HomeCinemaJoker: Folie à Deux – μια τολμηρή...

Joker: Folie à Deux – μια τολμηρή μουσική τρέλα που θολώνει τις γραμμές μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας

Γράφει η Φανή Εμμανουήλ

Το Joker: Folie à Deux είναι αμφίσημο από τον τίτλο. Η ταινία αποτελεί συνέχεια της πρώτης και πραγματεύεται την δικαστική διαμάχη που θέλει να αποδείξει πως ο Άρθρουρ, ως αποτέλεσμα της κακοποίησης που πέρασε όταν ήταν παιδί, έχει αναπτύξει μια ακόμα προσωπικότητα, τον Τζόκερ. Ο δεύτερος είναι αυτός που διέπραξε τα εγκλήματα στην πρώτη ταινία, και η δικηγόρος του υποστηρίζει πως είναι ένα βαθύτατα άρρωστο και τραυματισμένο άτομο που πρέπει να εισαχθεί σε μονάδα ψυχικής υγείας, αντί για το σκληρό Arkham State Hospital όπου κρατείτε προσωρινά.

Το sequel δεν ανοίγει με μια μεγάλη δραματική σκηνή, όπως η πρώτη ταινία, ούτε με ένα μουσικό νούμερο όπως υπονοούσαν τα τρέιλερ. Αντίθετα, ξεκινάει με ένα κινούμενο σχέδιο που προμηνύει τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν. Μια παρωδία των καρτούν της Warner Bros. από τη δεκαετία του ’40, όπου μια θεατρική εκδοχή του Άρθουρ παραδίδεται κυριολεκτικά στη φονική του σκιά, με μουσική υπόκρουση το τραγούδι “Me and My Shadow”, προετοιμάζοντας το έδαφος για μια σύγκρουση ανάμεσα στη φαντασία της κλασσικής μουσικής της Χρυσής Εποχής και της σκληρή βίας του πραγματικού κόσμου. Ο Joker περπατά αλαζονικά στο φουαγιέ ενός κινηματογράφου, περνώντας μπροστά από αφίσες του Fred Astaire στο The Band Wagon, του Frank Sinatra στο Pal Joey και της Gwen Verdon στο Sweet Charity — όλα έργα που επηρεάζουν αργότερα τις μουσικές επιλογές της ταινίας. Όμως, σύντομα, το αίμα θα λεκιάσει την οθόνη. Δημιούργημα του σπουδαίου Γάλλου animator Sylvain Chomet (υποψήφιο για Όσκαρ με το The Triplets of Belleville), το καρτούν λειτουργεί ως ένας παιχνιδιάρικος φόρος τιμής στον κόσμο των παλιών κινούμενων σχεδίων, αλλά και ως προειδοποίηση για τον διχασμένο μουσικό κόσμο στο μυαλό του Joker.

Όμως αυτή η τρέλα για δύο που προμηνύει ο τίτλος, αφορά τον Άρθρουρ και τον Τζόκερ, ή τον Άρθρουρ και την Λί, μια τρόφιμο του Arkham που έχει εμμονή μαζί του. Η Λί (Χαρλίν Κουινζέλ ή Χάρλεϊ Κουίν), βλέπει στο πρόσωπο του μια έμπνευση για να ικανοποιήσει και να εκφράσει τα πιο σκοτεινά της ένστικτα. Όποτε τον κοιτάει τα μάτια της λάμπουν, ο υπόλοιπος κόσμος μπορεί να τον θεωρεί τρελό, αλλά εκείνη τον κοιτάζει και βλέπει τον Τζόκερ. Καθώς η σχέση τους ανθίζει, σιγά σιγά ο Άρθουρ ανοίγεται και μαζί του ανοίγει και η χρωματική παλέτα της ταινίας. Ο Άρθουρ είναι κάποιος που ο κόσμος έχει παραμελήσει, αλλά η Λι τον βλέπει διαφορετικά. Ενώ κάθονται μαζί στο δωμάτιο αναψυχής του Arkham, παρακολουθώντας το The Band Wagon, όπου ο Φρεντ Αστέρ τραγουδά το “That’s Entertainment”, ερμηνεύουν το τραγούδι με ήπιες, μελαγχολικές νότες με την μουσική να γίνεται ένα παράθυρο στη φαντασία τους, με σκηνές σκηνοθετημένες σαν τα κλασσικά technicolor μιούζικαλ της MGM, αν και το σκηνικό είναι απλά μια φυλακή. Ο Phillips συνθέτει από την αρχή μουσικές στιγμές που έχουν περάσει στην ιστορία του κινηματογράφου όπως το “Bewitched, Bothered and Bewildered” από το Pal Joey, το “Get Happy” της Judy Garland από το Summer Stock και το “Gonna Build a Mountain” του Antony Newley από το Stop the World: I Want to Get Off της δεκαετίας του ’60.

