Μεγαλώνοντας αγάπησα τον χειμώνα. Λίγο λίγο απομυθοποίησα τα ζεστά απογεύματα και τον καυτό ήλιο, και αγάπησα τις κόκκινες μύτες, τα τεράστια κασκόλ, τον κρύο αέρα και τα παγωμένα δάχτυλα.
Έχει κάτι ο χειμώνας που σε κάνει να τον αγαπάς όσο μεγαλώνεις. Να τον καταλαβαίνεις, να τον περιμένεις. Να πέσεις σε χειμερία νάρκη. Να μπεις στο σπίτι, να κλείσεις την πόρτα, να σηκώσεις την κουβέρτα μέχρι τη μύτη σου. Να αγαπήσεις τα ζεστά ροφήματα, τις σούπες, τις χοντρές σου κάλτσες.
Να καταλάβεις το νόημα του σπιτιού που γίνεται καταφύγιο. Να καταλάβεις το νόημα του χειμώνα. Το νόημα της φωλιάς σου.
Και μπορεί τα ζώα να πέφτουν σε χειμερία νάρκη γιατί δεν μπορούν να επιβιώσουν, αλλά εσύ ξέρεις πως ο παγωμένος και φαινομενικά αφιλόξενος χειμώνας είναι γεμάτος ζεστασιά. Όσο πιο κρύα έξω, τόσο πιο ζεστά μέσα, τόσο πιο πολύ το σώμα μας μαζεύεται, τόσο πιο σφιχτά αγκαλιαζόμαστε. Μέσα στη φωτιά του χειμώνα φτιάχνεις τις νέες σου αρχές.
Και λίγο πιο εκεί ο νέος χρόνος αρχίζει και πάλι.
Και θα μας αφήσει ένα – δυο μήνες να κλειστούμε βαθιά μέσα μας, να αναθεωρήσουμε και να καταλάβουμε τον κόσμο. Και μετά, ένα πρωί, ο χειμώνας φεύγει αθόρυβα, όπως κάθε φυσική αλλαγή, τόσο αθόρυβα που είναι σαν ψιθύρισμα, και σηκώνεις το κεφάλι απορώντας πώς τα κατάφερες και φέτος και επέζησες.
Αλλά μετά από τόσους χειμώνες,
ήδη θα ξέρεις οι χειμώνες τι σημαίνουν.