Όπως οι ελιές που μια χρονιά έχουν άφθονους καρπούς και άλλη πάλι απλά υπάρχουν για να ποτίζονται και να κλαδεύονται, έτσι και οι μουσικές χρονιές. To 2014 ήταν γεμάτο από πολλές και αξιολογότατες προτάσεις για να ακούσει κανείς, σε αναρίθμητα μουσικά είδη. Φέτος, μια δύσκολη χρονιά όχι μόνο ποιοτικά, αλλά και ποσοτικά. Λίγες οι παραγωγές όπου οι καλλιτέχνες ξεπερνούσαν τον εαυτό τους και ακόμα λιγότερες εκείνες που είχαν να προτείνουν κάτι πρωτοποριακό και νεοτεριστικό. Ανάμεσα τους, εμείς. Με ατελείωτες ώρες ξεδιαλέγματος, ακροάσεων, αξιολογήσεων, συνεντεύξεων, αναλύσεων, συζητήσεων. Όλο αυτό όμως είναι η ζωή του ραδιοφώνου. Χωρίς όλα αυτά, το ραδιόφωνο δεν θα είχε φαντασία, προσμονή, αγωνία και κυρίως, αδιάκοπη κίνηση. Οι ακροατές είστε αυτό που ήμασταν και θα είμαστε και εμείς για πάντα, το νόημα ύπαρξης όλων.
Η νέα χρονιά, ήδη έχει δείξει τι πρόκειται να συμβεί. Μεγάλες μπάντες και μεμονωμένοι καλλιτέχνες, έχουν ανακοινώσει την επιστροφή τους στη δισκογραφία μετά από καιρό ή ότι απλά ήρθε η ώρα για ένα νεό άλμπουμ. David Bowie, The Last Shadow Puppets, The Coral, MGMT, M83, Justice, Radiohead, Cerrone ft. Tony Allen, Miike Snow, Flume, The XX, Animal Collective, Gorillaz, James Blake, Wild Nothing, DIIV, Chromatics, Poliça, Beacon, Damien Jurado, είναι μόνο μερικά από τα ονόματα που είναι έτοιμα για νέο δίσκο. Νομίζω πως και μόνο αυτά αρκούν, για να είναι και το 2016 μουσικά συναρπαστικό. Σηκώνουμε μανίκια λοιπόν και το περιμένουμε. Παρακάτω, η υποκειμενική μας κρίση για το 2015 και τις καλύτερες κυκλοφορίες του. Καλή ανάγνωση – ακρόαση. Ευχόμαστε ένα επίσης μελωδικότατο 2016!
Jacco Gardner – Hypnophobia
Οι συναισθηματισμοί είναι για τα κοριτσάκια. Πολλoί από τους παραπάνω δίσκους που έφτασαν μέχρι και το νούμερο 19, θα μπορούσαν άνετα να βρεθούν στη θέση 1, αν σκεφτόμασταν καθαρά συναισθηματικά ή με συνειρμούς προσωπικούς και μνήμες ακουσμάτων μέσα στη χρονιά. Το Hypnophobia του Ολλανδού Jacco Gardner, θα πάρει τη θέση που του αρμόζει, γιατί είναι ο μόνος ξεκάθαρα αριστουργηματικός δίσκος που σε κάνει να νιώθεις πως όσο και αν προσπαθήσεις να σκεφτείς άλλον στη θέση αυτή, θα είναι απλά μάταιο. Αριστουργηματικός σε παραγωγή, σε ιδέες, σε εκτέλεση και φαντασία. Σε καμία στιγμή του δίσκου, ο Ολλανδός δεν φάνηκε να προσπαθεί να διηγηθεί μια ιστορία σε τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, η συνεχής προσπάθεια του, είναι να μας μεταφέρει στη δική του παραισθησιογόνα πραγματικότητα, καθόλου απρόσωπος, καθόλου αποστασιοποιημένος. Και το καταφέρνει περίφημα. Μια απείρως προσεγμένη παραγωγή στις λεπτομέρειες της, όπως στις ενορχηστρώσεις και τα αμέτρητα ηχητικά στρώματα που δείχνουν έναν καλλιτέχνη-παραγωγό που έχει τον πλήρη έλεγχο του οχήματος στο οποίο μας επιβιβάζει για να μας πάει στη δική του μουσική αυλή.
To Cabinet Of Curiosities του 2013, έχει αρκετές διαφορές από τον φετινό δίσκο. Η μεγαλύτερη από όλες όμως, είναι αυτό το αίσθημα μόνιμης αγωνίας που κρατά από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο κομμάτι. Ο δίσκος δίνει την εντύπωση πως ο καλλιτέχνης κυνηγιέται από κάτι και βρίσκεται σε μια διαρκή προσπάθεια. Ίσως γι αυτό να μας κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο σε όλη τη διάρκεια του. Ο Jacco, σε συνέντευξη του λέει πως δεν του αρέσει η ταμπέλα του neo-psychedelic καλλιτέχνη που εμπνέεται μόνο από τα 60's και το neo folk κύμα. Και αυτό το δικαιολογεί τόσο απλά και πειστικά. Δεν έζησα ποτέ αυτή την εποχή και αυτά που κάνω σήμερα στη μουσική μου, δε θα μπορούσα να τα κάνω χωρίς τη σημερινή τεχνολογία. Κλείνοντας, ο Ολλανδός δεν έδωσε τυχαία τον τίτλο Hypnophobia στο δεύτερο του LP. Η πάλη, όπως λέει ο ίδιος μεταξύ του σκοτεινού και του φόβου με τη δημιουργικότητα, όπως όταν βρίσκεσαι σε εκείνο το κενό χρονικό διάστημα λίγο πριν σε πάρει ο ύπνος, μοιάζει σαν ένα μικρό τρομακτικό συνειδητό όνειρο. Μέσα σε 10 τραγούδια, και με 8λεπτα ταξίδια όπως το Before the Dawn, ο ίδιος χτίζει ένα δικό του φανταστικό κόσμο. Mας βάζει μέσα στους υπνωτικούς του ήχους και πηγαίνει το νου μας σε μέρη που δεν προσεγγίζονται χωρίς τη βοήθεια του Hypnophobia. Στη θέση 1 για στον καλύτερα σκηνοθετημένο δίσκο της χρονιάς. Όλος ο δίσκος
ΕΔΩ.
Father John Misty – I Love you Honeybear
Οι ιστορίες των ανθρώπων έχουν πάντα τα καλά και τα κακά τους. Μπορεί να σε μπερδέψουν αλλά μπορεί και να σε κάνουν να κατανοήσεις το σήμερα. Κάπως έτσι και με τον Joshua Tillman, που έπαιζε drumms στους Fleet Foxes αλλά τους άφησε οριστικά για να κάνει solo καριέρα, αν και νωρίτερα κυκλοφορούσε αξιολογότατες δουλειές με το όνομα του. Τώρα θα ρωτήσεις, τι να καταλάβω από έναν άνθρωπο που λίγο πριν το 2012, οπότε και κυκλοφόρησε το Fear Fun, πήδηξε σε ένα βανάκι με λίγα εφόδια και εγκατέλειψε για πάντα το Seatle, για να πάει στα τελείως δυτικά των ΗΠΑ; Ίσως και τίποτα ίσως και πολλά. Εμείς ξέρουμε πως τότε γεννήθηκε ο Father John Misty και μας έδωσε τον πρώτο πανέμορφο folk-ψυχεδελικό δίσκο με το νέο αυτό project. Δεν θα μπορέσω ποτέ να αναλύσω την πολυπλοκότητα ενός ανθρώπου σαν τον Αμερικανό. Σίγουρα όμως μπορώ να πω, πως το I Love you Honeybear είναι γεμάτο σαρκασμούς, ψέματα, αλήθειες και υπερβολές. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν παράφορα ερωτευμένος, αυτό καταλαβαίνει κανείς ανοίγοντας ένα βινύλιο που το εσωτερικό του είναι γεμάτο φωτογραφίες με την κοπέλα του (;) σε διάφορες ημίγυμνες στάσεις και φάσεις. Κι όμως, όσο περισσότερο πρόσεχα τα φωνητικά, τόσο καταλάβαινα πως πρόκειται για έναν σκληρό εγωιστή, για έναν άνθρωπο τόσο μισογύνη που άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί τόσες εικόνες που έδειχναν στοργή και αγάπη; Μπερδεύτηκα.
Δυσαρέσκεια, παράπονα, τσακωμοί, σκληρά υπονοούμενα και τελικά τι μένει από την αγάπη; Θεραπεύεται ο Καλλιτέχνης; Αμφιβάλω. Ο δίσκος αυτός είναι μια ύπουλα εθιστική παγίδα μυαλού. Χωρίς να το καταλάβεις, σε βάζει να προβληματιστείς για θέματα που άλλοι διστάζουν να το κάνουν. Και δεν εννοούμε μόνο τις σχέσεις και την αγάπη. Στο Bored in the USA για παράδειγμα, αναρωτιέται ειρωνικά αν πραγματικά έχει πάρει αυτό που ήθελε από την Αμερικάνικη καταναλωτική κουλτούρα, που υπάρχει παντού γύρω. Ο δίσκος γράφτηκε με στίχους που τονίζουν σε κάθε ευκαιρία το δυστύχημα του να επισκιάζεται το κάθε τι στη ζωή του, όπως και ο έρωτας δηλαδή, από τη μαύρη τρύπα του πολιτισμού στον οποίο ζει. Ο Tillman, είτε ηθελημένα είτε όχι, μας βάζει στη διαδικασία να σκεφτούμε πολύ ακούγοντας τον δίσκο του. Οι αντιφάσεις, τα ψέματα, η σκληρή σε στιγμές και κυνική κριτική του για την καθημερινότητα και τη σύγχρονη ζωή, δεν είναι τελικά αυτό στο οποίο θα πρέπει να επικεντρωθούμε. Καθένας από εμάς έχει να αντιμετωπίσει παρόμοια προβλήματα στη ζωή του άλλωστε. Ο Father John Misty, στον δεύτερο αυτό τον δίσκο, νιώθει τόσο άνετα για όλες του τις αδυναμίες και στην τελική, δεν τον ενδιαφέρει καν να τις διορθώσει, απλώς τις θίγει. Αν αυτό δεν είναι προνόμιο, τότε τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Άλλωστε, η σοβαρότητα είναι μερικές φορές η συντομότερη οδός για τη γελοιοποίηση. Από τις ελάχιστες λοιπόν φορές που δε μιλήσαμε καθόλου για τη μουσική ενός δίσκου και τον λόγο που τον τοποθετούμε στην 20αδα. Ναι, αυτό ακριβώς. Στη θέση 8 για την στραβωμάρα που μας προξένησε ο κατά τα άλλα μουσικά καλύτερος folk δίσκος της χρονιάς. Όλος ο δίσκος
ΕΔΩ.
