Eκείνο το ανάγλυφο αποτύπωμα πέντε ορθάνοιχτων δαχτύλων στον πισινό μου, ακόμα το ψάχνω πού και πού. Είναι ολοζώντανη η στιγμή κάθε φορά που φέρνω ασυνείδητα μνήμες στο παρόν.
Ήταν, θυμάμαι, που έσπασα τρία κηροπήγια στη σειρά γιατί έπρεπε να φέρω σε πέρας το αγώνισμα στη μέση του σαλονιού. Παιχνίδια χωρίς σύνορα. Παιχνίδια χωρίς φόβο, χωρίς άγχος. Παιχνίδια για το τώρα, δίχως στάλα έγνοια για το μετά.
Κι έφαγα, θυμάμαι, τέτοια ανάστροφη από τη μάνα-πρώτη φορά από εκείνη, συνήθως το ρόλο του «κακού» τον είχε ο πατέρας στο δικό μας σπιτικό, που όλη τη βδομάδα μυξόκλαιγα σα κουτάβι. Είχα λάβει περήφανα δε, ρόλο επιδειξία στο προαύλιο του σχολείου, μοστράροντας την παλάμη της σε άψογη μορφή στα οπίσθια.
Και να, καταμεσήμερο, μάζεψα του λόγου μου τα μπογαλάκια μου-κουβάριασα και το πουλόβερ το παχύ, περπάτησα τάχα δυο τετράγωνα πιο κει, στρογγυλοκάθισα στο χείλος μιας καρότσας κι έσκουζα σαν ξεκαπίστρωτη φοράδα.
Με πήρε πρέφα η κυρά του Μήτσου του σγουρού, να αλυχτάω, με περιμάζεψε η ρουφιάνα απ' το μαλλί, με ξεφόρτωσε ολοταχώς στην πόρτα του σπιτιού. Κι εκεί, ευθείς μπροστά στο τραπέζι της κουζίνας, μέσα στα μονομανή ξεσπάσματα που όλο εντείνονταν, η ψυχή μου άρχισε ξάφνου να καταλαγιάζει.
Γιατί εκεί εμπρός σε δυο πυρωμένα μάτια (της κουζίνας, όχι τα δικά μου) έστεκε η μάνα, στραμμένη στο τηγάνι το βαθύ, χωμένη σε καπνούς μυρωδάτους και ψιλοκομμένα κρεμμύδια. Και τότε ήρθε η καρδιά στη θέση της.
Ρουθούνισα δυο τρεις φορές και μάζεψα μέσα μου όλες τις μυρωδιές που έπαιρναν σάρκα και οστά εκεί μέσα. Γιατί είχε, ξέρετε, η μάνα, έναν περίεργο τρόπο να αγκαλιάζει τα τρόφιμα, να τα περιποιείται τρυφερά κι εκείνα να ανταποδίδουν εκείνη την αγάπη της και να χαϊδεύουν τα πεινασμένα στομάχια μας, τις αδειανές καρδιές μας.
Και με έπιασαν τότε αναθυμιάσεις αγάπης, παραγεμισμένες με κιμά, τρυφερότητα, μπαχάρια και όλα τα σ' αγαπώ του κόσμου. Και χύθηκα με μιας στα σπλάχνα της κι εκείνη κουβέντα τότε δεν είπε.
Κι ευχήθηκα εκείνη τη στιγμή, τα δάχτυλά της, για πάντα ζωγραφισμένα στον πισινό μου να μείνουν. Κι εγώ απ' το πλάι της ποτέ ξανά να μη φύγω…