Σινεματογράφος: Έρωτας, Πολιτική και Αυνανισμός στην 7η Τέχνη
Γιατί τόσος κόσμος προτιμά την βλακεία;
Μία γυναίκα βιώνει έναν χωρισμό, ένας άνδρας τσακώνεται στην δουλειά, μία μάνα δεν αντέχει το παιδί της. Επιστρέφουν σπίτι, κλείνονται στο δωμάτιο τους, παραγγέλνουν φτηνό φαγητό και βάζουν τηλεόραση. Η μία θα δει το Sex and the City, ο άλλος Champions League και η τρίτη κάθε πρωί θα πει νοητά καλημέρα στη Μενεγάκη. Αυτή αποτελεί την δυστυχή και αυτο-πλανούμενη καθημερινότητα που μας τροφοδοτεί για να συνεχίζουμε εντός της αέναης λούπας που λέγεται ζωή. Μία καθημερινότητα χωρίς λύση, αφού της λείπει οποιοδήποτε ουσιαστικό μέσον για διαφυγή. Μία καθημερινότητα βλακείας. Ή μήπως και όχι;
Στο παρελθόν έχω γράψει ένα εκτενές κείμενο πάνω στο καταστροφικό δικαίωμα στην βλακεία, όταν αυτό υιοθετείται σε μαζικό επίπεδο, αλλά και του τραμπουκισμού στον οποίο υπόκειται μαζικά η διανόηση.
Διαβάστε
εδώ
Παρότι σαφώς δεν αμφισβητώ σε τίποτα όσα έγραψα, σήμερα αποφάσισα να ταχθώ στην απέναντι όχθη. Η βλακεία άλλωστε είναι τόσο αρχαία όσο είναι και ο πολιτισμός αφού ανέκαθεν αποτελούσε το φτωχό, περιφρονημένο ξαδερφάκι του.
Σε έναν κόσμο που δεν διστάζει μέσω της υπερπληροφόρησης να μας υπενθυμίζει πως οι απειλές στην υγεία και τις επιθυμίες μας μπορεί να ξεκινήσουν από την απλούστερη παράβλεψη μέχρι την πιο αναπόφευκτη επέμβαση της τύχης και που διαρκώς μας τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια, έναν κόσμο στον οποίο αρκετοί από εμάς βρίσκουμε τον εαυτό μας σε κάποια συχνή ταραχή, η οπτική που έχουμε για την καθημερινότητα μας αργά ή γρήγορα αρχίζει να αλλοιώνεται για να γίνει δύσμορφη.
Όλα βεβαίως είναι ζήτημα του νου και του πως και με τι εφόδια θα διαχειριστεί τα έντονα ερεθίσματα και προβλήματα που καλείται να λύσει από το εξωτερικό του περιβάλλον κάθε φορά που η πραγματικότητα θα έρθει να μας χτυπήσει την πόρτα. Συνεπώς, όταν η διαχείριση γίνεται αδύνατη, όταν το βάρος της πίεσης φλερτάρει με τα όρια της τρέλας, ένα είναι το φάρμακο, και δεν είναι άλλο από την υπέρμετρη, ανούσια, άσκοπη και ασυγχώρητη βλακεία. Όταν όμως μιλάμε για βλακεία, πρέπει να την ξεχωρίσουμε από τον ιδέα της ψυχαγωγίας για να πλησιάσουμε τον όρο entertainment, διότι δεν υπάρχει προϋπόθεση αγωγής στο entertainment. Την ένοχη παρηγοριά που μας προσφέρει μία σαπουνόπερα, τον ενθουσιασμό που θα μας προκαλέσει η τελευταία ταινία του Michael Bay, όλα εκείνα τα εσωτερικά στοιχεία που με μεγάλη μας ντροπή θα μας ενώσουν με την μάζα από την οποία επιθυμούμε τόσο να αποστασιοποιούμαστε και συχνά περιφρονούμε.
Η βλακεία για αυτούς και για εμάς είναι ιερή διότι δίχως αυτήν, η απόσπαση από τα προβλήματα μας είναι αδύνατη. Η χωρισμένη θα δει την Carrey και θα πιστέψει πως και αυτή είναι μία ανεξάρτητη και θελκτική γυναίκα που αν επιθυμούσε θα είχε τον κόσμο στα πόδια της, ο κουρασμένος από την δουλειά θα δει τον Spiderman και θα νιώσει πως υπάρχει μία δικαίωση σε όσα τραβάει διότι κι αυτός αν ήθελε θα μετατρεπόταν από looser σε ήρωα. Ακόμα χειρότερα, θα γυρίσει να δει το απαύγασμα σκουπιδιών που λέγεται Reality T.V και μέσα από την έκκληση που θα κάνει στα πιο ταπεινά του συναισθήματα, θα νιώσει καλύτερα με τον εαυτό του διότι δεν θα ναι τόσο άθλιος όσο οι πρωταγωνιστές τους. Με όλα του τα στραβά και δια μέσου της φτηνής κριτικής θα ξαναθυμηθεί ότι είναι αξιόλογος άνθρωπος. Πλάνη; Σαφώς. Περιττή πλάνη, ίσως και όχι.