C Duncan – Architect
Το βραβείο του δίσκου με τα περισσότερα on air tracks, απονέμεται στον Christopher Duncan. Αν μάλιστα σκεφτεί κανείς πως είναι και ντεμπούτο, τότε σίγουρα το βραβείο έχει άλλη σημασία. Ο Christopher είναι ένας multi-instruemntalist Σκωτσέζος, που σημαίνει πως μπορεί να παίξει όποιο όργανο και αν διαλέξει. Παρόλα αυτά και αντί να θελήσει να γράψει βατή μουσική σε συγκεκριμένα είδη, αποφάσισε να μπλεχτεί με την indie. Και μιλάμε για πραγματικό μπλέξιμο, καθώς η indie κατηγορία, είναι ένα τόσο ανταγωνιστικό πεδίο που για να ξεχωρίσεις, θα πρέπει να είσαι μεγάλο ταλέντο και ιδιαίτερος σε αυτό που κάνεις. Οι μελωδίες λοιπόν του Chris, είναι αυτό το κάτι άλλο που χρειάζεται στην indie σκηνή για να είναι αναγνωρίσιμος ο ήχος σου. Και δεν είναι διόλου άστοχος ο τίτλος Architect του δίσκου. Από το σκοτεινό Say που πρωτομετέδωσε ο Republic 100.3, μέχρι και το γλυκύτατο 'I'll Be Gone By Winter, ο Duncan συνδυάζει αρμονίες, κρουστά και όργανα σε πολλά επίπεδα χτίζοντας σιγά σιγά ένα έργο με απίστευτη λεπτότητα. Μετά από αρκετές ακροάσεις, οι μουσική του Architect μου θύμισε τους Air στο Moon Safari χωρίς να πρέπει να θεωρηθεί αυτό σύγκριση ή προσπάθεια παραλληλισμού, παρά μόνο αναγνώριση του επιπέδου της λεπτομέρειας στην παραγωγή του. Εντυπωσιακό είναι δε, πως η πλειοψηφία των ήχων παράγεται από ζεστά synthesizers, φωνητικά, ακόμα και σφυρίγματα, ενώ οι κιθάρες είναι ελάχιστες. Παρόλη την σχολαστική χρήση οργάνων, το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει ενίοτε με ενός είδος ορχήστρα που διευθύνει ο ίδιος ο καλλιτέχνης.
Συνδυασμός κλασικού με dream pop λοιπόν και ένα άλμπουμ που μιλά για χειμώνες και πεσμένα φύλλα, αν και τα χορωδιακά του φωνητικά ακούγονται υπέροχα σε όλες τις εποχές. Ο πρώτος δίσκος του Σκωτσέζου, παραδίδει μαθήματα μοντέρνας γραφής μουσικής με λίγα και καλά εφόδια. Απόφοιτος του Royal Conservatoire της Σκωτίας και γιος δύο κλασικών μουσικά γονέων, ήταν σχεδόν σίγουρο πως θα ακολουθούσε τον ίδιο δρόμο. Ναι, τον ακολούθησε, ανοίγοντας όμως και τους δικούς χωματόδρομους που ελπίζουμε πως σε επόμενες κυκλοφορίες του, θα γίνουν ασφάλτινοι και θα πάρουν το όνομα του. Στη θέση 18 για τον πιο διαφορετικά εντυπωσιακό indie pop δίσκο της χρονιάς. Όλος ο δίσκος
ΕΔΩ.
BadBadNotGood & Ghostface Killah – Sour Soul
Είναι μερικοί δίσκοι που από μακριά φωνάζουν Instant Classic. Οι Badbadnotgood από το Τορόντο του Καναδά, υπάρχουν εδώ και 2 χρόνια σε όλα τα μεγάλα μουσικά σαλόνια, λόγω αυτού του ιδιαίτερου συνδυασμού hip hop και ρετρό jazz στη μουσική τους. Η επιτυχία τους βασίστηκε και σε διάφορες εύστοχες διασκευές που έκαναν σε hip hop και ηλεκτρονικά κομμάτια και όχι σε pop ή ροκ όπως θα περίμενε κανείς. Αν τους ενώσουμε με τον rap θρύλο Ghostface Killah, τότε ο συνδυασμός είναι πραγματικά φαρμακερός. Είναι ελάχιστες έως ανύπαρκτες οι στιγμές που θα νιώσει κανείς πως κουράστηκε ακούγοντας αδιάκοπα το Sour Soul. Αυτό δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός. Πρώτον, η μουσική που παίζει στο background, ποτέ δεν υπερπηδά τον MC Ghostface, ποτέ δε τον υποδαυλίζει. Δεύτερο και σημαντικότερο, είναι ζωντανή, δεν βγαίνει από ένα πικάπ με ηχογραφημένες λούπες και samples. Αυτή είναι η μαγική ένωση για ένα άλμπουμ που τελικά δεν είναι καθαρά hip hop, αλλά ούτε και jazzy. Ίσως η καταλληλότερη ονομασία του να είναι soulful, αφού η απαγγελία του Αμερικανού δεν μοιάζει απλά να υπάρχει για να υπάρχει, συμμετέχει ως κανονικός ερμηνευτής. Τα instrumental κομμάτια, είναι 6 λεπτά από τα συνολικά 33 του άλμπουμ και αποτελούν σύντομα soul – jazz αριστουργήματα, με το last but no least Experience να κρατάει τα σκήπτρα του πιο όμορφα γραμμένου τραγουδιού του δίσκου.
Μην περιμένετε να ακούσετε στοχαστικούς στίχους και προβληματισμούς. Εδώ σκοπός ήταν να τονιστεί η δύναμη της φωνής του Ghostface και το ταλέντο της jazz τριάδας. Στα δυο καλύτερα κομμάτια του δίσκου, τα Six Degrees και Gunshowers ο Αμερικανός συνοδεύεται από δυο διαφορετικούς MCs, κι όμως, δείχνει να το απολαμβάνει. Άλλη μια ένδειξη πως εδώ δεν υπάρχουν συναγωνισμοί. Όλοι απολαμβάνουν το ίδιο αυτή τη συνεργασία και τη βλέπουν όπως ακριβώς είναι. Μια ευκαιρία για χαλάρωση και δοκιμή. Και τους βγήκε περίφημα αυτή η δοκιμή. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα αυτής της κυκλοφορίας είναι η ισορροπίες που κρατήθηκαν μεταξύ των Καναδών και του rapper. Στη θέση 5 για το πιο δίκαια κατανεμημένο μουσικά έργο και για την ομορφότερη συνεργασία της χρονιάς. Όλος ο δίσκος
ΕΔΩ.
Nadine Shah – Fast Food
Tη γνωρίσαμε το 2013 μέσα από έναν πρώτο δίσκο που είχε σκότος, κατάθλιψη και πολλά δάκρυα και πόνο. Παρόλα αυτά, υπήρξε αριστουργηματικός και ελκυστικός γιατί κατάφερνε να σε κάνει να αναρωτηθείς ξανά και ξανά τι είδους ταξίδι έχει κάνει η ψυχή αυτής της καλλιτέχνιδας για να φτάσει σε σημείο να μετατρέπει την εσωτερική συντριβή της σε τόσο μεταδοτικές νότες. Από πατέρα Πακιστανό και μητέρα από τη Νορβηγία, είναι σίγουρο πως δυο πολιτισμοί συγκρούονται για να δημιουργήσουν ένα Big Bang καλλιτεχνίας. Το 2015 επέστρεψε με ένα άλμπουμ το οποίο δεν ανέβασε απλώς ψηλά τον πήχη αλλά στένεψε και τα περιθώρια κριτικής αφού η καλλιτέχνιδα εισήλθε σε εδάφη που ίσως ήταν άγνωστα για εκείνη. Όχι πως δεν ευθύνεται για αυτό ο μεγάλος Ben Hiller που έκανε την παραγωγή αλλά μάλλον παρασύρθηκαν μαζί στην επιμονή της να αλλάξει τον ήχο της. Συνολικά το Fast Food, είναι ένα άλμπουμ που δεν βασίζεται πλέον στο πιάνο αλλά στην κιθάρα, τη σκληράδα και ενός είδους post punk που φτάνει μέχρι τα όρια του gothic rock. Οι συγκρίσεις με τον Nick Cave, όπως και το 2013, δεν πρόκειται να σταματήσουν αφού υπάρχει ακόμα και στίχος στον οποίο η Nadine δείχνει την αφοσίωση της αν και αστειευόμενη με τον αγαπημένο της τραγουδοποιό. Η Nadine παρέδωσε τελικά έναν δίσκο κάτι περισσότερο από ένα άνοιγμα καρδιάς όπως το 2013.
Στα νοήματα του δίσκου, φανερά ασχολείται με την αφήγηση μερικών σύντομων ερωτικών περιπετειών, με την τοξική αγάπη και την απελπισία που της προκαλούν αυτές οι καταστάσεις. Σε στιγμές, η Shah συλλαμβάνεται να θυμάται λεπτομέρειες από περιστατικά και σκηνές που θα μας αφήσουν άναυδους. Τα δυο μεγάλα κομμάτια του LP είναι αδιαμφισβήτητα τα Fool και Stealing Cars. Δεν θα μπορούσαμε με τίποτα να τα κατατάξουμε στην pop κατηγορία αφού σε καμία περίπτωση δεν είναι αμιγώς ραδιοφωνικά ούτε και κομμάτια που θα άκουγες χωρίς περίσκεψη και ανάλογο mood. Το Stealing Cars, μοιάζει πολύ με τις μουσικές του 90' και κινείται σε δυο τονικότητες εναλλάξ, για να δημιουργήσει μια επική ατμόσφαιρα χωρίς πολλά τύμπανα αλλά με τις χαρακτηριστικές λεπτές ηλεκτρικές κιθάρες (που ακούγονται σε όλο το LP), να συνοδεύουν στο βάθος την πανέμορφη φωνή της Βρετανίδας. Το Fool, είναι το κομμάτι χρυσάφι του άλμπουμ και ο Republic 100,3 fm το τιμά δεόντως τότε. Στους στίχους του περιέχει την απογοήτευση της δημιουργού για έναν έρωτα που πλέον έχει τελειώσει. Παρά το δράμα και τα μύρια όσα θα πει στον πρώην αγαπημένο, ο στίχος You, my sweet, are a fool δίνει μια ακτινογραφία της ψυχής της που είναι γεμάτη υπομονή και συγχώρεση. Το Fast Food δεν θα πλατειάσει όπως η πρώτος της δίσκος αλλά δε θα μας λυπηθεί και καθόλου. Θα είναι σκληρό όσο το θέλει εκείνη, θα είναι συγκεκριμένο και κυνικό όσο ο πόνος αντέχεται από την ίδια.
