Ποια είναι η μοίρα των κατασκόπων μετά το τέλος του
πολέμου;
Η Κατρίν είναι φαινομενικά μια ευτυχισμένη
σύζυγος, κόρη, μητέρα και γιαγιά που ζει στην Νορβηγία. Φέρει όμως ένα βαρύ
φορτίο καθώς είναι ένα από τα παιδιά του προγράμματος Lebensborn, καρποί
δηλαδή των Γερμανών στρατιωτών κατοχής και των ντόπιων γυναικών κάθε χώρας. Τα
παιδιά αυτά χωρίστηκαν από τις οικογένειες τους και μεταφέρθηκαν στην Γερμανία
για να φροντίσει για την ανατροφή τους το “Άρειο” κράτος, όντας παιδιά Γερμανών
και άρα ανώτερα. Η Κατρίν είναι μια από τις λίγες περιπτώσεις όπου μετά
το τέλος του Β Παγκοσμίου πολέμου επανασυνδέθηκε με την μητέρα της στην
Νορβηγία – ήταν πλέον 25 ετών, έχοντας μεγαλώσει στον ανατολικό Βερολίνο.
Ξεπερνώντας όμως όλον τον παιδικό κατατρεγμό της, καταφέρνει να βρει την μητέρα
της και έπειτα να χτίσει μια οικογένεια. Όταν ένας δικηγόρος όμως αναταράσσει
τις παλιές υποθέσεις Lebensborn, δημιουργεί μια σχισμή από όπου το παρελθόν
ξεπηδάει και σαρώνει την ευτυχία και την ζωή της Κατρίν.
Η ταινία ισορροπεί ανάμεσα σε κατασκοπευτική και
κοινωνική, λαμβάνοντας θετικά στοιχεία και από τις δύο αλλά και αρνητικά. Από
την πρώτη στιγμή είναι ξεκάθαρο πως η Κατρίν δεν είναι αυτή που υποστηρίζει όλα
αυτά τα χρόνια. Σταδιακά αυτό όμως χάνει το ενδιαφέρον του. Η αγωνία που
προσπαθεί να χτίσει η ταινία γύρω από τις λεπτομέρειες έχει μικρή σημασία καθώς
δεν μας ενδιαφέρει ποια ακριβώς είναι η Κατρίν. Αυθόρμητα έχει προκύψει
το βαθύτερο και ισχυρότερο ζήτημα της ανατροπής του φυσιολογικού. Όταν οι
εσωτερικοί ρόλοι της οικογένειας ανατρέπονται, αδυνατώντας να ξεχωρίσουν πλέον
το αληθινό και το πλαστό. Όταν μαθαίνεις ότι η μητέρα, η γυναίκα η κόρη σου
είναι κάποια άλλη. Αυτό είναι το πραγματικό θέμα τόσο για την Κατρίν όσο
και για εμάς – πως θα την αντιμετωπίσουν οι άνθρωποι που την αγαπούν. Η ταινία
μας φέρνει σε ένα έντονο όριο – και στην κρίσιμη στιγμή ξεφουσκώνει. Και εκεί
έρχομαι σε μια μεγάλη διαφωνία με την ταινία.
Πόσο εύκολα οι χαρακτήρες απορρίπτουν τον άνθρωπο που
αγαπούν. Πολύ εύκολα τον αρνούνται σβήνοντας μόνοι τους και από επιλογή σχέσεις
μητέρας – κόρης και κυρίως σχέσεις ερωτικές. Οι τεράστιες συγκρούσεις που
έπρεπε να υπάρχουν φυσικά, εκλείπουν. Το ψέμα αρκεί για να αναιρέσει την
αλήθεια της αγάπης; Την αλήθεια του έρωτα; Όχι, ευτυχώς όχι. Και εκεί μας χάνει
η ταινία. Μας σερβίρει μια εύκολη (και ηθική) λύση. Και τελικά η υπόθεση ξεπέφτει
και γίνεται κοινότοπη και προβλέψιμη. Και αυτό με ενοχλεί γιατί για λίγο την
ένιωσα να με προκαλεί. Με έφερε στην άκρη του ψυχικού μου καθίσματος και
απείλησε να με ρίξει. Αλλά δίστασε.
Υπάρχει και ένα τελευταίο. Οι άνθρωποι που συνεχίζουν να
υποφέρουν εξαιτίας του πολέμου. Του κάθε είδους πολέμου. Αυτών που οι πληγές
που δημιουργούν χρειάζονται πολλές γενιές για να επουλωθούν. Για να πάψουν να
στάζουν αίμα και δηλητήριο. Για τέτοιες πληγές είναι υπεύθυνη η ανθρωπότητα και
πάντα υποφέρουν οι αθώοι. Σε αυτό με βρίσκει σύμφωνο η ταινία – η ευθύνη είναι
ευρέα και έτσι πρέπει να την νιώθουμε. Μέχρι να γιατρέψουμε τις πληγές μας.
Το “Two lives” (ή η ελληνική απόδοση “Διπλή ζωή) αποτελεί
την φετινή πρόταση της Γερμανίας για την βραδιά των Όσκαρ.