Το μοναδικό σόλο τραγούδι της Lady Gaga είναι το “That’s Life” του Frank Sinatra, που ακούγεται στη διασκευή του πάνω από τους τίτλους τέλους, με το sequel να κλείνει υπό τους ίδιους ήχους που έριξε την αυλαία του και το original. Ο Phillips εσκεμμένα αποφεύγει τα τυπικά εντυπωσιακά μουσικά νούμερα, χρησιμοποιώντας τη μουσική για να υπογραμμίσει τις σημαντικές στιγμές της ιστορίας, κάνοντάς την να μοιάζει με φυσική συνέχεια των διαλόγων. Η Lady Gaga δίνει μια φανταστική ερμηνεία, ενσαρκώνοντας την ιδέα της φανατικής θαυμάστριας, η οποία έλκεται από όλα τα σκοτεινά στοιχεία μιας τραγικής φιγούρας. Ο χαρακτήρας της όμως, δικαίως έχει κριθεί ως παραγκωνισμένος. Παρά την εκκωφαντική παρουσία της κάθε φορά που βρίσκεται στην μεγάλη οθόνη, γρήγορα περνάει στο περιθώριο δίνοντας την θέση της σε μακρές δικαστικές σκηνές που επαναλαμβάνουν τα γεγονότα της προηγούμενης ταινίας, μια επιλογή του Phillips που ανά διαστήματα μοιάζει με χαμένη ευκαιρία. Η επιλογή μιας σούπερ σταρ της γενιάς σε έναν ρόλο που φαίνεται φτιαγμένος για να αναδείξει τόσο τα εξαιρετικά της ταλέντα στο τραγούδι όσο και την καθηλωτική της παρουσία στην οθόνη, μόνο και μόνο για να την αφήνει κυρίως στο παρασκήνιο ή να διακόπτει απότομα τις μουσικές της ερμηνείες, καταλήγει να φαίνεται πολύ πιο εγκληματική από οτιδήποτε έχει κάνει ο Άρθρουρ στην προηγούμενη ταινία.

Το Joker: Folie à Deux εκ πρώτης όψεως να φαίνεται φιλόδοξο και προκλητικό, αλλά στην ουσία του είναι μια υπερβολικά προσεκτική συνέχεια. Ο Phillips δημιούργησε μια ταινία όπου ο Άρθουρ δεν απειλεί τις ηθικές ευαισθησίες κανενός. Στην πραγματικότητα, χάνει το μοναδικό καλό πράγμα που του συνέβη ποτέ — την αγάπη της Λι — επειδή αρνείται τον Τζόκερ μέσα του. Τώρα, είναι απλώς ένας κλόουν που τραγουδά και χορεύει, ζώντας μέσα στη φαντασία του. Είναι όμως μια ακούσια απόφαση του σκηνοθέτη να κατευνάσει τα πνεύματα μετά την κριτική της πρώτης του ταινίας;