Ο ρομαντισμός της Nadine είναι εδώ αλλά με τη μορφή ενός μεταδοτικού στρες που ναι μεν θα μας χαλάσει το στομάχι ακούγοντας την, θα ξέρουμε όμως που οφείλεται και πως θεραπεύεται. Στη θέση 9 για την πιο μετρημένη και ειλικρινή νέα καλλιτέχνιδα της χρονιάς. Όλος ο δίσκος
ΕΔΩ.
The Amazing – Picture You
Επιτέλους, ένας indie δίσκος που δεν ψάχνεις με τη καραμπίνα για καλές μουσικές ιδέες εντός του. Οι Σουηδοί The Amazing, επέστρεψαν στη δισκογραφία μετά από 4 χρόνια με τον τέταρτο δίσκο τους. Με δημιουργό και frontman τον Christoffer Gunrup και κιθαρίστα τον Reine Fiske των επίσης Σουηδών Dungen, που κυκλοφόρησαν νέα δουλειά πριν μερικούς μήνες, οι Amazing γράφουν προοδευτική rock και μερικές φορές τείνουν και προς την pop ψυχεδέλεια. Μόνο δυο κομμάτια του δίσκου πέφτουν κάτω από τα 5 λεπτά σε διάρκεια και αυτό δείχνει τη ξεκάθαρη διάθεση του γκρουπ, να δημιουργήσει κάτι χωρίς βιασύνη και προχειρότητα. Η περιπετειώδης εξέλιξη της μουσικής τους, η προοδευτική διάθεση αλλά και η 60's αισθητική του ήχου τους, βρίσκεται σε κάθε ξεχωριστά κομμάτι του δίσκου και αυτό είναι εκπληκτικό. Δέκα διαφορετικές γραφές, δέκα διαφορετικές ιστορίες, κατασκευασμένες όμως από τον ίδιο πηλό και με την ίδια προσοχή. Το αγαπημένο μας κομμάτι Fryshusfunk, περιέχει όλα αυτά μαζί.
Ξεκινά πολύ απλά και χαλαρωτικά αλλά αν σε παγιδέψει, δεν βγαίνεις με τίποτα από μέσα του. Όσο λιτά ξεκίνησε, τόσο σύνθετα θα εξελιχθεί και θα τελειώσει μέσα σε έναν χαμό από κιθάρες και synthesizers. Δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα άλλο κομμάτι του δίσκου.
Ανάμεσα στα άλλα, τα Circles και Safe Island μπορεί να είναι χαλαρωτικά και να μοιάζουν ambient στο στυλ, έχουν όμως τη στόφα μεγάλης μουσικής. Το συναίσθημα ευφορίας δεν δημιουργείται εύκολα, εκτός αν η μουσική που στο προκαλεί κουβαλάει την ποιότητα αυτών των κομματιών. Μη κάνετε το λάθος να ακούσετε το Picture You σε ηχεία υπολογιστή ή laptop, θα αδικήσετε το άλμπουμ και τους εαυτούς σας που δεν θα ακούσουν αυτή την πανδαισία ήχων και πάνω από όλα δε θα αισθανθούν. Μετά από αρκετές ακροάσεις, άλλο ένα από τα συμπεράσματα για αυτόν τον πραγματικά καλό δίσκο, είναι πως δε θα πρέπει μάταια να περιμένετε για ένα καλό ρεφρέν. Το Picture You δεν λειτουργεί έτσι και αν έχετε ακούσει αρκετούς Fleetwood mac, θα προσαρμοστείτε ευκολότερα. Κομμάτια όπως το Tell them you Can't Leave, είναι οι εξαιρέσεις στον κανόνα που τέθηκε εδώ. Κακά τα ψέματα, οι Amazing δεν ξεκίνησαν χθες. Απαρτίζονται δε, από μουσικούς που ανήκουν χρόνια σε άλλες μπάντες και γράφουν σε πολλά και διάφορα είδη. Αυτό και μόνο το γεγονός, δεν αφήνει αμφιβολίες για το ότι η νέα τους δουλειά ήρθε καλοσχηματισμένη και έτοιμη για ακροατές με απαιτήσεις.
Για όσους ξέρουν να ακούν έναν δίσκο με υπομονή και όχι βιαστικά κριτική διάθεση, το Picture You θα αποδειχθεί γενναιόδωρο και γεμάτο εκπλήξεις. Θα μείνω ερωτευμένος για καιρό ακόμα με το Winter Dress, που κλείνει τον δίσκο με τρόπο τόσο μελαγχολικό, τόσο νοσταλγικό. Στη θέση 7 για το πιο γρήγορα τοποθετημένο άλμπουμ στην 20αδα του 2015. Ήταν ήδη στα υπόψιν από τον Φεβρουάριο οπότε και κυκλοφόρησε. Όλος ο δίσκος
ΕΔΩ.
Molly Nilsson – Zenith
Η Σουηδία φαίνεται πως φέτος είχε την τιμητική της. Μια ακόμα καλλιτέχνιδα που ξεχώρισε στα δικά μας αυτιά, είναι και η αυτοδημιούργητη Molly Nilsson, που ξεκίνησε εντελώς μόνη της το 2008, με το These things Take Time. Σήμερα, συνεχίζει κάπως έτσι, αλλά με υψηλά πάντα standards και αισθητική. Και ναι, αυτά τα πράγματα θέλουν χρόνο, για να μπορείς το 2015 να γράφεις κομμάτια όπως το 1995 και το Happyness, που ναι μεν κρατούν μέσα τους την αισθητική 7 ετών προσπάθειας και δισκογραφίας, να είναι εσύ, αλλά ταυτόχρονα να μπορούν να γίνονται ελκυστικά και σε ανθρώπους που σε ακούν για πρώτη φορά. Αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό του Zenith, του 6ου LP της, δηλαδή ένα άνοιγμα του ήχου της και προς τα έξω. Παρά τις επιρροές από τη synth pop του παρελθόντος και του σήμερα, η ιδιοσυγκρασία της παραμένει η ίδια, απλά γίνεται πιο επεκτατική ξεφεύγοντας από το βασικό της κοινό. Ηθελημένα ή όχι, η Molly έγραψε κομμάτια όπως τα Lovers are Losers και 1995, που μπορούν άνετα να γίνουν ραδιοφωνικές επιτυχίες. Ακόμα και το κλείσιμο του δίσκου της, γίνεται με ένα κομμάτι που αφήνει πίσω τη μελωδία του για καιρό. Η μεγαλοπρεπής μπαλάντα του Tomorrow, κλείνει τον δίσκο σε αντίθεση με τις συνηθισμένες πρακτικές, όταν στο τέλος ενός άλμπουμ βρίσκαμε κομμάτια με ιδιαίτερη σημασία για τους δημιουργούς. Άλλη μια ένδειξη για το πόσο έχει χαλαρώσει η καλλιτέχνιδα.
Στο τεχνικό κομμάτι, παράπονα και απαιτήσεις από έναν ουσιαστικά DIY δίσκο, δεν θα πρέπει να έχουμε. Η φυσικότητα της θα είναι πάντα αυτό το κάτι που μας κάνει να την αγαπάμε, την ίδια και τις μουσικές της. Είναι και στο Zenith ο εαυτός της, δεν αλλάζει την ελαφρώς μελαγχολική της φωνή και τους στίχους, πράγματα που ίσως να ήταν καταστροφικό αν το επιχειρούσε. Γνωρίζει το ταλέντο και την ικανότητα της φωνής της, να μπαίνει τόσο αρμονικά ανάμεσα στα synthesizers.
Όταν το 2008 πρωτοακούσαμε το Hey Moon!, με τα τότε πρώτα της πατήματα στα πλήκτρα, καταλάβαμε ακριβώς αυτό το μαγικό ταίριασμα. Και το κρατά μέχρι σήμερα, χωρίς να έχει παλιώσει καθόλου. Βαθιά μελαγχολικός, αλλά και με στιγμές (μπόλικες εδώ) χαρούμενες, το Zenith είναι ο τόπος όπου συναντιούνται όλα αυτά μαζί. Η Nilsson έφτιαξε ένα άλμπουμ που αν είχε κυκλοφορήσει στις αρχές τις δεκαετίας του 80', τότε όλοι θα μιλούσαν για μια ιδιοφυΐα. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι ούτε στο 2015 μακριά από αυτό. Στη θέση 15 για το synth pop άλμπουμ με την περισσότερη προσωπική δουλειά και τη λιγότερη ανάγκη για ανάλυση της επιτυχίας του. Η Molly Nilsson θα βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη την Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016. Κομμάτια του δίσκου
ΕΔΩ.
Jonathan Jeremiah – Oh Desire
Αν αναζητούσατε τον επόμενο δίσκο των Fleet Foxes, τον νέο Ben Howard ή έστω κάποιον να του μοιάζει, είστε στον κατάλληλο δίσκο. Αν κατα βάθος πάλι πιστεύατε πως η μουσική δε μπορεί να περιγραφεί με λόγια, πιστεύουμε το ίδιο. Ειδικά οι μουσικές που σε κάνουν να εκστασιάζεσαι, είναι πολύ δύσκολο να τις αναλύσεις πάνω σε χαρτί. Δυσκολευτήκαμε αρκετά με τον δίσκο του Jonathan, όχι επειδή ήταν αριστούργημα, αλλά επειδή θα έπρεπε να βρούμε τα κατάλληλα επιχειρήματα και τους λόγους που μας άρεσε τόσο. Τελικά δεν τους βρήκαμε, απλά μας άρεσε πολύ ένας δίσκος που πέρασε στα αζήτητα του 2015 και θεωρήσαμε χρέος μας να τον μνημονεύσουμε, από την καθαρά υποκειμενική, δική μας οπτική γωνία. Το 2010, ο Jonathan κυκλοφόρησε τον τέλειο ραδιοφωνικό soul-folk δίσκο A Solitary Man. Δυο χρόνια αργότερα, το 2012 ο Βρετανός αναζήτησε λίγη περισσότερη προβολή με τον Gold Dust και τη συνεργασία του με την London Metropolitan Orchestra. Φέτος τον Μάρτιο, αναρωτιόμασταν τι μας επιφυλάσσει η νέα του δουλειά, ξέροντας πως ετοίμαζε live ηχογραφήσεις και χρήση αναλογικής ταινίας για αυτό το σκοπό.
