Σκηνοθεσία: Steven Knight
Ηθοποιοί: Tom Hardy, Olivia Colman, Ruth Wilson
Μια νύχτα όπως όλες τις άλλες, ένας άνδρας αποφασίζει να χάσει τα πάντα. Μπαίνει
στο αυτοκίνητό και φεύγοντας από τη δουλειά του στάματα σε ένα και μοναδικό
φανάρι. Κοιτάζει με χαμένο βλέμμα χωρίς πραγματικά να βλέπει. Ξαφνικά αλλάζει
κατεύθυνση, ξεκινώντας ένα ταξίδι που προορίζεται να βγάλει κάπου, ή να μην
οδηγήσει τελικά πουθενά. Μαζί του κουβαλά πολλές αποσκευές, πολλούς επιβάτες, αλλά
ένας συγκεκριμένος περιμένει, εκεί στο πίσω κάθισμα να δει, να κρίνει, να
απορρίψει κάθε του κίνηση. Ο Άιβαν Λόκ
αυτό το βράδυ θα κάνει το ταξίδι της ζωής του, λουσμένος από τα ηλεκτρικά, υποκίτρινα
φώτα του αυτοκινητόδρομου. Ένας απολυτά συγκροτημένος άνθρωπος, βγαίνει εκτός
πορείας και μεταμορφώνεται σε ένα πληγωμένο παιδί. Σε μια ύστατη προσπάθεια
έλεγχου, συνομιλεί με μια σειρά από χαρακτήρες, από το τηλέφωνο του αυτοκινήτου,
προσπαθώντας σαν ένας ταχυδακτυλουργός, να κρατήσει στον αέρα όλα τα
αντικείμενα, πριν πέσουν. Η πορεία προς το Λονδίνο, γίνεται πορεία προς τη ζωή,
πορεία προς την καταστροφή, τη δημιουργία, τη συνειδητοποίηση.
Ο κατά κύριο λόγο
σεναριογράφος Στίβεν Νάιτ, σε μια από τις ελάχιστες σκηνοθετικές του απόπειρες,
(η προηγούμενη ήταν το σχετικώς αδιάφορο “Redemption”) κατασκευάζει μια ταινία που δίνει νέα πνοή στο
νυχτερινό δραματικό σινεμά. Με γυρίσματα που
πραγματοποιήθηκαν μέσα σε λίγα βράδια, χρησιμοποιώντας πλάνα διαρκείας και
ελάχιστα “κατ”, ο Βρετανός κινηματογραφιστής παραδίδει στο ανυποψίαστο κοινό
ένα δημιούργημα της μιας ανάσας. Ένα φιλμ που μοιάζει τρομακτικά αληθοφανές και
ελαστικό, που ζει, θεμελιώνεται και αναπνέει μέσα από τις αντιθέσεις. Από τη
μια οι ιδιαίτερα στρεσογόνες καταστάσεις που εξελίσσονται στην πλοκή, και από
την άλλη η ήρεμη, σχεδόν απαθής, οργανωμένη φωνή του μοναδικού φυσικού πρόσωπου
που αντικρίζει ο θεατής : του πρωταγωνιστή του. Ο σκηνοθέτης παίρνει την πρωτοβουλία να παίξει
με την κίνηση και τη φόρμα, αλλάζοντας οπτικές γωνιές στην κάμερα, κρατώντας
σταθερή την εικόνα του εσωτερικού του αυτοκινήτου, ενώ το ίδιο το όχημα
βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Το φως χάνεται σιγά σιγά και μετά επανέρχεται, τονίζοντας
νέες λεπτομέρειες. Τις ρυτίδες στο πρόσωπο, τα χέρια που σφίγγουν το τιμόνι, τα
υγρά ματιά του Αίβαν (τεράστιο προνόμιο για το ίδιο το σινεμά). Η σφιχτή
νοηματική ροή, μαζί με το ακέραιο μοντάζ κατορθώνουν, να οπτικοποιεί ο ίδιος
τελικά ο θεατής το αφηγηματικό υπόβαθρο. Το εργοτάξιο, το σπίτι του Λοκ, η
κλινική, όλα εικονογραφούνται από τους “παρατηρητές” της ταινίας, ενώ τα πάντα
μοιάζουν να κινούνται σε ομόκεντρους κύκλους γύρω από τον πρωταγωνιστή (τον
οποίο όσο κι αν επιθυμείς, δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις αντιήρωα).
