Διαβάζω «αγάπη είναι η επιθυμία να δώσεις κάτι κι όχι να το κρατήσεις. Είναι η τέχνη να παράγεις κάτι με τις ικανότητες του άλλου(…)»
Γκούχου. Συνεχίζω μήπως και συλλάβω καλύτερα. «Η υπέρμετρη επιθυμία να αγαπηθείς δεν έχει μεγάλη σχέση με τη γνήσια αγάπη.»
Φοράω κάλτσες-την μία την πουά. Σκέψεις σαν κι αυτές μου παγώνουν τα ακροδάχτυλα. (Πού εξαφανίστηκε πάλι η άλλη;)
Ένα κοπάδι απορίες στριμώχνονται κάτω από τη γλώσσα, περιμένουν κι αυτές τη σειρά τους να ξεμυτίσουν, να βγουν στον αέρα(γιατί ποτέ κανείς δεν έβγαλε άκρη με τους έρωτες).
Έπειτα να γίνουν σκόνη, να χαθούν. Στον αέρα ξανά(απορίες κι έρωτες, τώρα αγκαλιά).
Πασχίζουμε αενάως να πλάσουμε ανθρώπους που να ταιριάζουν με εμάς. Ράβουμε, κόβουμε, διπλώνουμε, ξεδιπλώνουμε(τρύπιες κάλτσες, ξεχασμένα πουκάμισα, μισολιωμένες φράσεις, ξεχαρβαλωμένα αισθήματα).
Πλάθουμε ομοιώματα του ίδιου μας του εαυτού, που τελικά δεν αντέχουμε να τα κρατήσουμε πλάι μας.
Το πρόβλημά μας μάλλον, είναι πως χτίζουμε ναρκισσιστικούς έρωτες. Άλλωστε ο έρως από μόνος του τείνει να είναι φίλαυτος.
Νιώθουμε στο επίκεντρο μιας σχέσης, ξεχνώντας πως στους έρωτες κανείς δε στέκει στο κέντρο(και κανείς δε βγάζει άκρη, σαφώς-σαφώς)
Αναζητούμε ατελείωτα συναισθήματα και πνιγόμαστε ακριβώς τη στιγμή που τα αντικρίζουμε.
Καταδικάζουμε το σύμπαν που καταβροχθίζει αγάπες, υπόσχεται ταίρια παντοτινά, μοστράρει πρίγκηπες και φιγουράρει πεντάμορφες.
Ξεχνούμε πως δίχως προσπάθεια, στο τέλος δε μένει τίποτα.
Ρημαγμένα σεντόνια που σαν ξημερώσει αφήνουν μονάχα μια υποψία κολόνιας. Πατσουλί.
Και τότε καταδικάζουμε τα πάντα. Δυο μέτρα, δυο σταθμά. Κάτι ιδεόπλαστοι έρωτες με ψηλομύτες καλλονές δε συγκινούν πια.
Ξύνουμε φόβους, σφραγίζουμε αναμνήσεις. Ό,τι δε μας μοιάζει μας βρομάει. Ό,τι μας μοιάζει, μας κουράζει.
Και πώς, έτσι να βρούμε τα «άλλα τα μισά»;
Στην τελική, μήτε οι κάλτσες φτιάχνουν ταίρι παντοτινά.
Και ποιος συνταιριάζει τώρα την πουά;