Η κυκλοφορία του πρώτου Joker συνδέεται με μια μυθολογία αναταραχής. Η ταινία θεωρήθηκε από αρκετούς κριτικούς ως μια αλληγορία της εποχής του Τραμπ, με τον Άρθουρ ως έναν πικρόχολο incel που ξεσηκώνει μια εξέγερση, ακριβώς όπως έκανε και ο Τραμπ κατά τις εκλογές 2016. Λόγω αυτού κυριάρχησαν αυξημένα μέτρα ασφαλείας, καθώς φοβόντουσαν πως η απεικόνιση βίας στην ταινία θα μπορούσε να εμπνεύσει επιθέσεις, με τις μνήμες από την επίθεση στο Κολοράντο το 2012 κατά τη διάρκεια προβολής του The Dark Knight Rises που στοίχισε την ζωή σε 12 θεατές, να ενισχύουν αυτές τις ανησυχίες. Ορισμένοι κινηματογράφοι απαγόρευσαν στους θεατές τα κοστούμια και τις μάσκες, αύξησαν την αστυνομική παρουσία ενώ μερικοί έφτασαν στο σημείο να αρνηθούν να προβάλλουν την ταινία. Παρά την ένταση και μερικές μικρές αναταραχές, δεν σημειώθηκε κάποιο σοβαρό περιστατικό. Παράλληλα ο Άρθρουρ έγινε ένας από αυτούς τους he’s literally me χαρακτήρες μαζί με τον Patrick Bateman και τον δισυπόστατο Tyler Durden, εμπνέοντας μια από τις πιο σκοτεινές γωνιές τους ίντερνετ να συμφωνήσουν ομόφωνα πως we live in a society.

Όποιος όμως και αν είναι ο λόγος που παίρνει αυτή την απόφαση, το αποτέλεσμα αποδίδει στο μέγιστο, δημιουργώντας ένα κράμα ανάμεσα σε ένα καθαρό jukebox musical που αντλεί έμπνευση από τα μεγάλα αμερικανικά μιούζικαλ της δεκαετίας του ’50, και τις σκοτεινές ταινίες δράσης που χαρακτηρίζουν την αισθητική της DC. Προσωπικά δεν θεωρώ πως ο λόγος ήταν να δημιουργήσει κάτι πιο mainstream και εύπεπτο και τρέφω μεγάλο σεβασμό στον Todd Phillips που δεν αρκέστηκε απλώς στο να δημιουργήσει μια προβλέψιμη συνέχεια μετά την επιτυχία της πρώτης του ταινίας. Αντίθετα, έκανε μια τολμηρή δημιουργική κίνηση, φτιάχνοντας ακριβώς αυτό που ήθελε: ένα τρελό μιούζικαλ που θολώνει τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Παράλληλα, αποτελεί φόρο τιμής σε ένα από τα πιο παραγνωρισμένα και διασκεδαστικά είδη του αμερικανικού κινηματογράφου. Δημιουργεί ένα pop υπερθέαμα. Μια ταινία που σκόπιμα στερεί από το κοινό της όλα όσα έχει μάθει να περιμένει—αρχικά με λεπτότητα και στη συνέχεια όσο πιο in your face γίνεται. Πόσο υπέροχο και δυστυχώς σπάνιο πλέον το να βγαίνουμε από την κινηματογραφική αίθουσα έκπληκτοι;

 

 

 

Related stories

Queer | Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ θα ήταν περήφανος. Αλλά μάλλον δεν θα τον ένοιαζε

Από το Γιώργο Καρακασίδη Βιβλία, κυάλια με χάρτινες εικόνες, όπλα...

Σε αυτά τα μέρη στη Θεσσαλονίκη η διασκέδαση θυμίζει τις παλιές καλές εποχές

Σου προτείνουμε επιλογές που εγγυημένα θα σε κάνουν να...

Οι Χαΐνηδες έρχονται στο We το Σάββατο 18/1 για μια μοναδική συναυλία!

Μια κολεκτίβα αληθινής τέχνης για πάνω από τρείς δεκαετίες....

Βόλτα στις αθηναϊκές σκηνές: “Dumb Waiter” του Χάρολντ Πίντερ και «Ήρωες» με ήρωες του θεάτρου

Γράφει το Θεατρόφυλλο Μια βόλτα στις πολυάριθμες (και) φέτος αθηναϊκές...