(ένα μικρό αφήγημα…)
Λεωφορείο. Εικόνα δακρυσμένη. Μάλλον εγώ δακρύζω. Μόνη μου. Δίπλα μου δυο κωφάλαλοι. Συζητούν με χειρονομίες, έντονα, πολύ έντονα. Μάλλον καυγαδίζουν. Ε, και τι με νοιάζει; Ζευγαράκι είναι θα καυγαδίσει. Δεν ξέρω εγώ από αυτά; Κοιτάζω έξω. Ο καιρός βροχερός. Πολύ βροχερός. Αλλά δεν μας ξεπλένει αυτή η βροχή. Πιάνουμε πάτο και απλά μας πνίγει. Βουλιάζουμε χειρότερα.
Δεν ξεχωρίζω πια αν τα τζάμια είναι υγρά απ' τη βροχή ή απ' τα δάκρυά μου.
Σάββατο βράδυ. Κι η μουσική στο ραδιόφωνο. Το ραδιόφωνο στο κινητό. Το κινητό στ' αυτί. Μα ο άνεμος δεν ξέρει/πως το κορίτσι που θα 'ρθει/ την άνοιξη θα φέρει. Για ποιο κορίτσι λέει; Ψέματα έλεγες. Δεν ήμουν εγώ, ο καιρός είναι βροχερός.
Η κωφάλαλη μ' ακουμπάει, με ταρακουνάει. Με ρωτάει τι έχω. Είμαι κοκαλωμένη. Τους βλέπω που αναρωτιούνται γιατί κλαίω, αλλά δεν μπορώ να αντιδράσω. Δεν μπορώ ούτε καν να κουνηθώ, όχι να τους εξηγήσω κιόλας. Τελικά, μόνο αυτοί ενδιαφέρθηκαν. Όλοι οι άλλοι με κοιτάνε τόσην ώρα και τίποτα. Οι κωφάλαλοι το αισθάνθηκαν πως κάτι δεν πάει καλά, κι ας δεν θ' ακούσουν ποτέ το στίχο που μ' έκανε να κλάψω.
Γι' αυτό έπιασε άλλωστε βροχή. Για ποια Άνοιξη μιλάμε; Αφού τυφλωθήκαμε απ' τα δάκρυα.