Ο Βαρύτονος Jonathan εν ολίγοις, ήρθε με μελωδίες γλυκύτατες, ακουστικές κιθάρες που σκίζουν τα αυτιά, soulfull-retro ατμόσφαιρα και ορχηστρικές μουσικές που προκαλούν συγκίνηση. Μπορεί όλα να μοιάζουν ασφαλή σε αυτόν τον δίσκο, εννοούμε από πλευράς ρίσκου και επικινδυνότητας, αλλά επιτέλους ας απολαύσουμε και μια κυκλοφορία όπως τη φαντάστηκε ο ίδιος ο καλλιτέχνης και όχι σύμφωνα με τις προσδοκίες μας. Ας ακούσουμε τι μας προτείνει και ας αποφασίσουμε αν μας αρέσει ή όχι. Ο Jonathan, πέτυχε να δημιουργήσει μια σπουδαία ψευδαίσθηση (όχι με την έννοια της απάτης). Τα τραγούδια του, μοιάζουν να γράφτηκαν και να ηχογραφήθηκαν πίσω στα 60's, κάτι που πρώτη φορά συναντάμε στη δισκογραφία του. Αν θελήσουμε να μιλήσουμε για τους λόγους που αυτό το άλμπουμ μπήκε (πανάξια) στην 20αδα του Republic, οι δυο κυριότεροι είναι το απίστευτης σύνθεσης Rosario και το Walking on Air. Rosario, ίσως το ομορφότερο soul-folk κομμάτι της χρονιάς χωρίς συναγωνιστή. Διαθέτει όλα όσα λείπουν από τη δισκογραφία το τελευταίο διάστημα, δηλαδή πηγαία έμπνευση, ορχηστρική πανδαισία και αυτή τη μαγική ανεξήγητη απλότητα που ποτέ δε θα σε αφήσει να εξηγήσεις την τελειότητα του. Ρομαντισμός, ωριμότητα, μουσική άποψη. Τι άλλο να ζητήσει κάποιος από έναν δίσκο ; Φτάνουν και περισσεύουν. Στη θέση 19 για την καλύτερη soul κυκλοφορία της χρονιάς, με διαφορά. Όλος ο δίσκος
ΕΔΩ.
The Wheelers of Oz – Revivalised
Είσαι μόλις 21 ετών, από το Perth της Αυστραλίας. Γράφεις τον surf δίσκο της χρονιάς. Τα κομμάτια σου, όπου και αν ακουστούν προκαλούν ερωτήσεις του τύπου: τι ήταν αυτό που έπαιξε ρε παιδιά;. Είσαι πολύ cool, δεν έχεις καταλάβει τι προκάλεσες φέτος στον πλανήτη με τη μουσική σου. Ο Sam Eastcott και ο Alex Halsey έγραψαν τα τραγούδια αυτού του υπερ-άλμπουμ σε psychedelic garage rock ύφος αλλά ως μπάντα, έχουν μια ιδιάζουσα αίσθηση συλλογικότητας σε ότι κάνουν. Η μουσική τους, όπως και ο τρόπος που γράφουν δηλαδή, διακρίνεται από μια πολυσυλλεκτικότητα με είδη όπως η cinematic, η shoegaze, η garage και τέλος πάντων, ονομάστε την όπως εσείς την ακούσετε. Το σημαντικό χαρακτηριστικό τους και ίσως αυτό που ευθύνεται για το τόσο επιτυχημένο ντεμπούτο τους, είναι η φυσικότητα και το γεγονός πως είναι ο εαυτός τους. Σε σχετική ερώτηση μας, στη συνέντευξη που μας παραχώρησαν, απαντούν πως ότι κι αν παίζουν, είναι κάτι δικό τους τελικά. Είναι τόσο εμφανές πως απολαμβάνουν τη μουσική τους, είναι τόσο ελεύθεροι στο παίξιμο τους.
Το Mise En Scene είναι το instrumental άνοιγμα του Revivalised και ένας όρος που χρησιμοποιείται στο σινεμά και το θέατρο για το στήσιμο των visual θεμάτων. Οι Wheelers of Oz ήθελαν να συμπεριλάβουν όλους τους ήχους που θα ακούσει ο ακροατής κατά τη διάρκεια του άλμπουμ, σε ένα και μόνο κομμάτι που θα έθετε το σκηνικό για αυτό που θα ακολουθήσει. Το κομμάτι, ίσως το καλύτερο του δίσκου μαζί με το Kidinabin που ο Republic τιμά δεόντως, μπαίνει με μελωδικές κιθάρες, sci-fi ήχους και χτίζει ένα δραματικό σκηνικό που σε τεντώνει για την συναρπαστική συνέχεια. Στο Kidinabin οι Αυστραλοί δίνουν τα ρέστα τους, με ένα κομμάτι που άνετα θα υποθέταμε πως έχει κάνει παραγωγή ο Anton Newcomb, κορυφώνουν την ένταση του album από το τρίτο κι΄ όλας κομμάτι. Άλλοτε Wah wah κιθάρες, άλλοτε γρατζουνιές με echo, sarfisa σαν χαλί πίσω από τις μελωδίες, ντέφι να δίνει ρυθμό και οι απόκοσμες φωνές τους εδώ κι' εκεί σε 6 λεπτά surf έκστασης. To κλείσιμο του δίσκου, μαζεύει όλα τα δυνατά στοιχεία του και συνοψίζει με τρόπο αριστοτεχνικό. Ο όλο και αυξανόμενος ρυθμός, σα να μας κλείνει το μάτι για τη συνέχεια στο επόμενο LP. Οι Wheelers of Oz, καταφέρνουν το απίστευτο μέσα σε 8 κομμάτια και 33 λεπτά. Μπαίνουν στην τράπεζα, ληστεύουν τους πάντες, αδειάζουν το χρηματοκιβώτιο και στο τέλος φεύγουν και φιλαράκια με τους μπάτσους. Μπράβο στους πιτσιρικάδες που για πλάκα έγραψαν τον καλύτερο ψυχεδελικό surf rock δίσκο του 2015. Στη θέση 2 για τη ληστεία στα αυτιά μας, γιατί επιτέλους μια μπάντα απάντησε θετικά στο ερώτημα: Γίνονται θαύματα ακόμα;. Όλος ο δίσκος
ΕΔΩ.
Benjamin Clementine – At Least for Now
Στο εξώφυλλο του At Least for Now, o Benjamin στέκεται με πλάτη προς τα εμάς, φορά τη συνηθισμένη του καμπαρντίνα και μοιάζει να απομακρύνεται περνώντας μια κόκκινη πόρτα κρατώντας ένα πράσινο μήλο. Ο τραγουδοποιός, φεύγει γεμάτος ντροπή με τον απαγορευμένο καρπό στο χέρι (;) Συμβολική εικόνα για τον πρώτο δίσκο του Βρετανού που ζούσε άσημος, παίζοντας μουσική στο μετρό του Παρισιού, αφού εγκατέλειψε το Λονδίνο και έπειτα έφτασε να κλέψει τα βλέμματα και τις καρδιές αναρίθμητων ανθρώπων με τη φωνή του. Η συστολή αυτού του καλλιτέχνη, είναι η πιο γοητευτική του πλευρά και αυτό το νιώσαμε από τη πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας μαζί του. Αφαιρετικός μέχρις σημείου να αναρωτιέται κανείς, ποιος άνθρωπος που επικοινωνεί τη μουσική του, δεν αναζητά την προβολή; Κανείς λέμε εμείς, απλώς ο Benjamine είναι διαφορετικός. Στο At Least for Now, διηγείται τη ζωή του και παρότι μιλά στον ενικό, σε καμία στιγμή δεν θα νιώσεις εγωιστική την περιγραφή. Μια ολόκληρη ζωή όμως, που καθηλώνει και για την οποία είχαμε μιλήσει αναλυτικά
ΕΔΩ, όταν είχε έρθει σε κυκλοφορία το δεύτερο του EP, Glorious You.
Στο μουσικό όμως κομμάτι τώρα και μακριά από συναισθηματισμούς. Το άλμπουμ του Βρετανού το περιμέναμε με ανυπομονησία για δυο λόγους. Για την φωνή του, που είναι η καταλληλότερη για μεταφορά συναισθημάτων όπως αυτή του Anthony Hegarty, αλλά και επειδή τα δυο πρώτα δείγματα των EP που έκαναν τις συστάσεις μαζί του, ήταν τόσο θεατρικά. Ο τρόπος που παίζει πιάνο και ερμηνεύει τα τραγούδια του, είναι τόσο ισχυρός και επιβλητικός, μια ξεκάθαρη απόδειξη του αυτοδίδακτου, του αυτοδημιούργητου. Στο Winston Churchill's Boy, ξεκινά μελοδραματικά και περιγράφει την αποξένωση από φίλους και γνωστούς λίγο πριν εγκαταλείψει την περιοχή Edmonton του Λονδίνου. Ο Benjamine σε όλη τη διάρκεια του δίσκου, περνά στίχους ανάμεσα από τα πλήκτρα του πιάνου με έναν ασύγχρονο τρόπο τραγουδίσματος και είναι αυτός ακριβώς ο τρόπος που ανάγκασε όσους το διαπίστωσαν, να τον συγκρίνουν με την τεχνοτροπία της Nina Simone.
