Οι παλιοί φίλοι είναι σαν το κρασί, όσο παλιώνουν και εφόσον δε χανόμαστε και τελείως, γίνονται καλύτεροι, ωριμάζουν και σε κάνουν να χαίρεσαι τόσο που τους βλέπεις, σαν να είναι μια μικρή γιορτή. Είναι αυτοί που όταν είσαι μαζί τους, δεν έχεις αντιστάσεις, μπορείς να πεις τα όσα δε λες και κάθε μέρα, τα σώψυχά σου, που αυτοί τα ερμηνεύουν με άλλον τρόπο, γιατί ξέρουν τα ανώριμά σου χρόνια, τις ευαισθησίες σου, ακόμη και πράγματα που εσύ ο ίδιος έχεις ξεχάσει. Και πώς γίνεται, όταν συναντιέσαι μαζί τους, ο καθένας να θυμάται διαφορετικά περιστατικά και να διανθίζεται έτσι το άλμπουμ της ζωής σας. Να βλέπεις τα πρόσωπά τους και μέσα από αυτά να καταλαβαίνεις ότι ναι, μεγαλώνουμε, αλλά δε μεγαλώσαμε και τελείως. Απλά έφυγε, γλίστρησε θαρρείς αυτή η μεταδοτική ζωντάνια πουένιωθες σαν έφηβος και αντικαταστάθηκε, στην καλύτερη περίπτωση από μια ρεγουλαρισμένη αλλά και πιο φιλοσοφημένη χαρά για τα πράγματα, τη ζωή και τις αποχρώσεις της, που ακόμη καλά κρατούν.
Έχω γνωρίσει -όλοι μας νομίζω- ανθρώπους που υλικά δεν τους έλειπε και δεν θα τους λείψει-ακόμη και τώρα- τίποτε, με τα λεφτάκια τους, την καλή δουλίτσα τους, την αυτοκινητάρα και πάει λέγοντας που μου φάνηκαν τόσο φτωχοί…Δεν είχαν δίπλα τους περίγυρο, φίλους, ανθρώπους να τους λένε την αλήθεια και τους πονάνε πραγματικά, αγαπημένα πρόσωπα, εμπιστοσύνη, γενναιοδωρία, γέλια και χαρές. Είχαν τα υπόλοιπα, τα εύκολο να αποκτήσεις, λέω εγώ. Αυτά που μετά πρέπει να πασχίσεις να διαφυλάξεις και να πολλαπλασιάσεις, για να μπορούν να σε καλύψουν και να σου υπενθυμίσουν ότι πρέπει πάντα να τα πολλαπλασιάζεις, για να μη σκέφτεσαι τα άλλα, τα δύσκολα, αυτά που απαιτούν το πραγματικό δόσιμο.
Θα έλεγε κανείς ότι αν κάποιος δεν έχει φίλους, έχει απόθεμα συναισθήματος ακριβώς επειδή δεν το προσφέρει, έχει στοκ. Εμ έλα που δεν είναι έτσι. Όσο το αφήνει, σε αφήνει. Όσο κλείνεσαι κλειδώνεις και φτιάχνεις τα δικά σου τείχη, που μπορεί μέσα να έχουν κάστρα, αλλά είναι έρημα, μόνο με κάτι σκυφτούς υπηρέτες που βλέπεις σπάνια στους διαδρόμους τους. Και κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, χαϊδεύεις τα αυτιά σου με άσκοπες γνωριμίες και εισπράττεις αυτό που σου οφείλουν και όχι αυτό που, σε μια άλλη ζωή, αν τα είχες φτιάξει καλύτερα τα πράγματα, θα σου άξιζε πραγματικά.
Έχω γνωρίσει όμως και κάτι άλλους, όχι απαραίτητα φτωχούς, που τα πλούτη τα δικά τους κι αν είναι αμύθητα και αμέτρητα και περιλαμβάνουν τα εξής: αξέχαστα γλέντια, συναντήσεις, εκδρομές, σχέδια, εμπιστοσύνη, συγκρούσεις-όλα παίζουν όταν υπάρχει συναίσθημα-αγάπη, μεθύσια και πάλι από την αρχή. Με σπίτια ανοιχτά, έπιπλα που μπορείς ν' αγγίξεις και να αφήσεις πάνω τους το σημάδι σου, μουσικές και ταινίες να παίζουν, παιδιά να τρέχουν χωρίς να φοβούνται μη λερωθούν, μανάδες να γελούν και να διασκεδάζουν, με δικαίωμα στη ζωή μετά τη μητρότητα και τέτοια παράξενα. Γιατί αυτά τα σύμπαντα δεν μπορούν να συναντηθούν, γιατί η απόσταση που τους χωρίζει δεν είναι καν μετρήσιμη;