Είχα χθες μια μικρή ελπίδα πως ένας κάποιος θεός μου κάνει πλάκα, πως κάποιος, οποιοσδήποτε, και οπωσδήποτε θα μου ρίξει μία ξηγημένη σφαλιάρα και θα μου φωνάξει «ξύπνα! Ηλίθια». Είχα μια φιλοδοξία πως αυτός ο κόσμος δεν είναι πραγματικός, πως έχω χαθεί στα όνειρα κάποιου εξίσου ηλίθιου με μένα και τώρα με περιπαίζει και με μεταφράζει στον ξύπνιο του σαν ένα τρελό και ασουλούπωτο όνειρο, πως ευθύς το πρωί θα με μελετήσει σε κάποιον ονειροκρίτη και θα αποφανθεί πως ναι! ήταν ανάδρομος ο Ερμής τελικά και επηρεάζει την όψη του ήλιου σημαντικά και ότι ο ουρανός είναι σκοτεινός και τα όνειρα επηρεασμένα, απατηλά, και πρέπει τώρα να με ρίξει για ξεμάτιασμα -που μήπως ξέρω κι εγώ πώς στην ευχή ξεματιάζουν τα πρωινά; ποιους αγίους προσφωνούν και τι τάχα τους τάζουν για να τους απαλλάξουν από πονοκεφάλους και αναγούλες που τα σωθικά τους γδέρνουν.
Είχα χθες μια τόση δα ελπίδα ότι είμαι περισσότερο ηλίθια απ' όσο φανταζόμουν και πως θα 'ρθει -ω! ναι, κάποιος να με γλιτώσει, να μου πει «μη κλαις καλή μου! Μην παίρνεις τον κόσμο στα σοβαρά», και έπειτα να ξυπνήσω ανάμεσα σε εξυπνότερους ηλίθιους που δεν μπερδεύουν ύπνους με ξύπνιους, πανδημίες με ιώσεις, συναστρίες με συνομωσίες, δολοφονίες με ατυχήματα, σβάστικες με δημοκρατίες, να ξυπνήσω ανάμεσα σε εντιμότερους ηλίθιους, που δε μου σφαγιάζουν το μέλλον στα σκαριά, που δε μου πουλάνε μόρια και ισχύουσες νομοθεσίες μέσα σε νόμους που βρομάνε από μακριά, ανάμεσα σε σοφότερους ηλίθιους που βλέπουν πως έτσι δεν τραβάει άλλο πια, που δεν τσακίζουν φίλους μπροστά σε συμφεροντολογισμούς, που δε σκοτώνουν αγάπες μπρος σε εγωισμούς, που δε θυσιάζουν ζωές για το τίποτα. Είχα μια ελπίδα πως δε θα ακούσω ξανά «ναι, αλλά…».
Είχα χθες μια ελπίδα πως όλα θα φτιάξουν ξανά. Ναι. Αλλά. Σήμερα ξύπνησα ακόμα πιο ηλίθια από χθες.