Εξαιρώντας τα reality που δεν μπορώ να τα φανταστώ να προσφέρουν κάτι άλλο πέραν του ολοκληρωτικού εκφυλισμού, αυτή η απόσπαση από την καθημερινότητα δεν λειτουργεί πάντα αποπροσανατολιστικά – εκτός της αξίας που έχει μία τάδε μυθοπλασία που έχω αναπτύξει σε άλλα κείμενα για να μας δίνει κουράγιο, παραδόξως όταν γίνεται σωστά, μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην αλήθεια και η αλήθεια (εκείνη που κουβαλάμε ως μέτρο επιβίωσης τουλάχιστον) λέει πως αυτή την στιγμή τίποτα δεν είναι σημαντικότερο από την ψυχική σου υγεία.
Κανείς σαφώς δεν είναι καλύτερος εκμεταλλευτής της ψυχικής υγείας από τον καπιταλισμό. Με την διαρκή παραγωγή βάλσαμων και μαγικών φίλτρων που βρίσκονται στα πόδια μας για διαρκή παρηγοριά, η βλακεία και η φτήνια όχι μόνο έχει βγει εκτός ορίων αλλά επειδή διαρκώς καταφεύγουμε σε αυτήν χάνει και τον σκοπό της, οδηγώντας μας σε ακόμα μεγαλύτερη ποσότητα ζήτησης που οδηγεί τόσο στην συνολική όσο και την ατομική καταστροφή. Σαφώς το κυρίαρχο στοιχείο, όμως που διαχωρίζει το Χόλιγουντ από τον ποιοτικό κινηματογράφο είναι πως εκεί που η διανόηση θα περιφρονήσει τις μικρές αγγαρείες των άβουλων μαζών, το Χόλιγουντ, εξυπηρετώντας και μη – τους σκοπούς του, θα τους πλησιάσει και θα τους πει καταλαβαίνω το πρόβλημα σου και για μένα είναι σημαντικό – είσαι σημαντικός. Αυτό το είσαι σημαντικός είναι το μεγαλύτερο βάλσαμο στην φοβία που μας προκαλεί ο ασταθής κόσμος, ότι είμαστε ασήμαντοι και ότι η κατάληξη μας θα είναι ίση αυτής της φοβίας. Η Carrey και ο Spiderman θα μας δώσουν αξία και θα τους αγαπήσουμε διότι εκείνοι δεν μας κρίνουν, δεν προσπαθούν να μας βγάλουν από τα νερά μας, μας καταλαβαίνουν. Μας αποδέχονται. Ακόμα και αν δεν πεθαίνουμε της πείνας, ακόμα και αν δεν είμαστε ψυχικά ασθενείς, ακόμα και αν δεν περνάμε τις μέρες μας σκεπτόμενοι για την πάλη των τάξεων και δεν κατανοούμε μεγάλες και πολύπλοκες λέξεις. Η ύπαρξη μας, τα πιστεύω μας, οι ανάγκες μας βρίσκουν ένα αντίκτυπο και όσο περισσότερο ο κόσμος γύρο μας καταρρέει, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη μας να πιστέψουμε πως κάποτε θα πάμε και εμείς στην Νέα Υόρκη και θα φοράμε Manolo Blahnik.
