Εμένα η γιαγιά μου λέει πως στο τέλος δε μένει τίποτα, μονάχα η ψυχή μένει που είναι νά, τόσο δα μικρή, όσο και η ζωή γι' αυτό «κοίτα να είσαι καλό και υπομονετικό κι όλα θα γίνουν», ωρύεται και τότε ξεκινά ο υετός δακρύων.
Παίρνοντας τακτικά πια ύφος φρεσκοψαρεμένης γαρίδας-χαίρε ωραία μου άνια!- βασανίζεται με όλα εκείνα που θα 'πρεπε να χε πράξει στο διάβα της, με εκείνα που μάταια άφησε ξοπίσω της, με άλλα τόσα που αδίκως τα νιάτα της έφαγαν (παππού ακούς; Όπου κι αν είσαι).
Με εκείνο το ψυχρό μούχρωμα που της χαρίζει το μάλλινο ζιβάγκο, αφήνεται σε όνειρα αλλοπαρμένα, τσαλακώνεται κάτω από ξεφτισμένα μπορντό κουβερτάκια που μόνο χλωμάδα προσφέρουν, παραδίνεται τελικά σε μια βολική μοιρολατρία μέχρι ο ύπνος να την γλιτώσει από δαύτα.
Και τότε ξυπνούν σε εμένα οι δαίμονες γιατί άλλη απάντηση δεν έχω να της δώσω. Κι όλα εκείνα τα φωτογενή ερωτηματικά μένουν αναπάντητα, μετέωρα, στριμώχνονται κάτω από το λαρύγγι, σκουριάζουν τις σκέψεις κι έτσι όνειρα δεν πλάθω πια.
Βράζω τότε αβγό μελάτο, το βουτάω σε μύριους κόκκους άλατος, μήπως και καταφέρω να μουδιάσω τον χρόνο πλάι στον ουρανίσκο. Μονάχα έτσι αρέσουν στη γιαγιά τα αβγά. Οβάλ, αλμυρά, με γεύση άμμου. Έτσι έμαθα να τα γεύομαι κι εγώ. Έτσι μόνο χορταίνει ο νους στιγμές, έτσι συντηρεί τα εφήμερα.
Έτσι σκοτώνω τα ερωτηματικά. Έτσι μαθαίνω να ζω τη ζωή, να φχαριστιέμαι τη στιγμή, να ξεκλέβω -λίγη έστω, τσαλακωμένη αισιοδοξία. Να αφήνω το ρίγος να φεύγει από την πλάτη, να χάνεται στους υπονόμους μαζί με όλα τα άγχη.
Έτσι μαθαίνω πως δε χωράνε άλλα σκληρά συναισθήματα σε αυτόν τον ακατάληπτο κόσμο. Έτσι κατανοώ πως η ζωή θέλει πράγματι άλας και χίλια δυο μπαχάρια ειδάλλως δεν τρώγεται με τίποτα. Πως όσο περισσότερο παλεύω να τη συλλάβω, τόσο εκείνη εξατμίζεται, εξαϋλώνεται. Πως νόημα κανένα δεν έχει τους δαίμονες κάτω από τα ντιβάνια να φυλώ.
«Γιατί η ψυχή είναι τόσο δα μικρή, όσο και η ζωή».
Γιατί η ζωή είναι στρογγυλή, ρευστή και γεμάτη αλάτι, όπως τα αβγά που αγαπάει η γιαγιά μου.
Γιατί αυτή η ζωή είναι σκληρή για τους ονειροπόλους.
Πικάντικες ψευδαισθήσεις. Φρεναπάτες. Έτσι μονάχα αντέχεται.