Η
Λεωφόρος των Μαρτύρων, μία από τις κεντρικές οδικές αρτηρίες του
Μπανγκουί, είναι σχεδόν έρημη. Φαίνεται ειρηνική. Είναι δύσκολο κανείς
να φανταστεί τις βίαιες αψιμαχίες που συμβαίνουν ανάμεσα σε ένοπλες
ομάδες στο συγκεκριμένο σημείο της πόλης τη νύχτα. Το κοινοτικό
νοσοκομείο αναφοράς της πρωτεύουσας βρίσκεται στην περιοχή, όχι πολύ
μακριά από το στάδιο. Τα ετοιμόρροπα κτίρια της μοναδικής μονάδας
τραυμάτων της πόλης αυτή τη στιγμή βρίσκονται υπό τη διαχείριση των
Γιατρών Χωρίς Σύνορα.
«Τον προηγούμενο Νοέμβριο, είχαμε ήδη διαπιστώσει σημαντικά κενά στη
χειρουργική περίθαλψη και ξεκινήσαμε να δουλεύουμε στις 2 Δεκεμβρίου»
εξηγεί η Gaffric. «Κανείς δεν υποπτευόταν τότε πως η κατάσταση θα
εκτροχιαζόταν τρεις ημέρες μετά». Εκείνη την ημέρα , δεχτήκαμε 120
πληγωμένους ασθενείς και άλλους 60 την επόμενη ημέρα. Ήμασταν πνιγμένοι.
Έπρεπε να διαχειριστούμε την κατάσταση κάτω από εξαιρετικά δύσκολες
συνθήκες. Επικρατούσε χάος. Επειδή το νοσοκομείο δεν είχε αρκετό χώρο,
στήσαμε σκηνές δίπλα από το κτίριο για να στεγάσουμε ασθενείς που είχαν
ανάγκη μετεγχειρητική φροντίδα. Με τον καιρό και ενώ η επείγουσα
κατάσταση συνεχιζόταν, βελτιώσαμε τη ροή των ασθενών, τη διαχείριση των
επειγόντων και την ποιότητα της θεραπείας.»
Από τότε που ξεκίνησε τη λειτουργία της, η μονάδα έχει περιθάλψει
περισσότερους από 800 τραυματίες, οι περισσότεροι εκ των οποίων έφεραν
τραύματα από σφαίρες και μαχαίρια. Στις 11 Ιανουαρίου, μετά την
παραίτηση του πρώην προέδρου Djotodia, δεχτήκαμε περισσότερους από
πενήντα ασθενείς στο κοινοτικό νοσοκομείο, οι οποίοι είχαν παραπεμφθεί
από άλλα κέντρα υγείας των Γιατρών Χωρίς Σύνορα που βρίσκονται στο
Μπανγκουί ή από καταυλισμούς για εσωτερικά εκτοπισμένους κατοίκους στην
πόλη. Ένας άνδρας ήρθε με το ασθενοφόρο. Είχε πυροβοληθεί στο πόδι και
προσπάθησε να περιθάλψει μόνος του το τραύμα. Η μόλυνση ήταν τόσο σοβαρή
ώστε έπρεπε να ακρωτηριαστεί το πόδι του. Κάποιος άλλος είχε ένα
ατύχημα με μοτοσικλέτα. Ένας τρίτος είχε πληγές από μαχαίρι. Κάθε μέρα
συρρέει μεγάλος αριθμός ασθενών και κάθε περιστατικό είναι διαφορετικό.
Κατά μέσο όρο, 20 πληγωμένοι άνθρωποι έρχονται κάθε μέρα στο
νοσοκομείο, με τη ροή να κορυφώνεται συγκεκριμένες ημέρες.
«Οι κύριες δυσκολίες έχουν να κάνουν με την έλλειψη ασφάλειας και τη
διαχείριση χρόνου. Κυρίως γιατί πρέπει να φεύγουμε από το νοσοκομείο
όχι αργότερα από τις 6.00 μ.μ., όταν δηλαδή ξεκινά η απαγόρευση
κυκλοφορίας,» αναφέρει η Jessie. «Εννέα άτομα από το διεθνές προσωπικό
και περίπου 50 άτομα από την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία εργάζονται στη
συγκεκριμένη εγκατάσταση. Από αυτούς κάποιοι κατοικούν σε κατασκηνώσεις
εκτοπισμένων. Δεν μπορούν να έρθουν για δουλειά όταν γίνονται
εχθροπραξίες και κάποιες φορές πρέπει να μένουν και να κοιμούνται στο
νοσοκομείο. Αυτό που είναι επίσης εντυπωσιακό είναι η σοβαρότητα των
τραυμάτων , είτε προέρχονται από μαχαίρι είτε από ματσέτα. Μαρτυρούν τη
βία και τη σκληρότητά της.»
Έως σήμερα, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα διαχειρίζονται και τις δύο
χειρουργικές αίθουσες του κοινοτικού νοσοκομείου. Η Διεθνής Επιτροπή του
Ερυθρού Σταυρού (ICRC) πρόσφατα ανέλαβε τη μία από τις δύο. Στο τέλος,
η ICRC αναμένεται να αναλάβει την ευθύνη για ολόκληρο το χειρουργικό
τμήμα και οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα ετοιμάζονται να εργαστούν σε άλλο
νοσοκομείο της πόλης.
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα εργάζονται στην
Κεντροαφρικανική Δημοκρατία από το 1997. Σήμερα, λειτουργούν 7 σταθερά
προγράμματα στο Μπατανγκάφο, την Μπογκίλα, το Καρνό, το Καμπό, το
Νντέλε, το Πάουα και το Ζεμιό, καθώς και τέσσερα επείγοντα προγράμματα
στο Μπάικι, το Μποσανγκόα, το Μπούκα και το Μπρία. Κινητή ομάδα
προσφέρει περίθαλψη στους καταυλισμούς στο Μπάικί. Οι MSF επιδιώκουν να
ξεκινήσουν δράσεις στα νοσοκομείο στο Μπανγκασού και το Ουανγκό.
Συνολικά, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα προσφέρουν δωρεάν ιατρική περίθαλψη σε
εφτά νοσοκομεία, δύο ιατρικά κέντρα και 40 ιατρικά σημεία, με ομάδες
αποτελούμενες από περισσότερα από 100 άτομα διεθνές προσωπικό και 1.100
άτομα ντόπιο προσωπικό.