Είναι φθινόπωρο και θέλω να ζήσω τόσο τις μέρες που να αλλάξουν χρώμα.
Να γίνουν κίτρινες σαν τα φύλλα στο Νυμφαίο,
πορτοκαλί σαν τις κολοκύθες που μαγειρεύει η Τ. στα Κυριακάτικα τραπέζια,
σκούρο πράσινο σαν το φόρεμα της μαμάς μου που φοράει στις βόλτες μας,
βαθύ μπλε, σαν τη γραβάτα του μπαμπά μου τα Σάββατα
και απαλό ροζ όπως τα όνειρα που κάνουν τα κορίτσια.
Είναι φθινόπωρο και θέλει μουσική.
Η μουσική να είναι άλλοτε δυνατή για μεθύσι, καπνούς και χορό
και άλλοτε σιγανή σαν κοντσέρτο για έναν.
Η βαλίτσα μου να μένει ανοιχτή για ένα ακόμα ταξίδι
Και τα βιβλία μου διαβασμένα, με τσαλακωμένες σελίδες.
Τα παπούτσια μου πάντα δίπλα στην πόρτα για μία ακόμη βόλτα
Και το παλτό μου ζεστό για μεταμεσονύκτιες περιπλανήσεις.
Και απόψε να μην έχω δικαιολογία για να κοιμηθώ νωρίς, γιατί είναι φθινόπωρο.
Γιατί οι μέρες αυτές είναι κάπου στο ανάμεσα – στο ανάμεσα πάντα συμβαίνουν φοβερά πράγματα, αν το καλοσκεφτείς –
Ούτε εδώ ούτε εκεί, ούτε κρύο ούτε ζέστη, ούτε καλοκαίρι, ούτε χειμώνας,
Απλά τώρα, εδώ
Και ραδιόφωνα ανοιχτά να ακούγονται όσοι μιλούν ακόμα στα εφεμ,
και ίντερνετ κλειστό, για να μη μάθω τίποτα απόψε. Μόνο κάτω από το σεντόνι απόψε.
Ό,τι έγινε, ας περιμένει το πρωί.