Η
μεγαλύτερη επιτυχία του Νάιτ έγκειται στο γεγονός ότι καταφέρνει μέσω της
σκηνοθεσίας και κυρίως του σενάριου που υπογράφει ο ίδιος, να προσδώσει ένταση
σε μια φαινομενικά στατική ταινία. Το διαρκές μουσικό της θέμα μεταλλάσσεται κι αυτό, άλλοτε χτυπά ρυθμικά
σαν τους δείκτες του ρολογιού και στη συνεχεία ηχεί γάργαρο, όμοιο με τις
λεύκες διαγραμμίσεις της ασφάλτου, που συγκλίνουν και αποκλίνουν καθώς το
αυτοκίνητο αλλάζει πορεία. Το τσιμέντο, το μπετόν, έχει μια κοσμική σχεδόν
σημασία για τον Άιβαν Λοκ. Η ίδια η αγγλική λέξη “concrete” παραπέμπει και στο
χειροπιαστό, το σαφές. Το τσιμέντο είναι η σταθερή του δύναμη. Το άκαμπτο
δομικό στοιχείο που χρειάζεται προκειμένου να “κάνει το σωστό”, να
ισχυροποιήσει, να βυθίσει το σώμα του γέρα στη γη. Η πίεση όμως του
οικοδομήματος που ο ίδιος έχει χτίσει, δημιουργεί ρωγμές, πιέζει τα θεμέλια της
ύπαρξής του. Ανάμεσα λοιπόν στα πάμπολλα τηλεφωνήματα ο Άιβαν Λόκ σπάει. Εκεί ο
στιβαρός έγκυρος και αξιόπιστος άνθρωπος μιας ζωής, δίνει τη θέση του στον
άγνωστο, αφηνιασμένο, οδυνηρό εαυτό και οι δηλητηριώδεις μονόλογοι αρχίζουν, απέναντι
σε έναν σκοτεινό συνεπιβάτη, ίσως απέναντι και στον ίδιο του τον εαυτό. Όμως γι
αυτόν, ακόμη και ο εκτροχιασμός μοιάζει προγραμματισμένος, μια “τακτοποιημένη”
σύνθλιψη του κόσμου του, όμοια με τις τεχνητές εκρήξεις κατεδάφισης τεράστιων
κτίριων. Συθέμελη και ελεγχόμενη.
Ο μοναδικός έμψυχος ρόλος της ταινίας
έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά στα χέρια του Τομ Χάρντι, ο οποίος, όπως το
κινηματογραφικό του άλτερ έγκο, βυθίζεται στην ερμηνεία της ζωής του. Ο Άγγλος
ηθοποιός, παίζοντας κυρίως με τις μιμήσεις του πρόσωπου και με τον τόνο της
φωνής, φέρνοντας αντιμέτωπες την αυτοπειθαρχία με τη θυελλώδη οργή, κατορθώνει
να μεταδώσει βαρύτητα και πάθος σε έναν ρόλο που αλλιώς θα έμοιαζε νωθρός και δύσκαμπτος.
Ένας φιλόσοφος του λογικού, που όμως, τεράστιο κομμάτι του χαρακτήρα του το
οφείλει στα συναίσθημα του παρελθόντος. Ο Χάρντι κάνει αισθητή την παρουσία του
όχι με το παρουσιαστικό, άλλα με τη σιωπή, αποδεικνύοντας ότι μπορεί να
ερμηνεύσει μέσα σε έναν πολύ ασφυκτικό χώρο, σε ένα στενό πλαίσιο. Με μικρές, σχεδόν
αδιόρατες κινήσεις, εμπλουτίζει το ρόλο του με μεγαλειώδη τρόπο, προσπαθώντας
να κατευνάσει την εσωτερική του οργή, επιχειρώντας αυτή τη φορά όχι να πείσει
τους άλλους, αλλά τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς η νύχτα έχει το τίμημά της
στους ώμους του, στα μάτια του. Ταυτόχρονα, η ρομποτική φωνή του συστήματος
κλήσεων του αυτοκινήτου (ξεκάθαρα γυναικεία) μας ενημερώνει για τις παράλληλες
κλήσεις που περιμένουν να απαντηθούν, εντείνοντας την αγωνιά, τυλίγοντας
περισσότερο το κουβάρι, δείχνοντας το λάθος δρόμο.
Το “Locke” μοιάζει να μην διαθέτει σχεδόν τίποτε. Παρόλα αυτά σου δίνει την
πεμπτουσία του σινεμά. Ένα πρόσωπο, ένα ψέμα, ένα ταξίδι στο σκοτάδι. Έναν
άνδρα σε μετάβαση, “κλειδωμένο”, που ζει πνιγμένος από τον ίδιο του τον έλεγχο,
αντιμετωπίζοντας μια κρίση βάθια καθημερινή, γι αυτό και πιο τρομακτική. Μια
μικρή-μεγάλη ταινία στην οποία το αυτοκίνητο μετατρέπεται σε θεατρική σκηνή, οπού
το δράμα υπαινίσσεται, είναι αόρατο άλλα τόσο ρεαλιστικό, οπού το τσιμέντο
είναι “τόσο εύθραυστο όσο το αίμα”. Ένα φιλμ προκλητικό, θρασύ, ανεστίαστο, που
καταφέρνει να αποκτήσει τη δική του δυναμική, ισχυροποιώντας δεσμούς, ή
κόβοντας άλλους. Ένας συγκλονιστικός Χάρντι καδραρισμένος με συνταρακτικό κινηματογραφικό
μινιμαλισμό.