Σάν σήμερα, 14 Νοεμβρίου, τό 1716 πέθανε ὁ Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς (Gottfried Wilhelm Leibniz). Ἦταν Γερμανός φιλόσοφος καθώς καί ἐπιστήμονας, μαθηματικός, διπλωμάτης, φυσικός, ἱστορικός, βιβλιοθηκονόμος καί διδάκτορας τῶν λαϊκῶν καί ἐκκλησιαστικῶν Νομικῶν. Κατέχει ἐξέχουσα θέση στήν ἱστορία τῶν μαθηματικῶν καί τῆς φιλοσοφίας, ἔχοντας ἀναπτύξει τόν διαφορικό καί ὁλοκληρωτικό λογισμό πληρέστερα καί ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Νεύτωνα. Ὁ Λάιμπνιτς ἦταν ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους φιλοσόφους τοῦ 17ου καί τοῦ 18ου αἰώνα καί θεωρεῖται ὡς καθολικό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς του (homo universalis): ἔχει ἀποκληθεῖ «ὁ πολυμαθέστερος ἀνήρ μετά τόν Ἀριστοτέλην». Ἔγινε ἕνας ἀπό τούς πιό παραγωγικούς ἐφευρέτες στόν τομέα τῆς μηχανικῆς ἀριθμομηχανῶν. Ὅρισε ἐπίσης τό δυαδικό ἀριθμητικό σύστημα, τό ὁποῖο εἶναι τό θεμέλιο ὅλων σχεδόν τῶν ψηφιακῶν ὑπολογιστῶν. Στή φιλοσοφία ὁ Λάιμπνιτς εἶναι πιό γνωστός γιά τήν αἰσιοδοξία του, δηλαδή τό συμπέρασμά του ὅτι τό Σύμπαν μας εἶναι τό καλύτερο δυνατό πού θά μποροῦσε νά δημιουργήσει ὁ Θεός, μία ἰδέα πού συχνά διακωμωδεῖται ἀπό ἄλλους, ὅπως ὁ Βολταῖρος. Ὁ Λάιμπνιτς, μαζί μέ τόν Ρενέ Ντεκάρτ καί τόν Μπαρούχ Σπινόζα, ἦταν ἕνας ἀπό τούς τρεῖς μεγάλους ὑποστηρικτές τοῦ ὀρθολογισμού τόν 17ο αἰῶνα. Εἶχε σημαντική συνεισφορά στή φυσική καί τήν τεχνολογία, σέ ἔννοιες πού ἐμφανίστηκαν πολύ ἀργότερα στή φιλοσοφία, τή θεωρία πιθανοτήτων, τή βιολογία, τήν ἰατρική, τή γεωλογία, τήν ψυχολογία, τήν γλωσσολογία καί τήν ἐπιστήμη τῶν ὑπολογιστῶν. Ἔγραψε ἔργα γιά τή φιλοσοφία, τήν πολιτική, τό δίκαιο, τήν ἠθική, τή θεολογία, τήν ἱστορία καί τή φιλολογία. Ἔγραψε σέ ἀρκετές γλῶσσες, ἀλλά κυρίως στή λατινική, τή γαλλική καί τή γερμανική.
Ὁ Λάιμπνιτς γεννήθηκε στίς 21 Ἰουνίου (σύμφωνα μέ τό Ἰουλιανό ἡμερολόγιο. Σύμφωνα μέ τό Γρηγοριανό ἡμερολόγιο πού εἶχε ἤδη υἱοθετήσει ἡ Γερμανική Αὐτοκρατορία ἦταν 1η Ἰουλίου) τοῦ 1646 στή Λειψία. Ἦταν γιός τοῦ Φρίντριχ Λάιμπνιτς (Friedrich Leibniz) καί τῆς Καταρίνα Σμούκ (Catharina Schmuck).
