«Το ότι μπήκε είναι γεγονός…
Το ότι μπήκε σαν υπόθετο… είναι άλλο θέμα.»
Το 2012 εισέβαλε στα ημερολόγια πανηγυρικά. Το ξέρασε το τέλος μιας αντίστροφης μέτρησης, το ξέβρασαν πυροτεχνήματα, το σημάδεψαν σαμπάνιες, το λέρωσαν φιλιά, το χάραξαν μαχαίρια, το δάγκωσαν φλουριά. Σπάσαν για χατίρι του σιωπές, ρόδια, πόδια, τύμπανα, τηλέφωνα, βιτρίνες και ρολόγια. Καταγράφηκε η πρώτη γέννα, η πρώτη πτήση, ο πρώτος έρωτας, το πρώτο αγκυροβόλι. Ύστερα ήρθαν οι ιώσεις, η πρώτη μελανιά, το πρώτο κλάμα, να κι ένας θάνατος, ενάμισης καυγάς, δύο εγκεφαλικά, τρεις κακές διαγνώσεις, ένα ναυάγιο, επτά ληστείες, καινούρια σήριαλ, καινούριοι λογαριασμοί, νέο κύμα κακοκαιρίας, νέα αύξηση στο πετρέλαιο. Ερχόμαστε πιο κοντά για να ζεσταθούμε. Ή τυλίγεται ο καθένας στην κουβέρτα του για οικονομία. Κατεβάζεις και τα στόρια για μόνωση. Γλιτώνεις ψεύτρες λιακάδες και ηδονοβλεψίες γείτονες.
Αρχίζει σιγά σιγά το μολύβι να εξοικειώνεται… με το δυάρι στο τέλος της χρονολογίας, την ατσαλάκωτη λευκή ατζέντα, την πρωτοχρονιάτικη απόφαση που παλεύει να τηρηθεί. Κι όσο παλεύει… τόσο ακονίζει τη μύτη του μήπως και γίνει πιο κοφτερή η υπενθύμιση. Εξοικειώνεται το μολύβι ακόμη και με την ξύστρα που για χάρη μιας έμπνευσης, ύπουλα και σιωπηλά το εξαφανίζει.
Ο καινούριος χρόνος κουβαλάει ανθρώπινα σχέδια και θεϊκά γέλια. Άδειους καμβάδες και παλέτες με χρώματα. «Αν δεν μπορείς να το πεις, τουλάχιστον ζωγράφισέ το», διατάζει. Κι ύστερα ρίχνει μια βροχή που σου κλέβει όλη τη δόξα.
Ο καινούριος χρόνος κουβαλάει άστρα, οράματα και γούρια. Φλιτζάνια με φλύαρα κατακάθια και τράπουλες σημαδεμένες με μελλούμενα. «Αν δεν μπορείς να το δεις, τουλάχιστον παίξτο», διατάζει. Κι ύστερα ρίχνει μια ζαριά που σου κλέβει όλη τη λόξα.
Ο καινούριος χρόνος με βλέπει να κουβαλάω δυο άδεια παγωμένα χέρια. Δεν τα σηκώνω ψηλά. Ούτε ζητάω ελεημοσύνη. Μια κουρασμένη συμμαχία έχω να προτείνω. Κι αυτή τη φορά τον προλαβαίνω: «Κι αν δεν τολμώ να το ευχηθώ, θα προσπαθήσω να το ζήσω».