Ο Βρετανός, δεν αρκείται μόνο στο πιάνο και στο μεγάλο ατού της φωνής του, είναι και άκρως ευρηματικός. Στο Nemesis για παράδειγμα, μικρά κρουστά συμπληρώνουν το ξεκίνημα πριν την εισαγωγή του ορχηστρικού σημείου, όπως και στο αγαπημένο μας London που από ένα demo με πιάνο στο πρώτο EP το 2013, έγινε ένα αριστουργηματικό σύγχρονο soul κομμάτι. Με την προσθήκη του κατάλληλου beat, το τραγούδι κατατάσσεται πλέον σε άλλη κατηγορία. Οι επιρροές Yann Tiersen στο Condolence του 2014, είναι ολοφάνερες αλλά το κομμάτι στο LP διαφοροποιείται με δεύτερες φωνές και έναν όλο και αυξανόμενο ρυθμό και δύναμη προς το τελείωμα του, που απλά το μεταμορφώνουν. Ο ακρογωνιαίος λίθος (όνομα και πράγμα), από όπου και ξεκίνησαν όλα το 2013, είναι το Cornerstone. Ο καλλιτέχνης επαναλαμβάνει τη λέξη Home με τρόπο που προκαλεί κύμα συναισθημάτων. Οι δύσκολες στιγμές και το βλέμμα σε αυτές πίσω στο παρελθόν του, με αναγνώριση των λαθών και ευθυνών του. Το At Least for Now, είναι η λαϊκίστικη ποίηση που συγκινεί, είναι οι φωνητικές υπερβολές και η κατάθεση ψυχής. Τουλάχιστον για τώρα, ο Clementine παρέδωσε τον καλύτερο αυτοβιογραφικό, ποιητικό και κλασικό δίσκο του 2015. Στη θέση 6 για όλα τα παραπάνω, το Mercury Prize και την ξυπόλυτη φύση του. Όλος ο δίσκος
ΕΔΩ.
Ghostpoet – Shedding Skin
Ο κατά κόσμον Obaro Ejimiwe στις προηγούμενες δυο δουλειές του, δεν είχε τον ήχο του Shedding Skin. Η νέα του δουλειά, θέτει το πλαίσιο για τη δημιουργία μπάντας και απομακρύνει τον Βρετανό από τον ρόλο του solo καλλιτέχνη. Αν και εδώ η σύνδεση με τα παλιά δεν απουσιάζει, καθώς ο δίσκος ανοίγει με ότι πιο κοντινό στις προηγούμενες μουσικές συνήθειες. Το Off Peak Dreams μπορεί να σε μυήσει στα δεδομένα, παλιά και καινούργια με trip hop ρυθμούς, ηλεκτρονικά στοιχεία και synthesizers και τον Ghostpoet στον ρόλο του, περισσότερο να απαγγέλλει παρά να τραγουδά. Δεν ξέρω αν χρειάστηκε τη συνοδεία ή τη βοήθεια της Nadine Shah, του Paul Smith, της Melanie De Biasio ή της Lucy Rose για τη δημιουργία κομματιών με προσωπικότητα, τραγούδια όμως όπως τα X Marks the Spot και Be Right Back, Moving House, δείχνουν πως οι μπαλάντες και οι αργοί ρυθμοί του ταιριάζουν τέλεια. Επίσης, οι στίχοι πλέον δεν μοιάζουν με λογοπαίγνια όπως παλιότερα. Παρά τις επαναλαμβανόμενες συλλαβές συχνά μέσα στο δίσκο, η αφήγηση μοιάζει περισσότερο με ποιήματα και μονολόγους. Φυσικά και το προτιμούμε.
Με σιγουριά, ο Ghostpoet κάνει το βήμα παρακάτω με ένα δίσκο που όχι μόνο αλλάζει τα δεδομένα του μέχρι σήμερα ήχου του, αλλά μοιάζει να επανεφευρίσκει τον καλλιτεχνικό του εαυτό. Θα προτιμούσαμε βέβαια να τον δούμε και να τον ακούσουμε να επαναστατεί ηχητικά παρά να αλλάζει πορεία στην ίδια θάλασσα. Οι αδυναμίες και τα κοίλα σημεία που ο δίσκος παρουσιάζει σε σημεία που ο ρυθμός απουσιάζει, δεν επηρεάζουν τη συνολική εικόνα. Το Shedding Skin είναι ένα LP που πολύ εύκολα θα αγαπήσει κανείς, με βάσεις κομμάτια όπως τα Off Peak Dreams, Be Right Back, Moving House και That Ring Down the Drain Kind of Feeling. Ο τρίτος δίσκος του Βρετανού, είναι ένα δείγμα από τις δυνατότητες του. Αν μη τι άλλο, είμαστε μάρτυρες του μεταίχμιου, της χρονιάς κλειδί για εκείνον. Της χρονιάς που ή θα μας θυμίζει πως εκεί άλλαξαν όλα ή της χρονιάς ευχάριστη παράκαμψη. Ας ελπίσουμε να συμβαίνει το πρώτο. Στη θέση 13 για τον δίσκο με τον καλύτερο και πιο αποτελεσματικό ελιγμό της χρονιάς. Όλος ο δίσκος
ΕΔΩ.
Tame Impala – Currents
Πολλή συζήτηση φέτος για αυτό, το τρίτο άλμπουμ των Αυστραλών Tame Impala. Φτάσαμε μάλιστα στο σημείο να ασχοληθούμε περισσότερο με τα κουτσομπολιά, παρά με το τι έχει να προσφέρει μουσικά. Άσχημο πολύ, να προσπαθείς να δικαιολογήσεις γιατί άλλαξες γούστο, γιατί θες να εξερευνήσεις άγνωστα (για σένα) νερά. Παρόλα αυτά, ας επιχειρηματολογήσουμε, μουσικά πάντα, για αυτή τη στροφή του Kevin Parker προς την ηλεκτρονική-ρυθμική pop. To 2010 με το Innerspeaker, η μπάντα αυτού του υπερ-ταλαντούχου μουσικού, δημιούργησε αυτές τις βρώμικες μελωδίες που φυσικά έτειναν προς τη ψυχεδέλεια. Το 2012 με το Lonerism, τον δίσκο που τους καθιέρωσε και τους έκανε γνωστούς και εκτός Αυστραλίας, ο Parker φαινόταν πως έφτιαχνε κάτι τελείως διαφορετικό. Ήδη σε συνεντεύξεις του τότε (που διαβάσαμε επί τούτου σήμερα), έλεγε πως είχε κουραστεί να πειραματίζεται με τους ήχους της κιθάρας. Κάπως έτσι, φτάσαμε στο καλοκαίρι του 2015 και στο Currents. Και τι είναι ο μουσικός που δεν θέτει νέες βάσεις πέρα από τα συνηθισμένα; Ένας ακόμα μουσικός. Ο Parker δεν είναι ένας ακόμα μουσικός και αυτό θα το έχετε διαπιστώσει όσοι ακολουθείτε και άλλα projects του, όπως οι Pond. Το Currents λοιπόν είναι δυο πράγματα. Η μαγεία της ανακάλυψης μέσω του πειραματισμού και η ζωντανή απόδειξη της μουσικής ιδιοφυΐας του Kevin.
Ο Parker ακολούθησε τη μουσική συνείδηση του και ανοίγει τον δίσκο με ότι ομορφότερο έχει γράψει ποτέ αυτή η μπάντα, το Let it Happen. Ο ίδιος, μοιάζει να γνωρίζει τις αντιδράσεις που θα προξενήσει η αλλαγή στον ήχο τους και απλά αφήνει τα πράγματα να εξελιχθούν. Μέσα σε οκτώ λεπτά, αποκαλύπτεται η πρόθεση και ο λόγος που ο Αυστραλός θεωρείται ένας από τους πιο εμπνευσμένους σύγχρονους μουσικούς του είδους. Γυρίσματα, ανατροπές, αλλαγές ρυθμού και τονικότητας, disco πανδαισία και στο βάθος αχνή μια κιθάρα. Ο δίσκος έχει πολλά διαμάντια μέσα του, τα οποία εκτιμήθηκαν όσο ο καιρός από την κυκλοφορία του περνούσε. Τα Yes i'm Changing και Cause i'm a Man σε dream pop ύφος μπαλάντας με αυτά τα τύμπανα, το μπάσο και τα synthesizer, είναι ίσως τα ατού του δίσκου που αφού σε βάλει στο κόλπο, σε βομβαρδίζει ανηλεώς με μελωδίες που με τίποτα δε θα περίμενες να ακούσεις σε δίσκο των Αυστραλών. Είναι αλήθεια πως το Currents, εμπεριέχει όλη τη σχολαστικότητα του δημιουργού του, γι' αυτό και χρειάστηκε να περάσουν 3 χρόνια από τη κυκλοφορία του Lonerism έτσι ώστε να φτάσει στο σημερινό επίπεδο με τους τόσους διαφορετικούς ήχους, τα διαφορετικά στιλ και εκδοχές των Tame impala. Κάθε κομμάτι από τα 13 συνολικά, έχει το δικό του χαρακτήρα, το αγαπάς για διαφορετικό λόγο. Ο Kevin Parker, ουσιαστικά επανέφερε στη θέση της, την ετυμολογία του όρου album, δηλαδή συλλογή διαφορετικών πραγμάτων.
Κακά τα ψέματα, η pop ούτε εύκολα γράφεται, ούτε εύκολα κρατιέσαι για καιρό στην κορυφή μαζί της. Αν το Currents κατάφερε κάτι, εκτός από το να απολαύσουμε έναν υπέροχο συνδυασμό ήχων και τεχνικής, είναι να μας αναγκάσει να σκεφτούμε. Προσωπικά αναγκάστηκα κυριολεκτικά, να σκεφτώ πως όλα γύρω μας είναι ψευδαίσθηση και εγκλωβισμοί σε μικρόκοσμους. Η καλή μουσική υπάρχει παντού, σε όλα τα είδη και τις εκφάνσεις της. Ναι, είναι δύσκολο να ξεκολλήσεις από αυτά που πιστεύεις-νομίζεις πως σου ταιριάζουν, όμως αξίζει η δοκιμή και μόνο του διαφορετικού. Η μουσική, θα το λέμε πάντα, πηγαίνει μπροστά όταν κινείται. Αν μη τι άλλο, το Currents είναι μια τεράστια κίνηση προς την αλλαγή και κίνηση σημαίνει ζωή. Οι Tame Impala, δεν τσακώθηκαν με το παρελθόν τους, απλώς μας ξαναέδειξαν πως αυτό ήταν αλήθεια το παρελθόν τους. Πάμε για άλλα, ενδιαφέροντα, άγνωστα, όμορφα. Στη Θέση 12 για τον πιο όμορφα θαρραλέο δίσκο της χρονιάς. Όλος ο δίσκος
ΕΔΩ.
