Υπάρχουν μερικές ταινίες που αν και προβληματικές ο ωραίος θεατής εξαντλεί την υπομονή του, ψάχνοντας τα θετικά στοιχεία του, αναγνωρίζοντας πιο πολύ την προσπάθεια παρά το αποτέλεσμα. Υπάρχουν και άλλες που δεν τους αξίζει οίκτος γιατί δεν μπορείς να βρεις ούτε μια ειλικρινή προσπάθεια μέσα τους. Ο Διπλός Εραστής (Amant Double) του Ozon Francois, (8 Γυναίκες, 2002) ανήκει στην δεύτερη κατηγορία.
Η ταινία αρχίζει με μια εξέταση του αιδοίου της Chloe το οποίο παραλληλίζεται στην συνέχεια με το σχήμα ενός ματιού. Αυτή την ευφυή (έλεος) ιδέα, το κοινό καταχειροκροτεί. Αναρωτιέμαι εάν είναι επειδή τους άρεσε αισθητικά ή επειδή μάλλον κατάλαβαν πριν από εμένα το χαζοχαρούμενο ύφος που θα ακολουθούσε.
Τρέμω εάν είναι το πρώτο.
«Φυσικά και το λάτρεψαν», μου λέει μια κριτικός από την Αμερική, βγαίνοντας από την αίθουσα. «Τους φάνηκε διασκεδαστικό, ένας Ιάπωνας μόλις μου είπε 5/5 θα της βάλω. Λάτρεψα το σεξ».
Όντως, το κοινό γελούσε σε κάθε «σοβαρή» σκηνή, σε κάθε σκηνή πόνου, σε κάθε σκηνή φόβου, σε κάθε σκηνή σεξ ακόμα και σε σκηνές οριακού βιασμού. Όμως, αισιόδοξα, θέλω να πιστεύω επειδή ένιωσαν την ελαφρότητα, την σοβαροφάνεια και την προχειρότητα της και την γελοιοποίησαν και όχι επειδή αληθινά τους άρεσε.
Η ουσία της υπόθεσης περιγράφεται σε 2 γραμμές. Μια νεαρή κοπέλα, άνεργη, με πόνους στην κοιλιά, ερωτεύεται μέσα σε δύο λεπτά ταινίας σε fast forward τον ψυχολόγο της (Paul), μετακομίζει σε ένα πανάκριβο διαμέρισμα ενώ δουλεύει part time σε μια γκαλερί ενώ αναπτύσσει μια παράλληλη σχέση με τον δίδυμο αδερφό του ψυχολόγου της, που είναι το ακριβώς αντίθετο του – βίαιος και κτητικός.
Κάπου εκεί χάνονται τα όρια πραγματικότητας και φαντασίας, πετάγονται ατάκες για το ποιος δίδυμος είναι ο ισχυρός γονιδιακά, ποιος τρώει ποιον σε μια αιώνια μάχη δύο αδερφών, γίνονται αναφορές σε οτιδήποτε από το Alien μέχρι τον Dostoyevski καθώς διαρκώς η Chloe ξυπνάει από όνειρα της.
Από που να αρχίσω; Πρώτα και κύρια από το πως παρουσιάζει την γυναίκα. Δεν είναι απαραίτητο όλες οι ταινίες να είναι φεμινιστικές, αλλά η ατάκα : « Ο τρόπος που με κοιτάς, με κάνει να υπάρχω» και «Θα ήθελα να παραμείνω για πάντα αδύναμη για να σε βλέπω έτσι, δυνατό» στα πλαίσια ενός άντρα-ψυχολόγου και μιας γυναίκας-θύματος, απλά δεν είναι αποδεκτή. Η Chloe αποδέχεται οποιαδήποτε σεξουαλική επίθεση των διδύμων, μαζοχιστικά, απολαμβάνοντάς το, οι οποίοι της λένε πως ο μόνος τρόπος να «γιατρευτεί» απο τα υποθετικά ψυχολογικά προβλήματά της είναι «να την γαμήσουν».
