Τα
ωχρόγκριζα σύννεφα αντικατοπτρίζονται στις διακριτικές λιμνούλες των βασιλείων
του ρυζιού. Σήμαινε εσπέρα.
Παρατήρησε
ποτέ κανείς μας τον μικρό πακιστανό με το χακί σακίδιο;
Ουδείς.
Κι όλα καλά.
Ποιος
άραγε να υπήρξε εκείνος; Λένε, καθένας κουβαλά μιαν ιστορία. Από τα ξένα, από
τη λησμονιά του νου; Από τις πηγές στα μύχια της γης του.
Μου
έκανε μακρινή συντροφιά βαδίζοντας παράλληλα μου στην γωνία του αντικρινού
πεζοδρομίου. Μια πόλη αγρίμι που κάνει τους ανθρώπους της αγρίμια. Ή και το
αντίστροφο.
Σκέψου, σκέψου..
Για
κοίταξε που επιβαίνουμε στο ίδιο εκείνο παλιομοδίτικο λεωφορείο.. Ανάσες και
σκέψεις μπερδεύονται στην λαχτάρα του προορισμού: Στις δυστυχίες και τις
ευτυχίες μας. Όλες τρέχουσες. Και τα σώματα και οι ψυχές κυματίζουν αμφιβόλως
επικίνδυνα κατά την διακριτική ευχέρεια της κυκλοφοριακής αντίληψης ενός
ανθρώπου άγνωστου, στον οποίο εμπιστευτήκαμε την αράδα των πολλών μας σωμάτων.
Και να ‘μαστε, μια κρούση δρόμος απ’ το μακρινό μας το θάνατο. Από αυτόν που θα μας προσέφερε
απλόχερα τον σωματικό πόνο κι όχι δα καμιάν οδύνη συναισθηματικής παράνοιας.
Και
καθόσον απομονώνεται κανείς στον παράλληλο κόσμο του, στριμωγμένος, ιδιαζόντως
αποπνικτικά, στην μικρή επικράτεια του μεταφορικού αυτού μέσου, γίνεται μιαν
ύλη, μια σάρκα χωρίς αξία ανταλλάξιμη. Ένας αριθμός που μας νοιάζει μόνον,
εφόσον ο αυτοπεριορισμός στραφεί σε έτερο-περιορισμό με βίαια μέσα. Δηλαδή, στο
σημείο που το λεωφορείο δεν θα μας χωράει πια. Όχι ψυχές, μα σώματα.
Να
μια απλότητα καθημερινού υποβιβασμού της ανθρώπινης ύπαρξης. Ποια μήπως είναι η
ύπαρξη που δεν περιορίζεται με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο;
Και
ο ασήμαντος συνοδοιπόρος μου ακλόνητα ακάθεκτος. Εκεί. Ζει παράλληλα με εμένα
τα άγχη της διαδρομής, τα ένστικτα της μετέπειτα δραστηριοποίησης του. Οι
σκέψεις μας διασταυρώνονται κάπου μεταξύ των χειρολαβών και των φρένων. Αλλά
εκείνος είναι ασήμαντος. Και παραμένει. Ενώ εγώ όχι.
Η
φλυαρία μου κουράζει κι εμένα στιγμές πολλές. Ανούσια λόγια ή ουσιώδη. Σημασία,
μολαταύτα, δεν έχει σάμπως η διατύπωσις; Εκείνη σε μεταμορφώνει σε ουσία από το
άυλο. Από το μοιραία, ανυπόφορα ανέλπιδο στο αναπάντεχα αξιοπρεπές. Αυτά
συνιστούν τα κριτήρια των ανθρώπων. Κι όλα καλά.
Κι
ήταν ο πακιστανός εκείνος που κατέβηκε από το ρημαδιασμένο λεωφορείο στην
Φράγκων. Ένας αριθμός ανάμεσα σε αρμάδες από δαύτους που ζουν στοιβαγμένοι σε
πέντε μέτρα και πουλάνε «χαλασμένους» φορτιστές. Ή και άλλα προϊόντα κατώτατης
ποιότητας. Ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων.
Ή
μάλλον όχι.
Κι
όταν κατέβηκε, δεν σκέφτεσαι -μα τη λατρεία του Υπέρτατου Όντος!- τίποτε το
ανθρώπινο. Μάλλον σαν αριθμός αντιλαμβάνεσαι εκείνο το λεπτό συνονθύλευμα
σιωπής, χειρόφρενων και των βημάτων του πακιστανού που κατέβαινε. Σας είπα ότι
κατέβαινε στη Φράγκων;
Η
σκέψη προσυνείδητα έγινε αντίληψη, στερεότυπο. Τρόπος ζωής: «Ευτυχώς που
κατέβηκε ο βρωμιάρης πακιστανός». Στους άλλους πάει κάπως έτσι: «Ευτυχώς που
κατέβηκε και ένας άνθρωπος, μπας και βολευτούμε λιγάκι».
Ο
«βρωμιάρης πακιστανός».. Αυτός υπήρξε. Ορθώς τον κρίνεις ευγενή ευρωπαίε
πολιτισμένε, πέντε θέσεις πιο πίσω, δίπλα στη σωτήρια πόρτα της απελευθερωτικής
κατάληξης.
Ποιος
να ‘σαι άραγε μικρέ μου πακιστανέ; Όποιος και να’ σαι, σου κρύβω καλά το
μυστικό μου.
Και
δεν σου απευθύνομαι κοιτώντας σε στα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια. Θα μολύνουν την
καθάρια μου ψυχή και θα πρέπει να ψάχνω πάλι το καθαρτήριο και δεν θυμάμαι τον
δρόμο το σωστό για τον τόπου του. Δεν παραχωρώ, μα προχωρώ τις λέξεις μου χωρίς
να σε σέβομαι, χωρίς κόμματα, τελείες
και τα συναφή, αλλά με «και» διάσπαρτα και υποτιμητικά. Με όσα σου αξίζουν να
ακούσεις.