Lower Dens – Escape From Evil
Οι Αμερικανοί από τη Βαλτιμόρη είχαν να εμφανιστούν από το 2012, οπότε και είχαν κυκλοφορήσει το Nootropics. Τότε, η έμφαση είχε δοθεί στις κιθάρες και η rock καταγωγή του album ήταν εμφανέστατη. Φέτος τον Μάρτιο, οι Lower Dens, έδωσαν σε κυκλοφορία έναν δίσκο που φέρνει στην επιφάνεια μια περισσότερο pop πλευρά τους και μια minimal αισθητική. Επιπλέον, κομμάτια όπως το To Die in L.A. και το Société Anonyme που αγαπήθηκαν ραδιοφωνικά, δείχνουν τη διάθεση τους για δημιουργία ήχων που θα μας μείνουν. Το Escape from Evil, είναι ο δίσκος που έχει την καλύτερη ακουστική από κάθε προηγούμενο τους αν και η φωνή της Jana Hunter, θα παραμένει πάντα το υπέρτατο πανέμορφο χαρακτηριστικό τους. Ο έντονος ρομαντισμός είναι επίσης ένα από τα γνωρίσματα της φετινής κυκλοφορίας τους και αυτό οφείλεται και πάλι στην Jana, στους στίχους και το τραγούδισμα της.
Το LP των Αμερικανών παρόλα αυτά, στερείται δύναμης σε στίχους. Η ασάφειες και η γενικολογίες στα νοήματα είναι ένα χαρακτηριστικό, που όμως υπερκαλύπτεται από το mood που μεταφέρει ο δίσκος. Το ποντάρισμα ήταν στη μουσική και την αίσθηση της και νομίζουμε πως πέτυχε. Στις πιο φωτεινές στιγμές του άλμπουμ, όπως στα Company και Société Anonyme, σε krautrock και καθαρά pop ρυθμό αντίστοιχα, η μπάντα δείχνει να εκφράζει πραγματικά το σήμερα της.
Ο τίτλος του 3ου LP των Lower Dens, μάλλον κρύβει όλο του το νόημα. Η Hunter ξεπέρασε μαζί με την παρέα της τον σκοτεινό της εαυτό και έγραψε τον πιο κοινωνικά και παγκόσμια μουσικά αποδεκτό δίσκο τους. Στη θέση 17 για τον πιο πηγαία αισιόδοξο δίσκο της χρονιάς, στην alternative rock κατηγορία. Όλος ο δίσκος
ΕΔΩ.
Balthazar – Thin Walls
Όταν μια μπάντα που παρακολουθείς καιρό τώρα, κυκλοφορεί μια ακόμα πιο όμορφη δουλειά, η δικαίωση και το συναίσθημα ικανοποίησης είναι ασύγκριτα. Οι Βέλγοι Balthazar, γράφουν από το 2010 ενός είδους post punk μουσική μπλεγμένη μαζί με pop. Βέβαια, χωρίς τα φωνητικά του Maarten Devoldere ίσως τίποτα να μην ήταν ίδιο για εκείνους. Στο Applause του 2010, ακούσαμε έναν αρκετά πιο σκληρό pop ήχο με μπάσα σε όμορφα σόλο, με κρουστά που ξεχώριζαν και μια γενικότερη post punk αισθητική που ήταν αυτό που μας τράβηξε περισσότερο στον ήχο τους. Αν και με λίγες χαρούμενες στιγμές στα 11 κομμάτια του, το Applause υπήρξε σηματοδότης, εμπεριέχοντας κομμάτια όπως το Blood Like Wine, που ήταν δείγμα της μετέπειτα εξέλιξης τους. Το Rats του 2012, ήταν ένα πραγματικά μαγικό φίλτρο μελωδιών. Τότε, τα The Oldest of Sisters και The Man Who Owns the Place, κράτησαν τη σημαία της νέας τους δουλειάς με τρομπέτες, βιολιά, ορχηστρικές συνθέσεις και απλές αλλά ταυτόχρονα χαρισματικές μελωδικές γραμμές. Η punk σκληράδα δεν είχε χαθεί εντελώς, απλά περιορίστηκε στις ακουστικές σχεδόν ξεκούρδιστες κιθάρες, κρατώντας λίγο από το παλιό άρωμα της μπάντας.
Φέτος οι Balthazar, βρισκόντουσαν σε μια συνεχόμενη, τρελή περιοδεία και βρίσκονται ακόμη. Παρόλο το σφιχτό τους πρόγραμμα, πρόλαβαν να ηχογραφήσουν τον καλύτερο τους δίσκο μέχρι σήμερα. Το Thin Walls περιλαμβάνει ήχους που θα θυμίσουν πολλούς και μεγάλους καλλιτέχνες όπως τους Tindersticks, τον Tom Waits ή ακόμη και τους συμπατριώτες τους Deus. Αν και σχεδόν καθόλου πειραματικοί, κομμάτια τους όπως το Then What και το So Easy αποδεικνύουν πως άκουγαν πολλή και καλή μουσική πριν φτάσουν ως εδώ. Τα Night Club, Bunker και Last Call, είναι η απάντηση σε όσους υποστηρίζουν πως η μπάντα υστερεί σε εμπνεύσεις. Κομψή γραφή και γνήσιο indie rock με τη δική τους σφραγίδα, προς επιβεβαίωση όσων από εμάς τους πιστέψαμε από το 2010 ακόμη. Το αγαπημένο μας Dirty Love, είναι το ομορφότερο τραγούδι, διαθέτοντας επαρκή ευαισθησία, ρομαντισμό και γλυκύτητα ενώ παράλληλα κρατάει μέσα του και μια soul πτυχή με το αρμόνιο που παίζει πλάτη σε όλη του τη διάρκεια. Το Thin Walls, είναι μια εγγυημένη ευχαρίστηση για όσους αναζητούν έναν στρωτό-χωρίς εκπλήξεις, indie rock δίσκο που δε θα τους δυσκολέψει στην κατανόηση και την ακρόαση. Αν είστε ένας από αυτούς, τότε θα συμφωνείτε πως αυτή η μπάντα θα αξίζει να γίνει περισσότερο γνωστή στο ευρύ κοινό. Στη θέση 10 για τον δίσκο με τις περισσότερες και πιο ευπρόσδεκτες ραδιοφωνικές μεταδόσεις. Όλος ο δίσκος
ΕΔΩ.
Daniel Pemberton – The Man From U.N.C.L.E. (O.S.T.)
Δεν ξέρω πόσο αντικειμενική θα μπορούσε να είναι η κρίση μου, όταν δεν έχω δει το film και προσπαθήσω να μιλήσω για το soundtrack του. Ας το προσπαθήσουμε όμως, έστω και εμπειρικά, έστω και μόνο ηχητικά χωρίς να επεκταθούμε σε θέματα σεναρίου και ιστορικού. Το Man from U.N.C.L.E. είναι μια κωμωδία δράσης, σε σκηνοθεσία Guy Ritchie, με πρωταγωνιστές τον Henry Cavill, τον Armie Hammer και την Alicia Vikander. Είναι βασισμένο στην τηλεοπτική σειρά του 1964 με το ίδιο όνομα, από τον Sam Rolfe. Το soundtrack λοιπόν, ανέλαβε να γράψει ο Βρετανός Daniel Pemberton. Ιστορικά, το soundtrack της τότε σειράς, αναγνωρίζεται σήμερα ως ένα από τα καλύτερα που ανέδειξε η τηλεόραση της δεκαετίας του '60 και ως εκ τούτου, η πίεση στους ώμους του Pemberton ήταν τεράστια. Το soundtrack ανοίγει με το Out of the Garage που δεν προκαλεί μόνο το συναίσθημα του μυστηρίου και της καταδίωξης, είναι και διασκεδαστικό ! Τα πάντα, από τα φλάουτα, τα κρουστά μέχρι και το μπάσο είναι αριστοτεχνικά τοποθετημένα στο κατάλληλο σημείο με τον κατάλληλο τρόπο. Ο Pemberton έχει κάνει εξαιρετική δουλειά και μπήκε στο πετσί του ρόλου που του ανατέθηκε.
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα ένα ξεχωριστά τα κομμάτια του άλμπουμ αλλά θα το κάνουμε για όσα μας επιτρέπει ο χωροχρόνος. Στο His Name Is Napoleon Solo, ακούμε έναν ήχο περισσότερο thriller και όχι ταινίας κατασκόπων του 60', αν και με ένα τέτοιο όνομα φαινομενικά θα περιμέναμε πολλά περισσότερα. Και κάπου εδώ, αρχίζει η διασκέδαση. Την προσοχή σας παρακαλώ στο φλάουτο που δίνει άλλη διάσταση και στα κρουστά στο άνοιγμα του Escape From East Berlin, απίστευτος Daniel Pemberton ! Το μεγάλο στοίχημα για τον Βρετανό, ήταν να καταφέρει να μας βάλει στα 60s έστω και αν ποτέ μας δεν τα ζήσαμε. Μπορεί να τα βλέπουμε όλα σε ένα φιλμ, τα ρούχα, τα αυτοκίνητα, τα όπλα, τα σκηνικά, τα πάντα. Χωρίς τη μουσική επένδυση, όλα αυτά δεν θα είχαν μυρωδιά, άρωμα, πειστικότητα. Θα ήταν απλά σαν κέρινα ομοιώματα μαζί με κίνηση. Και πάλι, τόσο αδύναμα στην απόδοση εκείνης της εποχής.
Morricone και Lalo Schifrin σίγουρα δυο άνθρωποι που έχουν παραδειγματίσει όλους όσους ασχολούνται με τη μουσική για film και κάτι τέτοιο πρέπει να συνέβη και με τον Daniel. Η τελειότητα του συγκεκριμένου soundtrack όμως, έχει τις πτυχές της και σε λεπτομέρειες που αποκάλυψε ο ίδιος σε συνέντευξη του, όταν είπε πως χρησιμοποιήθηκαν όργανα και μέσα ηχογράφησης και από εκείνη την εποχή, όπως ένα αυθεντικό έγχορδο, το Cimbalom. Επίσης, ο Pemberton έξυπνα προσθέτει και original κομμάτια από καλλιτέχνες της εποχής, όπως η Nina Simone και ο Peppino Gagliardi, ενισχύοντας έτσι την αίσθηση της πραγματικότητας για το ηχητικό σκηνικό που έχτισε. Ο ρομαντισμός της Ιταλίας, η δροσιά που βγάζει συνολικά το soundtrack αυτό, η διαχρονικότητα του… Όλα έγιναν τέλεια από τον Pemberton και ένα μεγάλο μπράβο στον Guy Ritchie που τον επέλεξε. Ένα sountrack ορόσημο πλέον για κάθε ταινία που θα προσομοιώνει εκείνη την εποχή και θα σέβεται τον εαυτό της. Στη θέση 4 για το διπλό βινύλιο που εκτόξευσε τον πήχη των OST στο υψηλότερο σημείο το 2015. Όλο το soundtrack
ΕΔΩ.
