Γράφει η Φανή Εμμανουήλ
Με αφορμή την προβολή της ταινίας αυτό το Σάββατο στο σινεμά Απόλλων, η Φανή Εμμανουήλ γράφει για το οπτικοακουστικό υπερθέαμα του JacquesDemy, που φέτος συμπληρώνει 60 χρόνια.
Το 1964, η ταινία του Jacques Demy, Les Parapluies de Cherbourg (Ομπρέλες του Χερβούργου) κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο 17ο Φεστιβάλ των Καννών, σηματοδοτώντας μια σημαντική στροφή στον γαλλικό κινηματογράφο. Η ταινία σύστησε στο κοινό έναν σκηνοθέτη με μια μοναδική οπτική, η οποία τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο αγαπημένους δημιουργούς της Γαλλίας. Ένα τολμηρό πείραμα τόσο σε στυλ όσο και σε φόρμα, οι Ομπρέλες του Χερβούργου είναι ένα μουσικό έργο με πλήρη απουσία διαλόγου. Αντ’ αυτού, όλα είναι όλα τα λόγια τραγουδιούνται, με τη μουσική του MichelLegrand να ενισχύει συναισθηματικά κάθε στιγμή. Η εντυπωσιακή χρήση των χρωμάτων και η πρωτοποριακή μουσική αφήγηση άγγιξαν σε βάθος το κοινό, αλλά ήταν η αντανάκλαση των πραγματικών θεμάτων, όπως ο πόλεμος της Αλγερίας και οι μεταβαλλόμενοι ρόλοι των γυναικών, που της έδωσαν διαχρονικό αντίκτυπο.
Η ταινία εκτόξευσε επίσης την καριέρα της Catherine Deneuve. Η ερμηνεία της ως Genevieve, τη μετέτρεψε από μια σχετικά άγνωστη ηθοποιό στη μούσα του Demy και συνέχισε να πρωταγωνιστεί σε εμβληματικά του έργα, όπως το Les Demoiselles de Rochefort (1967) και το Peaud‘Âne (1970).
Οι ομπρέλες σηματοδότησαν μια σημαντική στιγμή στην ιστορία των Καννών, ακολουθώντας άλλους εμβληματικούς νικητές του Χρυσού Φοίνικα όπως η La Dolce Vita (1960) και το Le Guépard (1963) ενώ παράλληλα ανοιξαν την πόρτα για άλλες πρωτοποριακές ταινίες, όπως το Un homme et une femme (1966) και το Blow-Up (1967).
Η αφήγηση της ταινίας εξερευνά τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα της ζωής: επιτυχία και αγώνα, νεότητα και ωριμότητα, αγάπη και πόνο. Χωρισμένη σε τρία κεφάλαια—που διαδραματίζονται το 1957, το 1959 και το 1963—ακολουθεί την ερωτική ιστορία του μηχανικού Guy Foucher και της Genevieve Emery, η οποία εργάζεται στο κατάστημα ομπρελών της μητέρας της. Η αγάπη τους χωρίζεται από κοινωνικές πιέσεις, οικογενειακές υποχρεώσεις και την επιστράτευση του Guy στον πόλεμο της Αλγερίας. Όταν επιστρέφει πιά, όλα έχουν αλλάξει.
Οπτικά, η ταινία αποτελεί μια πανδαισία για τις αισθήσεις, με παστέλ αποχρώσεις που δημιουργούν ένα ονειρικό σκηνικό. Η μουσική του Legrand αντανακλάμε αρμονία τη μαεστρική σκηνοθεσία του Demy. Το παιχνίδι των χρωμάτων, της μουσικής και των συναισθημάτων είναι επιμελώς δομημένο, είτε πρόκειται για τη δραματική εμφάνιση μιας μαύρης ομπρέλας καθώς οι δύο ερωτευμένοι χωρίζονται, είτε για τον τέλειο συγχρονισμό μεταξύ των κοστουμιών και των σκηνικών. Η συνεργασία μεταξύ των Demy, Lagrant αλλά και του διευθυντή παραγωγής Bernard Evein έχει περάσει πλέον στο κινηματογραφικό πάνθεον ενώ έχει εμπνεύσει σύγχρονα αριστουργήματα όπως το La La Land (2016) του Damien Chazelle και την Barbie (2023) της Greta Gerwig. Μάλιστα και ο ίδιος ο Demy προσπάθησε να ξαναβρεί τη μαγεία της στις Les Demoiselles de Rochefort(1967). Ωστόσο, οι ομπρέλες παραμένουν ένα τολμηρό και πρωτότυπο κινηματογραφικό πείραμα ανάλογη της διαχρονικής ποιότητα που χαρακτηρίζει και την μούσα του, Catherine Deneuve.
Ο Demy χρησιμοποίησε αυτή την ταινία για να επεκτείνει τα όρια της γαλλικής Nouvelle Vague, συνδυάζοντας τις αρχές της με στοιχεία της παραδοσιακής χολιγουντιανής κινηματογραφίας. Μια τολμηρή κίνηση καθώς η Nouvelle Vague γενικά επιδίωκε να απομακρυνθεί από αυτή την παράδοση. Ωστόσο, ο Demy θεωρείται ευρέως ως πρωτοπόρος του ρεύματος.
