Κρατώ μια μεγάλη τσάντα και μία μικρή. Είναι σχεδόν άδειες. Μου φαίνονται ασήκωτες. Το βλέμμα μου σκοντάφτει άτακτα τριγύρω. Παντού η ίδια κουρασμένη, κλειστή έκφραση. Όλοι εγκλωβισμένοι σε βουβή διαπραγμάτευση. Πολύ σοβαρά την πήραμε τη ζωή Σαββατιάτικα.
Στρίβω βιαστικά δεξιά για να αποφύγω το πολυκατάστημα με τα βιβλία – έχω πολλά αδιάβαστα ακόμα στο σπίτι αλλά έτσι και πλησιάσω την είσοδο θα φύγω με τουλάχιστον 2-3 καινούργια. Το βλέμμα μου κάνει γκελ στο χαλάκι της δελεαστικής εισόδου κι εκσφενδονίζεται προς ένα κατάστημα με είδη για το σπίτι το οποίο – ω του θαύματος – είναι γεμάτο Χριστουγεννιάτικα στολίδια ! Η λογική μου μόλις απενεργοποιήθηκε. Μπαίνω βιαστικά στο κατάστημα σαν να έχω αργήσει σε σημαντικό ραντεβού και χάνω την αίσθηση του χρόνου και της λίστας με τα πράγματα που έχω ακόμη να κάνω. Για την επόμενη ώρα περιεργάζομαι τα πάντα. Με κάθε βήμα οι τσάντες μου γίνονται πιο ελαφριές. Χαμογελώ με τους αστείους τάρανδους και τον Άγιο Βασίλη – κουδούνι. Το παιδί μέσα μου ξύπνησε ξεκούραστο και ζωηρό μετά από ύπνο μηνών. Θέλει να εγκατασταθεί κάτω από το μεγάλο δέντρο με τα πολύχρωμα στολίδια και τα φώτα και να περιμένει τον Άγιο Βασίλη πάνω σε πολύχρωμα μαξιλάρια που γράφουν Merry Christmas.
Είναι τόσο χαρούμενο, που δεν τολμώ να του θυμίσω πως έχουμε πολύ δρόμο ακόμα κι η ώρα περνά… Στη γωνία δίπλα στα ταμεία, τόσο παράταιρα κι αγαπημένα, στολίδια και κεριά για το Halloween. Μένω για λίγο εκεί και παρατηρώ τον κόσμο. Οι περισσότεροι μπαίνουν μέσα όπως εγώ, μουντοί και κουρασμένοι και σιγά-σιγά αλλάζουν. Χαμογελούν και χαζεύουν τα στολίδια ενώ η φωνή τους ζωηρεύει. Δύο νεαροί ξεκαρδίζονται ενώ παίζουν με ένα αστείο χιονάνθρωπο με ελατήρια πάνω σε μία ξύλινη πολύχρωμη κατασκευή. Αντίθετα, δύο κυρίες μεγαλύτερης ηλικίας δεν φαίνονται καθόλου χαρούμενες και τάχα διαμαρτύρονται: «καλά από τώρα Χριστουγεννιάτικα; » ενώ προχωρούν ακάθεκτες στα ενδότερα όπου δεν αφήνουν στολίδι ασχολίαστο. Προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους ότι όλα αυτά είναι πρόωρα κι ανούσια : «κοίτα τώρα τι σκέφτηκαν, έβαλαν τις χρωματιστές τσόχες και έφτιαξαν δέντρο», «τι είναι αυτό πάλι,… μετράει τις ημέρες ως τα Χριστούγεννα, βλακείες…», «… δες εδώ μαξιλάρι απαπαπα, …μπα δεν πάει με τον καναπέ, πάει;… πόσο έχει ;… ».
Απομακρύνομαι διακριτικά αν και διασκεδάζω πολύ. Υπάρχει χώρος στα Χριστούγεννα για όλους.
Έχω μετακινηθεί στην άλλη άκρη του καταστήματος και χαζεύω κάτι μπρούτζινους δίσκους, σαν αυτούς που είχε φέρει η γιαγιάκα μου η Βασιλική από την Πόλη, όταν ένα μικρό ξανθό ξωτικό περνά τρέχοντας δίπλα μου και αμέσως μετά η μητέρα της που προσπαθεί να την προλάβει πριν κάνει ζημιά. Το κοριτσάκι περνά μέσα από τους διαδρόμους και φωνάζει τραγουδιστά: «όλα είναι γιορτινά ! όλα είναι γιορτινά ! όλα είναι γιορτινά !». Οι τσάντες που κρατώ σχεδόν αιωρούνται. Τις κρατώ σφιχτά για να μην αρχίσουν κι εκείνες να τρέχουν πίσω από το μικρό ξανθό ξωτικό.
Όλα είναι γιορτινά ! Το είχαμε τόση ανάγκη σήμερα, που δεν το περιμέναμε.
Φεύγοντας, σημείωσα στη λίστα μου να βάλω και κανένα κέρμα στην άκρη για τα κάλαντα σιγά-σιγά. Φέτος οι πόρτες θα ανοίξουν πιο δύσκολα για τα μικρά ξωτικά. Και φέτος τα έχουμε τόση ανάγκη!