Έχει ειπωθεί ότι ο καταναλωτισμός θρέφει τους δυστυχισμένους ανθρώπους, το άτομο που δεν είναι καλά θα καταφύγει στην εύκολη κατανάλωση. Η κατανάλωση της βλακείας δεν αποτελεί μόνο αντιπροσωπευτικό δείγμα ευφυίας και καλλιέργειας αλλά και του πόσο καλά είμαστε.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως οι τάξεις, οι οποίες είναι πιο επιρρεπείς στα φτηνότερα είδη βλακείας είναι και εκείνες που δέχονται το μεγαλύτερο κοινωνικό φορτίο, που είναι ασθενέστερες οικονομικά και που δεν έχουν ούτε τον χρόνο ούτε τις ψυχικές αντοχές να ασχοληθούν με τα μεγάλα και σπουδαία ιδεώδη. Δεν είναι τυχαίο επίσης το γεγονός ότι υπό μεγάλες κοινωνικές πιέσεις οι μάζες ενδίδουν στις πιο βλακώδεις λύσεις και ιδεολογίες (πολιτικές, θρησκευτικές κ.λ.π). Μπορεί για τους κλειδοκράτορες της κοινής λογικής, το να μην υπερβείς κάποια συγκεκριμένα όρια πολιτισμού να θεωρείται αυτονόητο, για τα θύματα των συνθηκών που επιτρέπουν σε αυτήν την κοινή λογική να ακμάσει, αποτελεί ένα βήμα προ του παραλογισμού διότι ήδη βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού των ψυχικών αντοχών τους. Συνεπώς αυτές οι μάζες πέφτουν σε μία αέναη λούπα δουλειάς και βλακείας η οποία τους καταδικάζει σε ακόμα περισσότερη δουλειά, σε άγνοια και σε φανατισμό. Δεδομένου αυτού, είναι τεράστια υποκρισία να μιλάμε για απαίδευτες και ηλίθιες μάζες χωρίς να αναλογιστούμε το ψυχολογικό φορτίο με το οποίο καλούνται διαρκώς να αντεπεξέλθουν:
Απλήρωτοι λογαριασμοί, απλήρωτος μισθός, ακριβές αρρώστιες, ένα παιδί που περιμένει δώρα τα Χριστούγεννα, ένας γιος στο εξωτερικό, απωθημένα με την σύζυγο, παιδικά τραύματα, μεταναστευτικό ζήτημα, κρίση, τρομοκρατικά χτυπήματα και μία πλεούσα οικολογική καταστροφή που μπορεί να δώσει μία άδοξη κατάληξη σε όλα. Πάρε και έναν Σαρτρ να σου μιλήσει για την Καταδίκη του να είσαι ελεύθερος και έναν Ντοστογιέφσκι να σε εισαγάγει στην αθλιότητα της ρωσικής κοινωνίας του 19ου αιώνα και θα βρεις την αλήθεια. Όχι, ευχαριστώ. Και αυτό το όχι ευχαριστώ σημαίνει πως είσαι και βασανισμένος και βλάκας χωρίς σωτηρία.
Δεν είσαι βλάκας δίχως σωτηρία διότι αναζητάς την βλακεία, γίνεσαι βλάκας χωρίς σωτηρία όμως όταν σου αρκεί.
Η αξία και ο μεγάλος κίνδυνος της βλακείας έγκειται στο γεγονός ότι εγγυάται την συνέχεια της κατάστασης μας, it keeps us going και για αυτό πέφτει τόσο μα τόσο (μα τόσο) χρήμα στην παραγωγή της. Όπως στους πολέμους διοργανώνονταν παραστάσεις και συναυλίες για το στρατιωτικό σώμα, ούτως ώστε την επόμενη μέρα να μπορούν να δώσουν τον δυναμικό τους εαυτό και να θυσιαστούν στο πεδίο της μάχης, έτσι και εμείς βομβαρδιζόμαστε με πληθώρα διασκεδαστικών μέσων ούτως ώστε να καταφέρνουμε καθημερινά να επιστρέφουμε στην μάχη για να λειτουργούν τα γρανάζια της κοινωνίας.
Αποκαθηλώνοντας όμως το entertainment από τους πολιτικούς του σκοπούς, στην ζωή δεν έχουμε πραγματικά άλλη επιλογή από το να προχωράμε.
Για να πολεμήσουμε λοιπόν την βλακεία και κατά συνέπεια τον φανατισμό που προέρχεται από την υπερ-απλούστευση που χαρίζει στο μυαλό μας, σε όλες της τις εκφάνσεις (πολιτική, θρησκευτική, αισθητική), πρέπει να την αποδεχθούμε και κυρίως να την αναγνωρίσουμε ως αναπόσπαστη ανάγκη εντός της ύπαρξης μας.
Αν υποθέσουμε πως η βλακεία είναι η ψευδαίσθηση σταθερότητας και η νόηση είναι η διαρκής αμφισβήτηση, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί τα δύο αυτά στοιχεία πρέπει να συνυπάρχουν με μέτρο.