Ὁ πατέρας του ἦταν νομικός καί καθηγητής τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας στό Πανεπιστήμιο τῆς Λειψίας καί ἡ μητέρα του ἦταν κόρη νομικοῦ. Ὁ πατέρας Λάιμπνιτς εἶχε μία ἰδιαιτέρως περιεκτική βιβλιοθήκη, στήν ὁποία ὁ νεαρός γιός ἀπέκτησε ἐλεύθερη πρόσβαση ἤδη ἀπό τήν ἡλικία τῶν ἑπτά ἐτῶν. Ἔτσι ὁ μικρός Γκότφριντ Βίλχελμ στά ὀκτώ ἄρχισε νά μαθαίνει μόνος του λατινικά καί διάβαζε ὅποιο βιβλίο ἱστορίας ἔβρισκε. Στά δώδεκά του ἔμαθε, αὐτοδίδακτος πάλι, ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ὄντας μόλις δεκατριῶν, συνέθεσε σέ ἕνα μόνο πρωινό 300 ἑξάμετρα στά λατινικά γιά μιά εἰδική ἐκδήλωση στό σχολεῖο του.
Στά δεκαπέντε του ὁ νεαρός Γκότφριντ Βίλχελμ περνᾷ γιά «τέρας γνώσεως», ἐνῶ ὁ ἴδιος ὑπερηφανεύεται ὅτι εἶναι αὐτοδίδακτος. Ἦταν ἤδη ποιητής, φιλόλογος, ἱστορικός, εἰδικός στή λογική, θεολόγος καί φιλόσοφος, ὁ ὁποῖος ὀνειρεύεται τή συμφιλίωση ὅλων τῶν συστημάτων. Ἔπρεπε ὅμως νά μάθει πολλά ἀκόμη: μαθηματικά, φυσική, νομικά καί πολιτικές ἐπιστῆμες. Μέ τέτοια κενά στή μόρφωσή του εἶναι πιά καιρός νά μπεῖ στό πανεπιστήμιο. Αὐτό συνέβη τό Πάσχα τοῦ 1661, πρίν ἀκόμα συμπληρώσει τά δεκαπέντε του, ὁπότε καί γράφτηκε στό πρώην πανεπιστήμιο τοῦ πατέρα του.
Ὁ Λάιμπιτς πῆρε τό πτυχίο του στή Φιλοσοφία τόν Δεκέμβριο τοῦ 1662. Ἀπέκτησε τό μεταπτυχιακό του τόν Φεβρουάριο τοῦ 1664. Μετά ἀπό ἕνα ἔτος νομικῶν σπουδῶν τοῦ ἀπονεμήθηκε πτυχίο στό Δίκαιο τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1665. Ὁ ἑπόμενος στόχος του ἦταν νά ἀποκτήσει ἄδεια καί Διδακτορικό στόν νόμο, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ συνήθως τρία χρόνια σπουδῶν. Ὅμως ἀπό τό πανεπιστήμιο τῆς Λειψίας ἀρνήθηκαν νά τοῦ δώσουν τήν ἄδεια καί τό διδακτορικό, πιθανόν λόγῳ τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του. Τότε γράφτηκε στό πανεπιστήμιο τῆς Νυρεμβέργης καί γρήγορα ὑπέβαλε μιά διατριβή, γιά τήν ὁποία εἶχε πιθανῶς ἐργαστεῖ προηγουμένως στή Λειψία. Ὁ Λάιμπνιτς κέρδισε τήν ἄδειά του γιά τή δικηγορία καί διδακτορικό στό Δίκαιο τόν Νοέμβριο τοῦ 1666.