Regal Degal – Not Now
Los Angeles, που αλλού; Αλλά μετακόμισαν εκεί από το Brooklyn. Νοστιμότατη dream funk pop και γλυκύτατες κιθάρες, που η αλήθεια είναι καιρό είχαμε να ακούσουμε. Έτσι ακριβώς ανοίγει το δεύτερο άλμπουμ της τριάδας των Αμερικανών, στο οποίο την παραγωγή ανέλαβε ο Chris Taylor, των Grizzly Bear. Γλυκιά μελαγχολία σε συνδυασμό με την shoegaze του 90, την punk rock των 80's, την γκλαμουριά του 70 και την ψυχεδέλεια του 60, αυτό είναι το Not Now. Ένα περίεργο μείγμα ρομαντισμού και ρυθμικής ευαισθησίας που κινείται από τη θλίψη μέχρι την ολόλαμπρη χαρά και όλα τα ενδιάμεσα στάδια τους. Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια, έχουμε δει να αναβιώνει είτε το ντύσιμο είτε η μουσική σχεδόν από κάθε δεκαετία και για αυτό ευθύνεται (όχι απαραίτητα με την κακή έννοια), το διαδίκτυο. Μάλιστα, η πιο πρόσφατη μόδα θέτει ως απαραίτητη τη χρήση στοιχείων του παρελθόντος ώστε να είσαι in ως μπάντα ή καλλιτέχνης. Οι Regal Degal, νομίζω πως επιδέξια απέφυγαν αυτό το κλισέ και είναι ο εαυτός τους, ακόμα κι' αν χρησιμοποιούν εφέ εκείνης της όμορφης new wave, post punk εποχής.
Ο δίσκος, ανοίγει με το αγαπημένο μας κομματι Delicious, που μου θύμισε Let's Dance από David Bowie με λίγο παραπάνω delay, σε ύφος προσανατολισμένο στην ευφορία με μια σειρά από νότες που εύκολα σου μένουν. Το Wide Awake μοιάζει με μια εκδοχή των Depeche Mode αφού είχαν προσθέσει κιθάρα στις παραγωγές τους, αν και προς το τέλος καταλήγει σε ένα jazzy τζαμάρισμα. Κάπου στη μέση, ακόμα και όταν η μπάντα γράφει σε πιο αργούς ρυθμούς, δείχνει να πατάει στα πόδια της και να ξέρει τι κάνει. Ένας φόρος τιμής στο παρελθόν με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, με κομμάτια όπως τα Defence και Deal of a Lifetime που τα καταφέρνει περίφημα και σε bluesy και psych-rock ύφος. Μπορεί ο δίσκος των Αμερικανών να δείχνει συνολικά πεσιμιστικός, παρότι περιλαμβάνει κομμάτια που έχουν ενέργεια, δεν παύει όμως να μένει μακριά από αυτή τη ψευδή αναβίωση των 80's στο σήμερα. Στη θέση 20 για τα Delicious και Pyramid Bricks που αγαπήθηκαν τόσο από τον αέρα του Republic. Όλος ο δίσκος
ΕΔΩ.
Mystic Braves – Days of Yesteryear
Για τους Αμερικανούς Mystic Braves, τα είχαμε ξαναπεί αναλυτικά με αφορμή την προηγούμενη κυκλοφορία τους Desert Island,
ΕΔΩ. Η επιστροφή τους ένα χρόνο μετά, γίνεται με τρόπο παράδοξο, καθώς τα κομμάτια τους ήρθαν στη δημοσιότητα μόνο ψηφιακά, ενώ το βινύλιο αναμένεται στις αρχές του 2016. Είχαμε λοιπόν την ευκαιρία να ακούσουμε αυτά που σε λίγο θα παίζουν και στο πικάπ και συμπεριλάβαμε τον δίσκο στους καλύτερους του 2015. Οι Mystic Braves, πέρα από το ότι ανήκουν πλέον σε μια τεράστια μουσική κοινότητα, αυτή της retro-επηρεασμένης garage rock και δεν αισθάνονται μόνοι, πλέον θα πρέπει να έχουν καταλάβει πως η παρουσία τους διαρκώς θα δοκιμάζεται. Σήμερα, είναι αναρίθμητες οι μπάντες που φιλοδοξούν να διακριθούν στο είδος και αυτό είναι κάτι που αυτομάτως καθιστά την προσπάθεια κάθε ανταγωνιστή τους, δυσκολότερη. Κάθε μπάντα λοιπόν, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει το πιο δυνατό της σημείο για να ξεχωρίσει μέσα στο πλήθος. Οι Allah-Las για παράδειγμα, έχουν τελειοποιήσει τον surf ήχο τους, ο Ty Segal, αυτόν τον βρώμικο φασαριόζικο ήχο, ενώ οι Growlers προσπαθούν να δείχνουν οι πιο ανέμελοι και τρελοί επί σκηνής…
Οι Mystic Braves, είναι γενικά μια χαμηλών τόνων μπάντα, που κρατιέται επάξια στην θέση της λόγω της ηχητικής της αξιοπιστίας μέχρι σήμερα. Ούτε στο Days of Yesteryear νιώθουμε να μας κολλάνε στον τοίχο, αλλά σίγουρα καταλαβαίνουμε πως πλέον η λέξη εδραίωση, παίζει πολύ δυνατά για αυτούς. Στα 44 λεπτά της διάρκειας του, το νέο άλμπουμ των westcoasters επιλέγει να γίνει γρήγορο σε ρυθμό, να ξεσηκώσει, να προσθέσει μουσικά όργανα όπως οι τρομπέτες και η Sarfisa που κρατά υπέροχη background ζεστή συντροφιά και τελικά να μας περάσει από πολλές αλλαγές διάθεσης. Το αποτέλεσμα; Μια συλλογή τραγουδιών που θα αποτελούσαν ένα classic release αν σήμερα είχαμε 1965. Οι Αμερικανοί, μας ανοίγουν τις πόρτες με το To Myself, μια δήθεν στενάχωρη μελωδία γεμάτη Sarfisa, που από τους στίχους αντιλαμβάνεται κανείς το παράπονο αλλά δεν γίνεται να μη το χορέψει. Ουσιαστικά εδώ η μπάντα παίζει rock n' roll, δεν θέλει παρατηρητικότητα. Τα δυο διαφορετικά για αυτούς κομμάτια του LP, νομίζω πως είναι τα As You Wonder (Why) και Spanish Rain που έχουν φλογέρες, τρομπέτες και ακουστικές κιθάρες αντίστοιχα, με ένα διηγηματικό χαρακτήρα, ειδικά το δεύτερο. Ο όρος baroque, έρχεται γάντι σε αυτές τις συνθέσεις της μπάντας που ταιριάζουν με τα υπόλοιπα τραγούδια πανέμορφα, παρά τη διαφορετικότητα τους. Μετά από μερικές ακροάσεις, θυμάμαι όλα τα τραγούδια του άλμπουμ αν και αυτό συνέβαινε ευκολότερα όταν γινόταν από CD ή βινύλιο. Ο τίτλος Days of Yesteryear, ικανοποιεί πλήρως την 60's αναβίωση σε αυτά τα 10 τραγούδια, ηχητικά αλλά και οπτικά, με τα μέλη της μπάντας στο εξώφυλλο ντυμένα στη πένα, σα να βγήκαν μόλις από τα γραφεία κάποιας δισκογραφικής όπου πήγαν για να κλείσουν συμβόλαιο. Στη θέση 14 για τον καλύτερο psych pop δίσκο της χρονιάς. Όλος ο δίσκος
ΕΔΩ.
The Apartments – No Song No Spell No Madrigal
Τα τραγούδια είναι σαν τα παράθυρα, μερικές φορές γίνονται καταπακτές που ανοίγουν και οι αναμνήσεις έρχονται έξω ασταμάτητες. Απλά πρέπει να μάθεις να τις αντιμετωπίζεις. Λόγια του ίδιου του Αυστραλού Peter Milton Walsh, τις ημέρες που κυκλοφόρησε η νέα του δουλειά, με τους The Apartments, τη μπάντα του από το 1978. Νέος δίσκος 18 ολόκληρα χρόνια μετά, αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή για αυτή την υπέροχη επιστροφή. Το 1979, ο Peter εγκαταλείπει τους Go-Betweens και τον φίλο του Robert Forster, ενώ ήδη διατηρούσε τους Apartments. Ο ήχος τους, κάτι από post-punk, λίγο Burt Bacharach και Jacques Brel και μπόλικη Serge Gainsbourg αισθητική. Όχι τυχαίο που λατρεύτηκε γρήγορα σε Βρετανία και Γαλλία και παρά την σπουδαία επιτυχία του πρώτου του άλμπουμ The Evening Visits … and Stays for Years, στην Αυστραλία παραμένει σχεδόν άγνωστος ακόμη. Ο Walsh, συνεχίζει να επισκέπτεται τακτικά την Ευρώπη και τη Γαλλία καθώς εκεί το κοινό ήταν μεγάλο και τον αναζητούσε διαρκώς. Η ιστορία πίσω από το No Song, No Spell, No Madrigal, είναι δραματική και συγκινητική αλλά απίστευτα αυθεντική.
Ο Walsh είναι ένας εξαιρετικός, μεγάλος και πολύ ιδιαίτερος τραγουδοποιός. Το 1997, όταν τελείωνε η μίξη του τέταρτου και τελευταίου ουσιαστικά άλμπουμ των Apartments, το Apart, ο γιος του, ενάμιση έτους τότε, διαγνώστηκε με ένα σπάνιο αυτοάνοσο νόσημα. Η οικογένεια ουσιαστικά ζούσε το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Ένα απλό κρύωμα, θα μπορούσε να σκοτώσει τον μικρό. Τα δυο επόμενα χρόνια ήταν μαρτυρικά και τελικά ο γιος του Peter, φεύγει το 1999 από τη ζωή, 3 ετών και 8 μηνών μόλις. Ο Walsh δεν είχε πονέσει ποτέ περισσότερο αλλά παρά την κινούμενη άμμο που του κατάπινε τα σωθικά, συνέχισε να γράφει τραγούδια για τον ίδιο και τον γιο του Riley. Δεν σκόπευε να τα κυκλοφορήσει αλλά πίστευε πως ο αγαπημένος του γιος ζούσε μέσα από αυτά και ήθελε να τα κρατά ως μνήμες. Άλλωστε, όπως λέει ο ίδιος: όση σιωπή και αν κάνεις για να πενθήσεις, η μουσική ήταν ο μόνος τρόπος για εμένα να τιμήσω τον Riley, ήταν αναγκαιότητα.
