Σκέφτομαι πως θα ζήσω ειρηνικά πλάι στον περίγυρο μονάχα όταν πάψω να τον καταδικάζω. Όταν πάψω να αξιολογώ τα λάθη και τα σωστά του. Είναι άλλωστε δικά του. Και ποια είμαι εγώ;
Σκέφτομαι πως άφησα το κρεβάτι ξέστρωτο το πρωί, μαζί με δυο τσαλακωμένα όνειρα να πλαγιάζουν κάτω από την κουβέρτα. Πρέπει, θαρρώ, να αρχίσω να αερίζω τα πρωινά, ειδάλλως πώς θα πλάσω νέα σφάλματα;
Σκέφτομαι πως πρέπει μάλλον να τοποθετήσω τις γύψινες διακοσμητικές κούκλες βιζαβί στο σύνθετο. Αντικριστά. Να καγχάζουν και τούτες τα βράδια για τα δικά τους λάθη. Με τέτοιες σοβαρές ασημαντότητες θα ασχολούμαι.
Σκέφτομαι πως δε θα 'πρεπε να στο 'χα πει. Μα στο είπα. Φαντάζομαι πως πέρασα ακροποδητί πάνω από τα θέλω σου, σε τσαλαπάτησα νοερά, προσπάθησα να μην ακουστώ. Μα σε ξύπνησα.
Σκέφτομαι πως αν εξακολουθήσουμε να ζούμε έτσι θα καταντήσουμε λακέδες. Θα υπηρετούμε τα πρέπει μας, θα λοιδορούμε τις επιθυμίες μας, μήπως και τις ξεγελάσουμε και πάψουν πια να μας σκοτίζουν.
Αναρωτιέμαι πως θα φαινόμουν άραγε σ' ένα γκρο πλάνο, τέτοιο που θα μπορούσες να δεις μονάχα το πρόσωπό μου. Θα αναγνώριζες άραγε την υφή του δέρματος μου, τους έντονους πόρους στο πιγούνι, την άτσαλη φλέβα στο πλάι του ματιού;
Αύριο θα βγάλω την κουβέρτα στο μπαλκόνι, θα την κρεμάσω στα κάγκελα και θα δω μικρές περίχαρες επιθυμίες να κείτονται χάμω. Θα τις κοιτάξω από ψηλά και θα πιστέψω πως τις ελευθέρωσα.
Αύριο θα τοποθετήσω τις κούκλες αντικριστά στο σύνθετο και θα επιτρέψω να γελάσουν μαζί μου.
Αύριο θα κάνω νέα λάθη. Επιθυμίες, κατάρες, ευχές, μίση, πόθοι και πάθη. Όλα στο πάτωμα. Έτσι. Για ξεσκαρτάρισμα.