Ἔχοντας πολλές γνώσεις ἀρνήθηκε διορισμό στό πανεπιστήμιο τῆς Νυρεμβέργης καί ἄρχισε νά περιφέρεται στήν Εὐρώπη, ἐντασσόμενος σέ κύκλους καί «αὐλές», παρέχοντας ὑπηρεσίας ἄλλοτε πολιτικοῦ καί ἄλλοτε νομικοῦ συμβούλου. Μέ τόν τρόπο αὐτό παράλληλα ἐρχόταν σέ ἐπαφή μέ τά διάφορα ρεύματα πού κυριαρχοῦσαν στήν Εὐρώπη, πολιτικά, φιλοσοφικά, ἐπιστημονικά. Ἔτσι ἐμπλούτιζε τίς γνώσεις του, διέδιδε τίς ἰδέες του. Τελικά τό 1676 ὁ Λάιμπνιτς ἐπέστρεψε στή Γερμανία καί ἐγκαταστάθηκε στό Ἁννόβερο, ὅπου ἔμεινε μέχρι τόν θάνατό του, μέ ἕνα διετές διάλειμμα (1712-1714) πού βρέθηκε στή Βιέννη. Στό Ἁννόβερο ἀνέλαβε τή διεύθυνση τῆς Βιβλιοθήκης τῆς πόλης, ἐνῶ διορίστηκε σύμβουλος τοῦ τοπικοῦ ἄρχοντα. Συνέχισε μέ τήν ἴδια ἔνταση τήν πολυσχιδή δραστηριότητά του ὡς ἱστορικός, διπλωμάτης, νομικός, φυσικός, μαθηματικός καί φιλόσοφος. Ἐκεῖ ἀφιέρωσε μεγάλο μέρος ἀπό τόν χρόνο του στή θεολογία. Τό 1686 δημοσίευσε τό Θεολογικό Σύστημα, βασικός στόχος τοῦ ὁποίου ἦταν νά προετοιμάσει τήν ἕνωση καθολικῶν καί προτεσταντῶν. Ἀλλά ὁ ὅρος γιά τήν ἕνωση αὐτή εἶναι ἕνα εἶδος ὀρθολογικῆς θεολογίας, τήν ὁποία ὁ Λάιμπνιτς ἐπεξεργάζεται μέ αὐστηρότητα μαθηματικοῦ τύπου καί στήν ὁποία ὑποστηρίζει ὅτι ὁ καλύτερος τρόπος γιά νά γνωρίσουμε καί νά λατρέψουμε τόν Θεό εἶναι νά ἐργαστοῦμε γιά τήν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει τήν τάξη καί τόν πλοῦτο τῆς δημιουργίας.
Ὁ Λάιμπνιτς πέθανε στό Ἁννόβερο σάν σήμερα 14 Νοεμβρίου, τό 1716. Ἐκείνη τήν ἐποχή ἦταν τόσο ἀνεπιθύμητος πού οὔτε ὁ Γεώργιος Α' (ὁ ὁποῖος ἔτυχε νά βρίσκεται κοντά στό Ἁννόβερο ἐκείνη τήν περίοδο), οὔτε κανένας τοῦ αὐλικοῦ του περίγυρου πλήν τῆς προσωπικῆς του γραμματέως δέν παρακολούθησε τήν κηδεία του. Παρόλο πού ὁ Λάιμπνιτς ἦταν ἐνεργό μέλος τῆς Βασιλικῆς Ἑταιρείας καί τῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν τοῦ Βερολίνου, κανένας ὀργανισμός δεν τίμησε τόν θάνατό του.
Μερικά λόγια τοῦ Λάιμπνιτς
«Εὐτυχισμένη ζωή δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχουν μόνον εὐτυχισμένες ἡμέρες.»
«Ἡ κατάργηση τοῦ πολέμου καί ἡ παγίωση τῆς εἰρήνης στόν κόσμο ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά πιό ψηλά ἰδανικά, πρός τό ὁποῖο πρέπει νά τείνει ἡ ἀνθρωπότητα.»
«Ἐκεῖνοι πού ἐπικαλοῦνται τήν εἰρήνη γιά νά κάνουν πόλεμο, ἀναμφίβολα δέν σκέφτονται παρά τήν εἰρήνη τῶν νεκροταφείων.»