Ένα σχόλιο με αφορμή την μίνι σειρά «Το μωρό της Ρόζμαρι / Rosemary’s Baby»
Ιεροσυλία. Το να βλέπουμε για αρκετά λεπτά το «μωρό», να σουλατσέρνει σε
ένα καροτσάκι με την μάνα του και όλοι να το θωρούν χαριεντιζόμενοι είναι
κινηματογραφικός φόνος. Είναι μια αρπαχτή που δεν σέβεται την κινηματογραφική
και γενικότερα αισθητική ιστορία. Γενιές και γενιές μεγάλωσαν με την αφαιρετική
έλλειψη της εικόνας του μωρού, που απλά για λίγα frame τα σκοτεινά μάτια του, κοιτάζουν απειλητικά
την ψυχική μικροαστική σιγουριά μας, την αδιαφορία μας, την εγωπάθεια και τον
ατομισμό μας, τα φτηνά συναισθήματα και προσδοκίες βαπτισμένες ως ξεπούλημα
ονείρων, γέννημα θρέμμα όλα ενός κόσμου βουτηγμένου στο «κακό», όχι ως
μεταφυσική ή αρχετυπική έννοια, αλλά ως ρεαλιστικός συλλογισμός, ως δηλαδή κοινωνικό
καθεστώς. Αυτή η έλλειψη του αντικειμένου, στο φινάλε της ταινίας, είναι το
θαρραλέο απαύγασμα, η σκηνοθετική τομή που μας χαρίζει όλους τους
προβληματισμούς που ως τότε γεννιόταν αλλά μένανε ανολοκλήρωτες στις σκέψεις
μας. Αν αποκόψεις αυτή την σπουδαία κινηματογραφική σκηνή, το αποτέλεσμα μιας
δομημένα σε λεπτές γραμμές αποπνικτικής αφήγησης, τότε τεμαχίζεις τι ως τότε
απεικόνιση και το βαθύ σκάλισμα που έχεις ξεκινήσει κάτω από την νοσηρή επιφάνεια
για την εξεύρεση θέσεων και προβληματισμών. Αυτό ακριβώς κάνει η μίνι σειρά «Rosemary’s Baby», μπρος στο
τρομοκρατικό αριστούργημα του Roman Polanski. Με μια λέξη:
Βεβήλωση.
Η συνεχόμενη πτώση προς την άβυσσο του εαυτού μας, που καταλήγει να
θεωρούμε το «μωρό» ως τοκετό της δικής μας – του κοινού δηλαδή – , ενοχής μπρος
στις ανθρώπινες ευθύνες μας, της αλλοτρίωσης που μας κάνει ψευτοπερήφανους
αλαζόνες ματαιόδοξους, που μας αποκόπτει από τον κόσμο και μας κλειδώνει σε
κλειστά δωμάτια και τοίχους, η μίνι σειρά, δίχως σέβας, δίχως εμβάθυνσης του
αρχικού υλικού, δίχως μελέτης των λόγων κλασικοποίησης και διαχρονικής
φρεσκάδας που περιείχε το πρωτότυπο του Polanski- και πέρα των κλισέ τύπου: «και τα δυο είναι βασισμένα σε βιβλίο, ο καθένας
το μελέτησε και το απεικόνισε με διαφορετικό, προσωπικό τρόπο», – με τάσεις δηλαδή «κτηνωδίας» από πλευράς της
βιομηχανίας του θεάματος και των στούντιο μετέτρεψε ένα αριστούργημα του
υπόγειου τρόμου σε μια ανώφελη και ανούσια κοινοτυπία, ενός κούφιου παραμυθιού.
Συνέπεια; Ο φόβος πως οι νέες γενιές δεν θα αγγίξουν – εκτός αν ψάξουν –
διόλου το πρωτόλειο (κινηματογραφικά) υλικό, επιμένοντας στη ξεχειλωμένη
σεναριακά κινηματογραφική ανοησία της σειράς και οι παλιότερες θα αναρωτηθούν
αν τρώγανε κουτόχορτο νομίζοντας χρόνια τώρα πως το «μωρό», ήταν ακριβώς, η
ανακύκλωση, η αναγέννηση, του «κακού» ως κοινωνική διαδικασία και όχι ένα
γαλανομάτικο βρέφος σε κούνια.
Αισιόδοξος προσπαθώντας να είμαι πάντως, θα καταλήξω πως το «αόρατο» θα
παραμείνει στους αιώνες των αιώνων αθάνατο και η ορατή μπούρδα που κηλιδώνει
τον τίτλο της θρυλικής ταινίας, μια συνειδητά «ατυχή» στιγμή, που επιβεβαιώνει
για άλλη μια φορά, πως τον κινηματογράφο ή θα τον ορίζουν οι δημιουργοί με αισθητικό
τσαμπουκά ή οι παραγωγοί – προαγωγοί τύπου Castavetes, που θέλουν να συντηρούν την ασχήμια
σχηματικά, εννοιολογικά, αισθητικά, όπως θέλετε πείτε του.