Η ταινία έχει χαρακτηρισθεί ως «το πιο συγκινητικό από τα κινηματογραφικά μιούζικαλ, ίσως η πληρέστερη έκφραση της διαχρονικής γοητείας του Demy με τη διασταύρωση της πραγματικής ζωής, της τύχης και της μαγευτικής τέχνης της κινηματογραφικής ψευδαίσθησης». Η απόρριψη της τυπικής χολιγουντιανής αφήγησης που θέλει την αγάπη να κατακτά τα πάντα, είναι ίσως και η πιο ισχυρή της δήλωση. Παρόλο που η Genevieve αγαπά τον Guy, τελικά δεν καταλήγει μαζί του. Έχουν ένα παιδί μαζί, αλλά ο Guy δεν το συναντά ποτέ ούτε δείχνει ενδιαφέρον για να το γνωρίσει, κάτι που απέχει πολύ από τις επιταγές και τον καθωσπρεπισμό του Χόλυγουντ της εποχής. Αντί να προσφέρει ένα παραμυθένιο φινάλε, η ταινία παρουσιάζει μια πιο ειλικρινή αντανάκλαση των πολύπλοκων πτυχών της ζωής.
Η ταινία δεν διακηρύσσει ότι η αγάπη κατακτά τα πάντα, ότι η αρετή ανταμείβεται ή ότι τα χρήματα δεν έχουν σημασία για τους αγνούς στην καρδιά. Αντιθέτως, αντιμετωπίζει τις λιγότερο ανυψωτικές πραγματικότητες της ζωής, ενώ παράλληλα βρίσκει υπέρβαση σε αυτές. Οι ευαισθησίες του Demy αλλά και η ανάγκη της Nouvelle Vague για ρεαλιστική απεικόνιση χαρακτήρων και καταστάσεων, οδηγούν σε αυτή την αυθεντικότητα καθώς το κίνημα ήθελε τον κινηματογράφο να αντικατοπτρίζει τις αληθινές συναισθηματικές εμπειρίες της ανθρώπινης ζωής, απομακρυνόμενος από τα χαρούμενα τέλη που συνήθως βλέπουμε στις χολιγουντιανές ταινίες.
Παράλληλα, ο Demy χρησιμοποιεί την ταινία ως μια εθνική αλληγορία για τον πόλεμο της Γαλλίας στην Αλγερία. Η στράτευση του Guy στον πόλεμο οδηγεί στον χωρισμό του από τη Genevieve. Η Αλγερία όμως, δεν εμφανίζεται ποτέ στην ταινία — παραμένει μια απόμακρη και αφηρημένη έννοια, όπως ακριβώς θυμάται ο πόλεμος στη γαλλική εθνική μνήμη. Η μόνη της σημασία στην ταινία είναι το πώς επηρεάζει τις ερωτικές ζωές των Γάλλων χαρακτήρων.
Το Χερβούργο, ως τοποθεσία, είναι σημαντικό λόγω της ιστορίας του ως στρατιωτικό και ναυτικό λιμάνι κατά τη διάρκεια του πολέμου— και η χρήση του αποτελεί μια διακριτική αναφορά στον πραγματικό ρόλο του πετρελαίου και του πολέμου. Η δουλειά του Guy ως μηχανικός και το μετέπειτα όνειρό του να ανοίξει βενζινάδικο αντικατοπτρίζει αυτό το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο.
Η χρήση του χρώματος στην ταινία είναι από τα πιο αξέχαστα χαρακτηριστικά της. Το σπίτι της Genevieve είναι γεμάτο με παστέλ ροζ και μπλε. Οι εσωτερικές σκηνές λάμπουν μεταξύ σταθερών παστέλ χρωμάτων και έντονων μοτίβων. Σε αντίθεση, οι εξωτερικές σκηνές είναι πιο μονότονες και «σκοτεινές». Η εμμονή του Demy με το χρώμα εκτείνεται από την ταπετσαρία μέχρι τα ρούχα των χαρακτήρων. Αυτά τα ζωντανά χρώματα δεν είναι απλώς αισθητικές επιλογές· αντικατοπτρίζουν τις συναισθηματικές καταστάσεις των χαρακτήρων, κάνοντας το κοινό να νιώθει τις χαρές και τις λύπες τους καθώς χρησιμοποιεί το χρώμα, το τραγούδι και το mise-en-scène για να δημιουργήσει βάθος και συναίσθημα.
Τελικά, οι Les Parapluies de Cherbourg είναι το νεύμα του Demy στον κλασικό κινηματογράφο του Χόλιγουντ, ενώ ταυτόχρονα επαναστατεί εναντίον του. Μέσα από τους χαρακτήρες του, την παλέτα χρωμάτων και την καινοτόμο κινηματογραφία, συνδύασε δύο διακριτά κινηματογραφικά στυλ για να δημιουργήσει κάτι εντελώς δικό του. Αυτό το αντι-μιούζικαλ είναι κάτι περισσότερο από μια ιστορία αγάπης—είναι μια αντανάκλαση των πραγματικών ανθρώπινων εμπειριών, γεμάτη πολυπλοκότητες, καρδιοχτύπια και την αναγνώριση ότι δεν έχουν όλες οι ιστορίες ευτυχισμένο τέλος.