Και τι βλέπω : βιαστικοί, σκίζουν τα πεζοδρόμια, παπάδες περνούν στα χέρια νέων παιδιών βραχιολάκια που βρωμάνε θυμίαμα και τα νουθετούν, γιαγιάδες και παππούδες με σακούλες από τη λαϊκή τις σέρνουν και παίρνουν τις απαραίτητες ανάσες τους κάθε λίγο, πολύ λίγο, νέοι πίνουν και ρουφούν ότι βρουν στα σκαλοπάτια, κορίτσια με αρώματα και φορέματα και χαμόγελα που τα 'χουν πρόχειρα, μερσεντές που ακόμη τολμούν, δημόσιοι υπάλληλοι που ορκίζονται ότι θα εκδικηθούν, δημόσιοι υπάλληλοι που σκέφτονται τι πήγε λάθος την ώρα που ρουφούν το φραπέ, καλοκαίρι που έρχεται σίγουρο ότι για άλλη μια φορά θα νεκρώσει τον εγκέφαλό μας και θα κάνει το χάος να φαντάζει μικρότερο, αφού θα το λιώσει με τη ζέστα του θα το εξαφανίζει για λίγο στα ζεματιστά πεζοδρόμια θα το χτυπήσει και πλιτς. Η θάλασσα.
Κάπου διάβασα ότι οι μόνες στιγμές που μπορούμε να νιώσουμε την απόλυτη ευτυχία, χωρίς καμία άλλη σκέψη είναι όταν είμαστε μέσα στη θάλασσα και όταν κάνουμε έρωτα. Και τα δύο ενδύκνεινται για το καλοκαίρι, το χάρτινο, το γυάλινο, το λαμπερό καλοκαίρι της καρδιάς μας. Μακριά από κακές σκέψεις για μνημόνιο νούμερο 3, για φαλλιμέντο, για την αρχή του τέλους και άλλα τέτοια. Η αδιαφορία δεν είναι η καλύτερή μου φίλη, ας μην μπερδευόμαστε, η ελευθερία όμως ναι. Και τι μας δίνει την απόλυτη ελευθερία αυτόν τον καιρό,όλους ανεξαιρέτως, έστω με ένα μικρό εισιτήριο: η θάλασσα. Εκεί μέσα ακόμη και οι επαχθείς μας πολιτικοί φαντάζουν μικροί, απροστάτευτοι και λιγότερο γελοίοι, γιατί δείχνουν ίδιοι με όλους. Μέχρι να βγουν από 'κει μέσα στάζοντας ούτε καν διακρίνονται, δεν θέλεις καν να τους σκοτώσεις γιατί είσαι και 'συ μέσα και απολαμβάνεις και η αλμύρα σου παίρνει την κακία, τη μιζέρια, την απαισιοδοξία. Και γίνεσαι παιδί, ελαφρύς και σε νοιάζει να διανύσεις λίγο ακόμη, να πας ως τη σημαδούρα και να σκεφτείς με ηρεμία τη ζωή σου, τα νεύρα εξαφανίζονται αίφνης την ώρα που παρακολουθείς τα ψάρια να στήνουν χορό κάτω από τα πόδια σου…
Έξω σε περιμένει η πετσέτα, το βιβλίο, κανένα σάντουιτς που φαντάζει καλύτερο και από το μουσακά της γιαγιάς σου. Για να βγεις να διαβάσεις, να φας, να κοιμηθείς και πάλι από την αρχή, μέχρι ο ήλιος να δύσει και να πάρεις το δρόμο σου για πίσω. Και καθώς θα γυρνάς, θα δεις, η σειρά των πραγμάτων στο μυαλό σου θα έχει αλλάξει λίγο, για να σε μεταβάλλει και σένα και να σε φέρει λίγο πιο κοντά στην ουσία της ύπαρξης. Οι σκέψεις, ανάλαφρες πια, δοκιμασμένες από τη δύναμη του κύματος θα σε αγκαλιάσουν, χωρίς να σε πνίγουν και 'συ για μια φορά, θα νιώσεις κυρίαρχος όλων αυτών που μέχρι τώρα σε βασάνιζαν και θα συνεχίσουν να σε βασανίζουν, μη ξεγελιέσαι. Και σιγά-σιγά θα πέσει η νύχτα. Και θα σε βρει το φεγγάρι σε κάποιο μπαλκόνι, αυλή, μόνο, με φίλους, με την αγάπη σου
Το λέει άλλωστε και ο Καμύ που τόσο αγάπησε τον ήλιο που έκαιγε ανελέητα στην δική του Αλγερία αλλά και το φεγγάρι που φέρνει ανακούφιση σε τόσο ζεστά μέρη. Ιδού και ένα απόσπασμα από τα δικά του Ημερολόγια καταστρώματος και καλό καυτό καλοκαίρι να έχουμε ότι και αν αυτό φέρει.
Το φεγγάρι σηκώθηκε. Φωτίζει στη αρχή αμυδρά την επιφάνεια των νερών, υψώνεται ακόμη περισσότερο και χαράζει σχήματα πάνω στο ελαφρά κυματιστό νερό. Σαν φτάνει στο ζενίθ του, φωτίζει μια ολόκληρη λουρίδα της θάλασσας, πλούσιο ποτάμι από γάλα που, καθώς το πλοίο προχωρεί, χύνεται πάνω μας αστείρευτο μέσα στο σκοτεινό ωκεανό. Να την η πιστή νύχτα, η δροσερή νύχτα που την καλούσα μέσα στα ζωηρά φώτα, στο αλκοόλ, στην ταραχή του πόθου.
(Αλμπέρ Καμύ, Το καλοκαίρι, Η Θάλασσα μέσα στα χέρια μας, Ημερολόγια Καταστρώματος, Παρίσι, 1954)