Δεν μας ξαφνιάζει καθόλου η συγκεκριμένη ανάλυση του γυναικείου ερωτισμού καθώς ο Ozon δήλωνε μετά από την ταινία του Young and Beautiful πάλι στις Κάννες το 2013 ερωτώμενος εάν πιστεύει πως το η φαντασίωση των γυναικών είναι να τους συμπεριφέρονται σαν πόρνες : «Ναι, είναι η φαντασίωση πολλών γυναικών, των περισσότερων ανθρώπων για την ακρίβεια».
Εκεί βρίσκεται και όλο το και καλά «απαγορευμένο» αλλά καταβάθος χιλιοειπωμένο, πατριαρχικό και γερασμένης νοοτροπίας (ή νοοτροπίας πλουσιοπαίδιων) θέμα της ταινίας, στην πιο τετριμένη εκδοχή του: μια γυναίκα που χωρίς κανέναν λόγο (που τουλάχιστον η η ταινία δεν μπήκε στον κόπο να μας εξηγήσει θεωρώντας ότι γνωρίζει πολύ καλά την ανθρώπινη ψυχή) έχει «προβλήματα» τα οποία μπορούν να θεραπευτούν μόνο από άντρες – ψυχολόγους (το πρότυπο της εγκεφαλικής ισχύς – όλες αυτό ψάχνουν άλλωστε, έτσι; (δεύτερο έλεος) ) οι οποίοι με την σειρά τους ψάχνουν μια γυναίκα για να κυριαρχούν πάνω της ψυχολογικά, σωματικά και να συμπεριφέρονται σαν αντικείμενο ενώ αυτή «το απολαμβάνει».
Δεύτερον, από τον τρόπο που παρουσιάζει ένα σύγχρονο «πετυχημένο» ζευγάρι. Κάθε σκηνή του σπιτιού είναι σαν από διαφήμιση, με τέλεια μαλλιά, ρούχα, φαγητά, σε σημείο που ο ρεαλισμός πεθαίνει. Εάν υπάρχουν αυτά τα ζευγάρια, τότε ζούνε σε έναν παράλληλο κόσμο, στην υψηλή μπουρζουαζία του Παρισιού, απονεκρωμένα από την ζωή, μέσα σε έναν κενό υλισμό και σίγουρα μακριά από κάθε ενδιαφέρον ώστε να αξίζει να δούμε την ζωή τους στις οθόνες μας. Κανένα κινηματογραφικό κοινό δεν θα ενδιαφερθεί πραγματικά με τις ιστορίες τους – ας τους αφήσουμε λοιπόν να σαπίσουν στην ματαιότητα. Σημείωση: η Chloe δουλεύει part-time σε γκαλερί οπότε ο μισθός της είναι ακριβώς 710 ευρώ μικτά οπότε είτε o Paul πληρώνει για όλα είτε ο Ozon αγνοεί τον βασικό μισθό της χώρας του και δεν νοιάστηκε ποτέ να τον μάθει.
Τρίτον, όλα αυτά θα μπορούσαν να συγχωρεθούν, ως ιδιαιτερότητες μιας κατά τα άλλα καλής ταινίας ενός «εκκεντρικού» σκηνοθέτη, αλλά η συγκεκριμένη είναι και άσχημη αισθητικά. Ο ρυθμός της ταινίας φτύνει στο πρόσωπο των θεατών. Καταιγιστικά cut, superposition εικόνων, fast forward, montage ποιότητας διαφημίσεων για να καλυφθεί το αβαθές σενάριο και το κούφιο συναισθηματικό υπόβαθρο, όλα καταλήγουν στο να βλέπουμε εικόνες άδειες, που κανένας δεν αφιέρωσε χρόνο να τις δομήσει σωστά – μια προχειρότητα που τολμάει να περνάει ως «άποψη».
Εν κατακλείδι, θέλω να πιστεύω πως τα χειροκροτήματα που ακούστηκαν τελικά δεν αντικατοπτρίζουν την πλειοψηφία των «κριτικών» του κινηματογράφου. Πως μια ταινία που στηρίζεται μονάχα σε έναν απίστευτο κενό εγωισμό που πιστεύει πως γνωρίζει τέλεια την ανθρώπινη ψυχή (γυναικεία και ανδρική), δεν έχει θέση σε ένα φεστιβάλ σαν των Καννών.