(ένα μικρό αφήγημα…)
Συνάντησα χθες το Χριστό. Έπαιζε φλάουτο έξω από την εκκλησία της μητέρας του. Τα μαλλιά του ήταν ξανθά και μπλεγμένα. Βρώμικα. Ιουδαίοι, σκέφτηκα, ντροπή σας το παιδί. Τα βαθιά γαλανά του μάτια με κοιτούσαν και μου ζητούσαν βοήθεια. Θα στην ανταποδώσω, μου έλεγαν. Και γω πρώτη φορά πίστεψα στη βασιλεία των ουρανών. Το σώμα του το είχε τυλιγμένο με χοντρές ζακέτες και πλεχτά κασκόλ που τους έλειπαν πόντοι. Κομμάτια έλειπαν κι απ' τα καφέ του παπούτσια. Το μόνο που δεν του έλειπε ήταν η διάθεση να παίξει φλάουτο. Τα παγωμένα, κοκαλιασμένα δάχτυλά του δεν με γοήτευσαν. Γοήτευσαν όμως το φλάουτο. Κι εκείνο ευχαριστημένο τραγούδησε.
Ο σκύλος δίπλα του απλωμένος φαρδύς πλατύς. Αφασία. Περνάει ο καιρός; Δεν περνάει; Ούτε που τον νοιάζει. Και δεν τον νοιάζει γιατί στον δικό του κόσμο οι σκύλοι δεν έχουν ρολόγια. Ούτε γραβάτες φοράνε. Ούτε μαγειρεύουν. Ούτε βαφτίζονται. Κι όμως την έχουν κλεισμένη τη θεσούλα τους στο βασίλειο των ουρανών.
Δεν του έδωσα τίποτα δυστυχώς. Η ψυχή μου έχει γίνει τόσο άδεια, που το χέρι μου ούτε που κουνιέται για να μπει στην τσέπη. Οπότε γλιτώνω και τη σκέψη. Αυτό δεν είναι το νόημα άλλωστε;
Να γλιτώνουμε περισσότερα.
Να σκεφτόμαστε λιγότερα.