Η
οικονομική κρίση και οι συνέπειες αυτής τα τελευταία χρόνια, δεν θα μπορούσαν
να είχαν αφήσει ανεπηρέαστα τα Μέσα στην Ελλάδα και ειδικά την τηλεόραση. Αυτό
φυσικά είναι προφανές, αν αναλογιστεί κανείς τι υπάρχει στο τηλεοπτικό
πρόγραμμα των καναλιών τα τελευταία τρία με τέσσερα χρόνια. Επαναλήψεις,
εκπομπές με κόνσεπτ που επαναλαμβάνεται, φθηνές παραγωγές που επηρεάζουν την
ποιότητα, χαμηλού επιπέδου σήριαλ, ξενόφερτες σειρές, telemarketing.
Σε μια περίοδο που οι περισσότεροι
Έλληνες μένουν στο σπίτι λόγω έλλειψης χρημάτων, υπάρχει η ανάγκη για μια
τηλεόραση που θα ψυχαγωγεί τους πολίτες και δεν θα τους πλασάρει φθηνό και
κακής ποιότητας πρόγραμμα, σαν αυτό που βλέπουμε, ως επί το πλείστο, σήμερα.
Ένας λόγος που αυτό συμβαίνει είναι γιατί, επικρατεί η άποψη ότι ένα ποιοτικό
τηλεοπτικό πρόγραμμα δεν μπορεί να είναι χαμηλού προϋπολογισμού.
Τα τηλεοπτικά προγράμματα, αυτή την
περίοδο, χωρίζονται σε δυο κατηγορίες. Πρώτον, κυριαρχούν οι εκπομπές που,
εξαιτίας των χορηγών και των διαφημίσεων, απευθύνονται στο καταναλωτικό κοινό.
Παρατηρείται μεγάλη αύξηση της προβολής εταιριών σε ζωντανές εκπομπές, ενώ οι
περισσότερες έχουν τοποθέτηση προϊόντος. Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε εκπομπές
που προσπαθούν κατά κάποιο τρόπο να «απαλύνουν» τον πόνο των κατώτερων οικονομικά
τάξεων που δεν έχουν την δυνατότητα να αγοράσουν τα διαφημιζόμενα προϊόντα.
Προγράμματα του τύπου: μαγειρέψτε οικονομικά, φτιάξ' το μόνος σου, οικονομικές
λύσεις κτλ, κάνουν θραύση στην τηλεόραση του σήμερα.
Για να έρθει μια θετική αλλαγή στην
τηλεόραση θα πρέπει να αναθεωρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο ορίζεται η επιτυχία
σε αυτή. Μέσω των πρωινών και μεσημεριανών ψυχαγωγικών εκπομπών και των θεμάτων
που αυτές επιλέγουν να προβάλλουν δικαιολογείται ένα στερεότυπο που περνά από
γενιά σε γενιά και γίνεται όλο και πιο επικίνδυνο. Από πού υπενθυμίζεται μέσα
από τις εκπομπές lifestyle, είναι
η άποψη ότι η σκληρή δουλειά δεν αποφέρει δόξα και χρήμα. Πράγματι, οι
δημοφιλείς παρουσιαστές των εν λόγω εκπομπών, γεύονται καθημερινά την επιτυχία
προσφέροντας ελάχιστα στην ψυχαγωγία και ακόμη λιγότερα στην εξέλιξη της
τηλεόρασης. Επιπροσθέτως, η υπερβολική οικειοποίηση και η «ξαφνική αγάπη»
μεταξύ των παρουσιαστών και των καλεσμένων καθώς και το σκορπισμένο soft-porn σε όλη
τη διάρκεια των εκπομπών υποβαθμίζουν κι άλλο την ποιότητα της ζώνης.
