Όταν, σε απροσδιόριστες συζητήσεις, με απροσδιόριστους μυθικούς εραστές -που καθόλου παραταύτα δε μοιάζουν με τους ήρωες της λογοτεχνίας που αγαπώ, ζητώ να μου κάνουν μία περίεργη ερώτηση (που ναι, είναι περίεργο από μόνο του να ζητάς από κάποιον να σου κάνει μία περίεργη ερώτηση αλλά ενιγουέι) τότε εκείνοι πάντα με ρωτούν: τι φοβάσαι περισσότερο σε αυτή τη ζωή;
Και όσο κι αν ψάχνω ασουλούπωτες, εξέντρικ απαντήσεις για να εντείνω τα πνεύματα του ερωτισμού και να υποστηρίξω την αγαθή πρόθεση κάποιου να με γνωρίσει καλύτερα –αφού αυτός κατά τ'άλλά είναι ο απώτερος σκοπός της κουλής αυτής (αυτό)ερώτησης, και όσο κι αν ξερνάω από βαρεμάρα για τη συνειδητοποίηση της παντελούς έλλειψης πρωτοτυπίας στη φαντασία (καλά να πάθω αφού εγώ τα παροτρύνω) στην πραγματικότητα, τρέμω. Τρέμω να απαντήσω πως δεν ξέρω τι φοβάμαι περισσότερο σε αυτή τη ζωή. Πως όσο κι αν
το σκέφτομαι, μόνο μια πρόχειρη λέξη μου έρχεται στο νου που διόλου δεν έχω διαμελίσει για να ξέρω αν όντως ισχύει. Μα περισσότερο απ' όλα τρέμω καθώς γνωρίζω εκ των προτέρων την διόλου αναπάντεχη και όμοια απάντηση που θα λάβω όταν επιστρέψω το ερώτημα. Τη μοναξιά.
Οι σχετικές έρευνες πράγματι εντοπίζουν την μοναξιά ανάμεσα στους βασικούς φόβους των ανθρώπων (εντός όλων των άλλων όπως αποτυχία, απόρριψη, αβεβαιότητα), τόσο συχνά που πολλές φορές μοιάζει με φοβία. Οι άνθρωποι φοβούνται τη μοναξιά (και ξέρω πως καθόλου εντύπωση αυτό δε σου κάνει, το σκέφτηκες μόλις κι εσύ).
Και έρχομαι τώρα, με μία κούπα μέτριου ελληνικού καφέ, με καπνό που μπαινοβγαίνει στα πνευμόνια μου σα να επιβραβεύομαι για κάτι γαμάτο που κάποτε έκανα, διανύοντας την ουτεκαιεγωξερωποια βδομάδα της καραντίνας, να αναλογιστώ όλους εκείνους τους παράταιρους για την ηλικία τους και για τα πιθανά ποσοστά σεροτονίνης -που θα ΄πρεπε τέλος πάντων να φέρουν ως δημιουργικοί μιλένιαλς, φόβους που κατακλύζουν εκείνους τους νέους. Έρχομαι να τους δώσω άλλοθι για τη μοναξιά που φοβούνται και που τόσο τους
κατηγόρησα.
Αν οι άνθρωποι τρέμουμε ακόμη και στην ιδέα να μείνουμε μόνοι, τότε τι πράγματι
συμβαίνει σήμερα που μας επιβάλλεται να μένουμε μόνοι; Τώρα που όλοι οι μεγάλοι μας φόβοι ενώθηκαν σ' ένα καθολικό λοκντάουν;
Έχουμε σε όλο αυτό, μία τεράστια επιστήμη που σιγοντάρει. Το ερώτημα δεν είναι τι πραγματικά θα συμβεί στα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που έζησαν το λοκντάουν διατηρώντας την εργασία τους από το σπίτι, συμβιώνοντας με αγαπημένους συντρόφους. Το μεγάλο ζήτημα είναι τι θα αφήσει όλο αυτό στους ανθρώπους που έχασαν την δουλειά τους, που δεν καταφέρνουν να θρέψουν τους ίδιους και τις οικογένειες τους, σε εκείνους που έχασαν αγαπημένους, σε εκείνους που έμειναν μόνοι. Τι αλλαγές θα προκύψουν στην προσωπικότητα των ανθρώπων και πότε αυτές θα γίνουν φανερές;
Συνεχίζω να γυροφέρνω την κούπα που κρατώ. Μια στο πάτωμα, μία στα χέρια, μία στα χείλη. Αυτός ο καφές δεν πίνεται. Και αυτή η μοναξιά δεν τρώγεται.
Η σκέψη μου σε εκείνους που παλεύουν να μην παρατήσουν τη ζωή. Σε εκείνους που φοβούνται τη μοναξιά. Ακόμα και στους απροσδιόριστους, άνευ εφευρετικότητας και φαντασίας εραστές που μου γέμισαν το κεφάλι με άψυχες, κυνικές απαντήσεις που καθόλου δε μου πάνε.
Ή που ίσως και να μου πηγαίνουν τελικά.