του Αντώνη Λαγαρία
Ποίηση, αυθεντικότητα και συνέπεια ήταν οι λέξεις – κλειδιά της συζήτησης που είχαμε με τον Χρήστο Μασσαλά, στο περιθώριο των ασφυκτικών προγραμμάτων και των δυο μας και όλων δηλαδή όσων συμμετέχουν στους εντατικούς ρυθμούς του Φεστιβάλ των Καννών. Ο σκηνοθέτης μίλησε για την αυθεντικότητα που πρέπει να περιέχει ένα έργο τέχνης και για την συνέπεια που καθορίζει το ηθικό μονοπάτι που έχουν οι καλλιτέχνες. Και τα δύο αυτά στοιχεία φαίνεται πως περιέχει η ταινία μικρού μήκους του, Copa-Loca, που προβλήθηκε στο τμήμα Quinzaine: Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών του φετινού Φεστιβάλ, η οποία είναι ποιητική με τον δικό της τρόπο, αφαιρετική αλλά μέσα της μπορούμε να βρούμε τόσο την ιδεολογική ταυτότητα του σκηνοθέτη όσο και μια δική μας προσωπική ταύτιση.
(Ο Χρήστος Μασσαλάς στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες)
«Ήξερα από νωρίς πως θέλω να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο. Περίπου από τα 10 μου – το μόνο που δεν ήξερα ήταν από ποια θέση. Αρχικά ήθελα να γράφω μουσική για ταινίες και άκουγα μανιωδώς Bernard Herrmann, μετά πέρασα για λίγο από την φάση που ήθελα να παίζω ως ηθοποιός. Και τελικά κατέληξα στη σκηνοθεσία. Η σκηνοθεσία είναι μια διαδικασία που την ανακαλύπτεις στην πορεία, δεν ξέρεις από πριν τι σημαίνει ακριβώς».
Ο Χρήστος Μασσαλάς (γεννημένος το 1986), έκανε ένα ανορθόδοξο πήγαινε-έλα ανάμεσα στην Ελλάδα και το εξωτερικό αφού έφυγε για σπουδές στο Λονδίνο (Ιστορία της Τέχνης στο Kingston και Κινηματογράφο στο London Film School) στην «χρυσή εποχή» της Ελλάδας και επέστρεψε στην καρδιά της κρίσης. «Όταν αποφάσισα να φύγω, υπήρχαν περιορισμένες υποδομές στην εκπαίδευση του κινηματογράφου. Ήταν η πρώτη χρονιά νομίζω που λειτουργούσε η σχολή της Θεσσαλονίκης, δεν υπήρχαν πολλές επιλογές. Αλλά κυρίως, ένιωθα πως το «κλίμα» των ανθρώπων, η νοοτροπία που έβλεπα τριγύρω και στις ελληνικές ταινίες που γυρίζονταν τότε, δεν μου ταίριαζε. Συμπτωματικά, έφυγα ακριβώς μετά τους Ολυμπιακούς του 2004», λέει ο Χρήστος. Αντίστροφα, επέστρεψε στην Ελλάδα το 2012 ανάμεσα σε ένα χάος την στιγμή που πολλοί άλλοι φεύγανε μαζικά από την χώρα.
«Βγαίνοντας από το ρομαντικό περιβάλλον της σχολής, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι υπάρχει αυτό που λέμε βιομηχανία κινηματογράφου'' στην Αγγλία, με συγκεκριμένους κανόνες και μικρά περιθώρια ευελιξίας. Στην πραγματικότητα, το ανεξάρτητο σινεμά στην Αγγλία είναι σχεδόν ανύπαρκτο. Ένιωσα πως δεν υπήρχε ο χώρος για αυτά που ήθελα να κάνω. Γενικά, αυτό που λέμε 'σινεμά του δημιουργού' είναι κάτι που δεν ευδοκιμεί στην Αγγλία, εκτός και αν εφάπτεται ενός συγκεκριμένου κοινωνικο-ρεαλιστικού προσανατολισμού. Ο Loach έμεινε, ο Greenaway έφυγε. Από την άλλη στην Ελλάδα έβλεπα ένα χάος και αυτό ήταν παραδόξως πιο ελκυστικό, με την έννοια ότι αυτή η ρευστή κατάσταση σου δίνει την δυνατότητα να ορίσεις εκ νέου κάτι. Ένιωσα πως υπάρχει ένα «κλίμα» που μου ταιριάζει αυτή την φορά. Τώρα είμαι σίγουρος πως θέλω να κάνω κινηματογράφο στην Ελλάδα. Αυτό που θέλω να κάνω είναι ένας κινηματογράφος που θυμίζει περισσότερο την διαδικασία μιας ποιητικής σύνθεσης».