Όσον αφορά τις ψυχαγωγικά προγράμματα
στην απογευματινή και τη βραδινή ζώνη, αποτελούνται κυρίως από σειρές και
σήριαλ, ελάχιστα βραδινά talkshowκαι
σατυρικές εκπομπές. Υπάρχουν επίσης κάποια talentshow, τηλεπαιχνίδια και realityshow.τα προγράμματα αυτά είναι χωρισμένα στις
δυο κατηγορίες που αναφερθήκαμε πιο πάνω. Από την μια πλευρά, έχουμε σειρές και
σήριαλ με ευκατάστατους πρωταγωνιστές και μεγάλες βίλες στα προάστια της
Αθήνας. Ταυτόχρονα, δίνονται χρήματα σε εκπομπές με ακριβά σκηνικά και
καλοντυμένους παρουσιαστές. Η πολυτέλεια και η χλιδή είναι τουλάχιστον
προκλητική για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Από την άλλη πλευρά ωστόσο,
έχουμε εκπομπές, κυρίως σατυρικές, οι οποίες φαίνεται να υποστηρίζουν και να ταυτίζονται
το δίκαιο του λαού. Σχήμα οξύμωρο, αν αναλογιστεί κανείς τις περιουσίες και τον
τρόπο ζωής των παρουσιαστών αυτών.
Ωστόσο, αν στόχος του
κειμένου αυτού είναι να παρουσιαστεί όσο καλύτερα γίνεται η πραγματικότητα στην
ιδιωτική τηλεόραση του σήμερα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η φετινή χρονιά έφερε
κάποια βελτίωση από τις προηγούμενες. Προβλήθηκαν κάποια καινούρια σήριαλ, αλλά και εκπομπές. Εξακολουθεί,
όμως να χρήζει αλλαγών, ίσως τώρα περισσότερο από ποτέ.
Αρχικά, μια σημαντική αλλαγή που
πρέπει να γίνει είναι ότι οι διευθυντές προγράμματος θα πρέπει επιτέλους να
ξεφύγουν από την πεπατημένη οδό και να φέρουν την διαφορά στο είδος των εκπομπών
κάθε ζώνης. Για παράδειγμα, οι εκπομπές Lifestyle και τα ψυχαγωγικά μαγκαζίνο το
μεσημέρι αν άλλαζαν σημαντικά στοιχεία όπως τους παρουσιαστές, την ώρα
προβολής, ακόμα και το κόνσεπτ, θα έφεραν ανατροπές στα ελληνικά δεδομένα.
Επίσης, σημαντικό και απαραίτητο
είναι να εμφανιστούν στην τηλεόραση νέα πρόσωπα με φρέσκιες ιδέες. Αυτό έχει
ιδιαίτερη σημασία και θα μπορούσε να αποδειχτεί κερδοφόρο, καθώς θα προσέγγιζε
το νεανικό κοινό της χώρας, το οποίο είναι το πιο σημαντικό στην μέτρηση της
τηλεθέασης.
Η αντικατάσταση των φθηνών – από όλες
τις απόψεις – show με
ποιοτικές εκπομπές ίσως άλλαζε την άποψη που έχει ο κόσμος για την τηλεόραση.
Ντοκιμαντέρ με θέματα που αφορούν την νεολαία, ενημέρωση για φλέγοντα ζητήματα
και κυρίως αφύπνιση του κοινού δεν πρέπει να περιορίζονται στην πολύ πρωινή
ζώνη και τα δελτία των 8. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την άφιξη νέων προσώπων.
Τέλος, οι υπεύθυνοι των καναλιών θα
πρέπει να ακούν τη γνώμη του κοινού, πέρα από τα ποσοστά τηλεθέασης. Με αυτό
τον τρόπο, όλοι θα ήταν κερδισμένοι: το κοινό θα έβλεπε προγράμματα που
επιθυμεί, οι διευθυντές προγράμματος θα έπαιρναν φρέσκιες ιδέες και οι εταιρίες
θα μπορούσαν να αποφασίσουν ευκολότερα τις ώρες προβολής των διαφημίσεών τους.
Αν όλα τα παραπάνω μπορούν να επιτευχθούν σε συνδυασμό με έναν οικονομικό
σχεδιασμό, το μέλλον του Μέσου θα είναι πολύ διαφορετικό. Κλείνοντας, θα πρέπει να
σημειωθεί ότι η τηλεόραση, είναι το μαζικότερο μέσο επικοινωνίας και, σε
συνδυασμό με το χαμηλό κόστος της, θα μπορούσε να είναι ένα μέσο αφύπνισης και
πραγματικής ενημέρωσης του πολίτη αλλά και να συμβάλλει στην αντιμετώπιση της
παρούσας κατάστασης.