Οι άνθρωποί μας, εκείνοι που ήρθαν, εκείνοι που έφυγαν, εκείνοι που έρχονται και φεύγουν, όταν βολεύει κι όταν δε βολεύει, χάνονται, γίνονται φαντάσματα σε μπαλκόνια και κόμποι στο στομάχι και πρέπει μετά να τους ξεβράσεις σε νεροχύτες και σιφόνια, σε πεζοδρόμια και πλάι σε κισσούς που θρέφονται και θεριεύουν μπροστά από εγκαταλελειμμένα σπίτια, σπίτια που δεν έχουν μέσα ζωές, μονάχα ψυχές, έτσι μπορείς να αφήσεις λίγη από τη δική σου να μένει εκεί, να ανοίξει σπιτικό, να της σερβίρεις τσάι και βουτήματα των δύο ευρώ από φούρνους συνοικιακούς που όταν μπαίνεις σου λένε καλημέρα, που δεν ξέρουν να φτιάχνουν εσπρέσο, μα πλάθουν ψωμί μαλακό να σου ζεσταίνει την ψυχή και μετά δε σε νοιάζει ο καφές, σε νοιάζει μόνο ο άνθρωπος πίσω από την εσπρεσιέρα που δεν ξέπλυνε τα κατακάθια μα ακόμα σου χαμογελά και δεν πειράζει που πικρίζει ο καφές, πειράζει μόνο που οι άνθρωποι χάνονται δίχως εξηγήσεις, που δεν ξέρουν τι καφέ πίνεις όσο κι αν ήθελες να τους το μάθεις. Πειράζει μόνο που κι εσύ – ανόητη, συνεχίζεις να θυσιάζεις το τομάρι σου μπρος σε καφέδες εσπρέσο, με υποψία ζάχαρης, με υποψία έρωτα, με υποψία ανθρωπιάς, με υποψία εκτίμησης.