρισκόταν σέ διαρκή ἀντιπαράθεση μέ ὅσους δέν ἀποδέχονταν τή θεωρία αὐτή.
Οἱ «ἀντίπαλοι» πίστευαν ὅτι ἡ μόνη δυνατή γνώση στήν ἐπιστήμη εἶναι ἐκείνη πού προέρχεται ἀπό τήν αἰσθητηριακή ἀντίληψη καί ἀπό ὁρισμένες μαθηματικές σχέσεις ἀνάμεσα στά διάφορα εἴδη ἀντίληψης. Εἶναι πλάνη, διεκήρυσσε ἐκεῖνος, νά πιστεύουμε ὅτι μποροῦμε νά περιγράψουμε τήν ὕλη κλεισμένοι στό ἀδιαφανές ὄστρακο τῆς ἄμεσης ἐμπειρίας. Ἡ Σκέψη προσθέτει πάντοτε κάτι στήν ἐμπειρία καί δημιουργεῖ νοησιακές εἰκόνες πού ἀποτελοῦν μία εὐρύτερη περιοχή ἐμπειριῶν.
Ἡ διαδρομή τοῦ Μπόλτσμαν στή ζωή εἶχε ἕνα φινάλε ἐντυπωσιακό. Ἐπειδή ὁ Μπόλτσμαν διέθετε κάτι τό ὁποῖο δέν χαρακτήριζε οὔτε τόν Κλαούζιους οὔτε τόν Μάξγουελ. Καί αὐτό τό κάτι ἦταν τό πᾶθος. Μέ αὐτό ἔζησε καί μέ αὐτό πέθανε. Τό 1906, νιώθοντας ἡττημένος καί ἀπομονωμένος, τή στιγμή μάλιστα πού ἡ θεωρία γιά ἕναν μικρόκοσμο θά κέρδιζε τή μάχη, ἐκεῖνος πιστεύοντας ὅτι «ὅλα εἶχαν χαθεῖ» καί ὅτι ξόδεψε τή ζωή στήν ἀναζήτηση κάποιου ἀνύπαρκτου Κόσμου, αὐτοκτόνησε. Κατά τή διάρκεια τῶν θερινῶν διακοπῶν του στή μικρή πόλη Ντουΐνο (Duino) κοντά στήν Τεργέστη ἀπαγχονίσθηκε σέ μία κρίση κατάθλιψης.
Τήν ἡμέρα ἐκείνη τό ἡμερολόγιο ἔγραφε 5 Σεπτεμβρίου 1906. Ἡ σορός του μεταφέρθηκε στή Βιέννη ὅπου καί τάφηκε. Πάνω στόν τάφο του ἀναγράφεται ἡ φημισμένη ἐξίσωση Μπόλτσμαν S = k*logW.