Το 2007 κάνει τα πρώτα του δειλά βήματα εξόδου προς τον κόσμο. Παίζει κάποια shows σε Αυστραλία και Ευρώπη και όπως πάντα, κυρίως στη Γαλλία. Το 2004, ήδη ένας παραγωγός από το Sydney, o Wayne Connolly, του προτείνει να ηχογραφήσει τα τραγούδια που είχε γράψει όλα αυτά τα χρόνια περισυλλογής και πένθους. Τελικά, το 2013 ο Connolly βάζει στο στούντιο τον Welsh και διαπιστώνει μαζί του πόσο καθαρτική μπορεί να γίνει η μουσική, πόση εξιλέωση μπορεί να έρθει μέσα από ένα όμορφο πιάνο, μια γλυκιά μπασογραμμή. Τον Σεπτέμβριο του 2015, ο Welsh επέστρεψε στο Παρίσι και έπαιξε όλο το νέο του δίσκο μπροστά σε ένα βαθύτατα συγκινημένο κοινό. Φέτος, 18 χρόνια μετά, όλος ο μουσικός κόσμος άκουσε όσα η ψυχή του καλλιτέχνη από το Brisbane είχε υποφέρει, όσα σκεφτόταν, όσα δάκρυσε. Ο οδυνηρός ήχος του τσέλο και του πιάνου στο Looking For Another Town, η τρομπέτα και οι χορδές του Black Ribbons, το γρατζούνισμα της κιθάρας στο The House That We Once Lived In, η απρόσμενη είσοδος του ήλιου στο September Skies. Μόλις 8 τραγούδια σε λιγότερο από 40 λεπτά μουσικής. Όμως, τι τραγούδια… Στη θέση 3 για τον δίσκο που μας άγγιξε περισσότερο το 2015. Όλος ο δίσκος
ΕΔΩ.
Marlon Williams – Marlon Williams
Πως μπορείς να αρθρώνεις την απώλεια και τη μοναξιά με τέτοιο τρόπο και να είσαι μόλις 23; Η πρώτη ερώτηση που ήρθε στη σκέψη μου όταν ξεκίνησα να ακούσω το ντεμπούτο δίσκο του Marlon. Η φωνή, αναμφισβήτητα κάτι παραπάνω από ευέλικτη και υποβλητική, φέρνει εικόνες στο μυαλό. Lyttelton, Νέα Ζηλανδία, εκεί μεγάλωσε ο Βετεράνος στα 23 του Marlon, σε μια παραθαλάσσια μικρή πόλη με τη μητέρα του να ακούει PJ Harvey και Smokey Robinson και τον πατέρα του να φέρνει CDs από Elvis, Beatles, μέχρι Echo & The Bunnymen και Gram Parsons (ένας ροκάς που έπαιζε country μουσική). Η μητέρα του, άκουγε επίσης μουσική από τους Māori (αυτόχθονες της Νέας Ζηλανδίας) και από αυτό επηρεάστηκε και ο υιός, ενώ στην εκκλησία του αρκούσε που τραγουδούσαν Mozart, δεν πήγαινε για να προσευχηθεί. Αυτά τα ολίγα ιστορικά στοιχεία για τη μουσική παιδική ηλικία του φαινόμενου Marlon Williams. Αργότερα, μετακόμισε στο μεγάλο νησί την Αυστραλία, για να παίξει σε διάφορες pub της Μελβούρνης που φημίζεται για τις μουσικές αυτές και να αρχίσει να παίρνει στα σοβαρά τη δουλειά.
Σύντομα, ο Νεοζηλανδός θα επιστρέψει σπίτι, όχι ακριβώς δηλαδή, αλλά στα πάτρια εδάφη για να γράψει και να ηχογραφήσει τον δίσκο του με τον παραγωγό Ben Edwards. Εκεί, ηχογραφεί εύθυμα κομμάτια όπως αυτό που ανοίγει τον δίσκο του, το Hello Miss Lonesome ή στοχαστικά όπως το Everyone's Got Something to Say που κλείνει το δίσκο. Ενδιάμεσα, θα βρείτε ομορφιές όπως το I'm Lost Without You, διασκευή σε Billy Fury και το Dark Child που μεταδόθηκαν από τον ραδιοφωνικό αέρα του Republic και αποτελούν ίσως τις πιο όμορφες στιγμές του LP του. Ο Marlon, διασκευάζει πανέμορφα και το When I Was A Young Girl, που έχει τραγουδήσει η Nina Simone φυσικά το 1964, αν και μάθαμε πως η Barbara Dane (soul-folk τραγουδίστρια των 60's) ήταν αυτή που το είπε πρώτη το 1962. Η γυναικεία φύση του τραγουδιού, δεν τον εμποδίζει καθόλου να μπει εξίσου βαθιά στον ρόλο και με μια ακουστική κιθάρα να το διασκεδάσει πραγματικά. Η φωνή του νεαρού Marlon, παραμένει το σημείο προσοχής για ένα πρώτο LP με ένα μωσαϊκό επιρροών. Country και Rock n' Roll, από uptempo κομμάτια μέχρι και ακουστικές μπαλάντες, είναι όσα εξερευνά μέσα στο άλμπουμ του. Σε ένα άλμπουμ αβίαστα μεγάλο ποιοτικά, από μια ειλικρινή φωνή, με δεξιοτεχνία και διαχρονικότητα, όταν στο συγκεκριμένο μουσικό είδος έχουμε χορτάσει από εντυπωσιασμούς. Το καλύτερο μουσικό εξαγόμενο προϊόν της Νέας Ζηλανδίας εδώ και καιρό. Στη θέση 11 για τον καλύτερο ερμηνευτή της χρονιάς. Μέρος του δίσκου,
ΕΔΩ και ΕΔΩ.
L'Impératrice ♕ – Odyssée EP
Και εδώ μια εξαίρεση. Πέρυσι, δεν καταφέραμε να τους συμπεριλάβουμε στο top 20 του Republic Radio, γιατί η κυκλοφορία τους ήταν EP. Φέτος, και επειδή δε τους βλέπω σύντομα να βγάζουν κανονικό δίσκο, είπα να κάνουμε τα στραβά μάτια και να τους έχουμε μαζί μας. Το προσπαθούσα δηλαδή καιρό αλλά δεν άντεξα. Οι Γάλλοι από το Παρίσι, με το περίεργο όνομα L'Impératrice, φέτος επανήλθαν με νέο EP αλλά σε άλλη δισκογραφική στέγη, αφήνοντας την Cracki Records του Ελληνικής καταγωγής Alex Papatheodorou, για την Microcosmos του Antoine Bigot. Ας θυμηθούμε όμως. Πρώτη γνωριμία μαζί τους το 2012, με το ομώνυμο τότε EP τους, που περιείχε το ταλέντο τους, μπόλικη hip hop μαζί με disco στοιχεία και μια τάση για ανάμειξη διαφόρων μουσικών ειδών. Αν μη τι άλλο, φανερή η αναζήτηση ταυτότητας αλλά αυτό δεν έχει να πει κάτι. Η συνέχεια, το 2014 με το Sonate Pacifique που λατρέψαμε στον αέρα του Republic με κομμάτια όπως το ομώνυμο και το A View to Kill, σε ηλεκτρονικούς groovy retro ρυθμούς, ανακαλύπτοντας άλλο ένα από τα σύμπαντα τους.
Η νέα δουλειά των Γάλλων, δεν ξεφεύγει από τη λογική της δημιουργίας καλής ηλεκτρονικής μουσικής, που θα σε κάνει να χαλαρώσεις και να απολαύσεις αμέριμνος. Εδώ πλέον όμως, ίσως δεν νιώσουμε και τόσο την ανάγκη να κουνηθούμε, όχι βέβαια πως οι δυο πρώτες τους δουλειές ήταν άκρως χορευτικές. Αυτό που ένιωσα, όσο άκουγα προσεκτικά το Odyssée EP, ήταν μια ώθηση στο να συλλάβω όλες τις αποχρώσεις των κομματιών του. Το Departure για το ξεκίνημα, σε μόλις 2 λεπτά και ενώ αφήνει προσδοκίες για κάποιο ξέσπασμα, είναι απλά μια εισαγωγή για το τι πρόκειται να επακολουθήσει. Το Agitations Tropicales μας βάζει στο νόημα του EP με τα φωνητικά της Flora, της τραγουδίστριας-προσθήκη του γκρουπ, που ελπίζουμε να γίνει μόνιμο μέλος. Η συνέχεια με το Parfum Thérémine, άκρως ραδιοφωνικό και στο πνεύμα της Γαλλικής μουσικής κουλτούρας.
Το Odyssée EP μιλά για την ιστορία της Θεοδώρας, της Βυζαντινής αυτοκράτειρας, μιας εταίρας και ενός μαγευτικού χορευτή, που όλοι μαζί βρέθηκαν σε ένα παρακμιακό ταξίδι. Άν προσέξουμε τους στίχους, η Τροπική Διέγερση (Agitations Tropicales) αφηγείται την ιστορία ενός τεράστιου σεξ στη ζούγκλα. Η πιο όμορφη ευρωπαϊκή disco των 70's και 80's, γράφτηκε στη Γαλλία και αυτά τα τραγούδια περιέχουν το ανεκτίμητης αξίας DNA εκείνης της εποχής, που σήμερα ξαναζεί μέσω καλλιτεχνών όπως ο Charles de Boisseguin, δημιουργός των L'Impératrice. Στη θέση 16 για τις πιο ζεστές μελωδίες, synthesizers και ερωτισμό στο πιο cool EP της χρονιάς. Όλο το EP
ΕΔΩ.
Τον Μιχάλη Αποστόλου τον ακούτε καθημερινά 22:00 – 23:00, στον Republic 100.3
Η επιλογή των albums, έγινε με βάση τραγούδια από τα εν λόγω LPs, που μεταδόθηκαν καθ όλη τη διάρκεια της χρονιάς από την εκπομπή του Μιχάλη Αποστόλου. Το top 20, αποτελείται από προσωπικές επιλογές του Μιχάλη.