Καρέ από την Copa – Loca
Και στο Copa-Loca βρίσκουμε ακριβώς ένα είδος ποίησης, σαν να βλέπουμε έναν κόσμο με μια δική του γλώσσα γεμάτη λόφους από μπανάνες, εξωτικά κοκτέιλ, έξτρα δάχτυλα και άδεια waterparks, πολύ κοντινή στην δική μας αλλά διαφορετική: ««Όλοι μας συνομιλούμε με μια εναλλακτική, ιδεατή πραγματικότητα. Είναι μια διάσταση που δεν μπορούμε να αγγίξουμε στην πραγματικότητα – ή
μέσα από την πραγματικότητα. Αλλά χρειαζόμαστε αυτή τη συνομιλία με το ιδανικό. Μέσα από τον έρωτα ή τη δημιουργία, προσπαθούμε να έρθουμε πιο κοντά σε αυτή τη διάσταση του ιδανικού. Αργά ή γρήγορα, κάποια στιγμή καταλαβαίνουμε πως δεν μπορούμε να το φτάσουμε αλλά μόνο να συνομιλούμε με αυτό εξ αποστάσεως. Και σε αυτή τη διαδικασία συνειδητοποίησης αυτοί με την πιο ευαίσθητη φαντασία κλονίζονται περισσότερο – είναι ένα σοκ.», λέει ο Χρήστος. Πράγματι η ταινία μοιάζει σαν να είναι γεμάτη με την ανάμνηση μιας «χρυσής εποχής» γεμάτης με ελαφρότητα, παιχνιδίσματα και έρωτα, που έχει ξεθωριάσει.
Οι εικόνες της ταινίας σε format 4:3, θυμίζουν παλιές φωτογραφίες Polaroid και ταυτόχρονα πορτρέτα και είναι αποτέλεσμα δοκιμών που πραγματοποίησε ο σκηνοθέτης πριν επιλέξει το συγκεκριμένο format και σε συνδυασμό με την εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφία του Κωνσταντίνου Κουκουλιού, συνδέουν κατευθείαν τους θεατές με την μνήμη μιας εποχής του καλοκαιριού.
Σε αυτή την ισορροπία ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία βρίσκεται το «παράλληλο σύμπαν» της Copa Loca ένα καλοκαιρινό θέρετρο που τον χειμώνα μετατρέπεται σε έναν αχρονικό μη-τόπο, άδειο και έρημο και η Πωλίνα – ο βασικός χαρακτήρας- είναι η καρδιά της Copa Loca και «Όλοι νοιάζονται για εκείνη και εκείνη νοιάζεται για τους πάντες – με κάθε δυνατό τρόπο». Η Πωλίνα, ξαπλώνει δίπλα σε έναν λόφο με μπανάνες, αποδεικνύει την χρησιμότητα ενός έκτου δαχτύλου και μοιράζει απλόχερα έρωτα.
Καρέ από την Copa Loca
«Η Πωλίνα έχει κάποια στοιχεία από την Λολίτα-είναι μια αναφορά στο αρχέτυπο του κοριτσιού που ζει μέσα από το παιχνίδι της σαγήνης. Αλλά με την Έλσα Λεκάκου (η οποία είναι εξαιρετικά ταλαντούχος ηθοποιός) φτιάξαμε έναν χαρακτήρα που αποκλίνει από το στερεότυπο. Εδώ, η Πωλίνα-Λολίτα έχει μια άγρια γοητεία, είναι ένας χαρακτήρας αντιδραστικός». Φαίνεται να ισορροπεί στον μεταίχμιο ανάμεσα από τον δικό της «ιδανικό» κόσμο, έναν κόσμο με παιδικότητα και έρωτα και την πραγματικότητα. «Όμως ο κόσμος της Copa-Loca είναι υπό κατάρρευση. Προσπαθεί να αποδεχθεί το τέλος μια εποχής και να επανεφεύρει την πραγματικότητα».
«Εσύ σε σχέση με την Πωλίνα, σε ποια φάση αυτής της μετάβασης είσαι;», τον ρωτάω. «Είμαι λίγο πιο μετά, απαντάει, έχω περάσει το πρώτο σοκ, έχω αποδεχθεί κάποια πράγματα και αρχίζω να συνομιλώ εκ νέου με την πραγματικότητα»
Και εδώ συναντιούνται, κατά την άποψή μου, τα λόγια του Χρήστου και της ταινίας με μια γενικότερη κατάσταση στην Ελλάδα, την κατάσταση ανθρώπων που προσπαθούν να αναπλάσουν στο σήμερα, μέσα σε μια πραγματικότητα γκρεμισμένων ονείρων, έναν «ιδανικό» κόσμο που έχει την ίδια ποιότητα με τους κόσμους – αναφορές στους οποίους πίστευαν παλιότερα. Ο κινηματογράφος του Χρήσου Μασαλλά σίγουρα κινείται σε αυτή την κατεύθυνση με μια καθαρότητα και μια πρωτοτυπία. Επιπλέον, στηρίζει τις απόψεις του για την τέχνη πάνω σε μια θεωρητική βάση – πείθει πως ξέρει πολύ καλά για τι πράγμα μιλάει όταν μιλάει για αυθεντικότητα και συνέπεια. Τώρα ετοιμάζεται για την παραγωγή της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του, Broadway. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ανήκει σε αυτό το ρεύμα νέων Ελλήνων καλλιτεχνών που είναι αναγκαίο να υπάρξει και να δομήσει τον ελληνικό κινηματογράφο του αύριο.