Επιλέγω
να το ψιθυρίσω το μυστικό μου στους άλλους. Εκείνοι θα καταλάβουν:
«Ο
μικρός μου πακιστανός προχωρά στους δρόμους. Γίνεται αντικείμενο θέασης σε
πεζοδρόμια, μέσα μαζικής μεταφοράς, στον Λευκό Πύργο, στις φαβέλες της
Θεσσαλονίκης, των Σερρών, του Ηρακλείου, της Ομόνοιας. Βρίσκεται ανάμεσα μας.
Και – Ω του θαύματος!- αναπνέει τον ίδιον αέρα με μας. Αναπότρεπτο,
δυστυχέστατα.
Ο
μικρός μου πακιστανός, λοιπόν, εάν τον είδατε πίσω από τα σκούρα τζάμια των
γυαλιών σας, βρίσκεται ανάμεσα στα σύννεφα εκείνα που είδα χθες να
καθρεφτίζονται θαυματουργά στις μικρές λιμνούλες των καλλιεργειών. Τον είδα
σκυφτό να καθρεφτίζεται μαζί τους. Σωστός νάρκισσος!
Ο
μικρός μου πακιστανός είναι τα ξεσκισμένα ρούχα ενός μικρού ρομά που καθαρίζει
τα τζάμια του αυτοκινήτου μιας χήρας δασκάλου. Ναι, εκείνου από το πέμπτο
δημοτικό. Και ακόμη βρίσκεται σφηνωμένος στην θυρίδα 2.364 σε κάποια ελβετική
τράπεζα.
Ο
μικρός μου πακιστανός είναι το πατημένο γατί που κατασπαράζουν τα κοράκια στην
μέση της Εθνικής Οδού ένα καυτό μεσημέρι, με κίνδυνο της ζωής τους, φυσικά.
Ο
μικρός μου πακιστανός είναι οι μετοχές μου που ανεβήκαν. Και γι’ αυτές χαίρομαι
ιδιαιτέρως. Είναι και το ιδρωμένο της χέρι που εναγώνια γαντζώνεται στην ζακέτα
ενός φίλου, για να φύγει από πάνω της η οδύνη του πένθους. Κι επίσης ο
ναρκομανής που κλαίει με λυγμούς, όταν
ένας σπάνιος άνθρωπος τον κοιτάξει στα μάτια και του πει «θέλω να ζήσεις. Κι
εσύ το θες».
Ο
μικρός μου πακιστανός ξημερώνεται σε κάποιο παρακμιακό νοσοκομείο με έναν όγκο
στον δεξί πνεύμονα. Κρίμα, διότι δεν πρόλαβε να γευτεί τα καπνά της μάνας γης
του. Είναι και οι γονείς του, που προσεύχονται στον Θεό που θα σώσει το τέκνο
τους από την αδικία του κόσμου.
Ο
μικρός μου πακιστανός είναι σε κάποιον πίνακα επάνω, ένα από τα πρόσωπα της
Φρίντα Κάλο. Εκείνο που γελά ανέμελα και κυλιέται στα λιβάδια και πιλαλά σαν
αχαλιναγώγητο κατάμαυρο άλογο. Είναι και το πιο φωτεινό αστέρι. Ίσως ο Σείριος.
Ποιος ξέρει;
Ο
μικρός μου πακιστανός ξέρεις ποιος είναι; Ή μάλλον και τι.
Είναι
όσα φοβάμαι.
Είναι
το ρίγος του σκοτεινού που μαγεύει και συνάμα αφηνιάζει. Γιατί ο άνθρωπος στο
σκοτάδι νιώθει απειλή. Μικρούς θανάτους. Ανώδυνες μαχαιριές της συνείδησης.
Είναι
όσα σιχαίνομαι. Όσα δικά μου αποτραβιέμαι να μην δω. Είναι η κατάντια, όπου δεν
θέλω να υποπέσω. Ο αναπόφευκτος ξεπεσμός μου.
Είναι
όσα κλείνω τα μάτια να μην δω. Το ασυνείδητο ενσαρκωμένο σε κάποιο εφιαλτικό
όνειρο του Φρόιντ. Είναι η νεύρωση κάποιου ασύμμετρου ψυχαναγκασμού μου. Από εκείνους
των ιδεοψυχαναγκαστικών υπάρξεων.
Ο
μικρός μου πακιστανός είναι ο ρυθμός της καρδιάς και οι παλμοί στις φλέβες μου,
όταν επιθυμώ να χωριστώ από το σώμα. Για ποικίλους λόγους, αισίους και μη.
Ματαιόδοξους.
Είναι
ο σκουπιδιάρης που περιμαζεύει ευλαβικά τα σκουπίδια μου.
Είναι
τα σκουπίδια μου.
Είναι
κι εγώ.
Εγώ
είμαι ο μικρός μου πακιστανός.
Τραγελαφικό; Άλλη μια.
Εγώ
είμαι ο μικρός μου πακιστανός. Αμέ, κι εσύ είσαι ο δικός σου, εάν έτσι το
αποδεχτείς ποτέ σου εαυτέ μου.
Ξέρεις
όμως τι θα λαχταρούσα σαν παιδάκι, που τίποτα δεν έχει δικό του, μα γι’ αυτό,
στο μυαλό του, όλος ο κόσμος του ανήκει;
Θα
‘θελα, για μια μέρα μονάχα, ο μικρός μου πακιστανός να γίνει Πακιστανός.. Με
πιάνεις; Κι όλα καλά».