Ο άνθρωπος όση ανάγκη έχει να θέτει ερωτήματα, τόση ανάγκη έχει να έχει σταθερές, ακόμα και αν πρόκειται να τις ανατρέψει, πρέπει αυτές να προϋπάρχουν διότι χωρίς αυτές δεν υπάρχει καμία ελπίδα ανατροπής. Τις σταθερές που δεν συναντάει στην πραγματικότητα του (δουλειά, εισόδημα, μέλλον) τις αναζητά εξωγενώς νοητικά και εδώ έρχεται το μεγάλο έγκλημα διότι ο ορισμός μίας υγιούς κοινωνίας προϋποθέτει ακριβώς το αντίθετο, σταθερότητα πρακτική και αμφισβήτηση νοητική. Δεν γίνεται να έχουμε την απαίτηση, τόσο από εκείνον, όσο και από τον εαυτό μας να πρέπει να αντιμάχεται διαρκώς μία ασταθή πραγματικότητα με μία ακόμη πιο ασταθή διανόηση. Διότι τι άλλο είναι η βλακεία παρά μία υπερ-απλούστευση των πάντων; Μία υπενθύμιση πως τα πράγματα είναι απλά και σταθερά, μία παρουσίαση της κανονικότητας και της λογικής σε έναν κόσμο που διαρκώς φανερώνεται να είναι ασταθής και πολύπλοκος; Η πραγματικότητα είναι παράλογη διότι κυριαρχείται από αντιφάσεις, οι οποίες της δίνουν αξία αλλά στις οποίες ταυτόχρονα καλούμαστε διαρκώς να αντεπεξέλθουμε και η βλακεία είναι η κατάρριψη των αντιφάσεων, ή η αποδοχή τους στο σημείο όπου μπορεί να δοθεί μία εύκολη λύση με όσο το δυνατόν λιγότερη θυσία. Σε μία δύσκολη πραγματικότητα, είναι απαραίτητη και η παρουσία της ευκολίας.
Σαφώς και οφείλει κανείς – ειδικά σε άσχημες περιόδους, να έχει επαφή με κάθε Σαρτρ και κάθε Ντοστογιέφσκι διότι όχι μόνο θα τον κάνουν να κατανοήσει το πρόβλημα του, θα τον ενδυναμώσουν και θα του αποφέρουν λύσεις. Εκείνοι θα του χαρίσουν την πραγματική λογική, ενώ η βλακεία θα τον κρατάει πίσω ορίζοντας του αυτή μία έτοιμη λύση. Από την άλλη βέβαια είναι δύσκολο να αμφισβητήσουμε το γεγονός ότι όλα αυτά είναι πολύ πιο δελεαστικά στην προσέγγιση τους όταν έχεις πληρωμένο πετρέλαιο.
Ο άνθρωπος που δεν βρίσκει άσυλο, θα βρει άσυλο στα έργα που μιλούν για ανθρώπους που δεν βρίσκουν άσυλο; Που τους υπενθυμίζουν πόσο ανυπόφορη και ψυχοφθόρα είναι η κοινωνική και ψυχολογική συνθήκη της ζωής που διανύει;
Ο κόσμος της νόησης συνδέει συχνά την ευτυχία με την πλάνη και ο λόγος είναι η ευρέως αποδεκτή ύπαρξη της βλακείας. Όντως, οι πιο βλακώδεις και απαίδευτοι άνθρωποι συνήθως είναι και οι πιο ευχαριστημένοι – έναν ευτυχισμένο βλάκα βέβαια έχω ακόμα να γνωρίσω. Ο κόσμος της νόησης όμως κάνει ένα μεγάλο σφάλμα, διότι επίσης διακατέχεται από τις σταθερές του και μία από αυτές είναι η αποδοχή μίας τάδε δυστυχίας, την οποία και δικαιώνει διότι όλως παραδόξως, έχει συχνά την κυνική πεποίθηση ότι γνωρίζει. Αν όμως ο ρομαντισμός αποτελεί τον ορισμό του αιθεροβάμονα, η βεβαιότητα που σου προσφέρει ο κυνισμός αποτελεί το μεγαλύτερο ρίσκο του σφάλματος ή της αυτοπλάνης. Η διανόηση δεν ξεφεύγει από την ανάγκη της βεβαιότητας, αφού είναι προϋπόθεση για μία τάδε ύπαρξη λογικής. Η εισαγωγή της βλακείας λοιπόν έρχεται σαν αντίμετρο στην γνώση και την ποιότητα των γραμμάτων και επιτρέπει την ανακατανομή. Η ανακατανομή αυτή δεν έρχεται διότι έχει κάτι να σου προσφέρει νοητικά, συγκεκριμένα δεν έχει απολύτως τίποτα να προσφέρει νοητικά, αλλά ψυχολογικά έχει την δύναμη να επουλώνει την σύγχυση που προκύπτει όταν φτάνεις στην απελπισία. Μπορεί να σου προσφέρει όχι μόνο ευχαρίστηση αλλά ακόμα και χαρά. Η βλακεία, όπως και οι ανούσιες μικρές δράσεις της καθημερινότητας αποτελεί την σωτήρια λέμβο πάνω στην οποία ξεπλένουμε την βαρύτητα της πραγματικότητας ή του εφιάλτη στον οποίο υποκύπτει το μυαλό υπό πίεση και η οποία σε έναν ισχυρό βαθμό διασφαλίζει ότι τα φρένα μας παραμένουν σώα.
Ας θυμηθούμε πως ο μεγαλύτερος ενθουσιασμός και χαρά που νιώθαμε όταν ήμασταν μικροί, συνοδευόταν από μία καθαρή δόση βλακώδους βεβαιότητας. Ότι αυτό που μας συμβαίνει είναι τέλειο! ότι αγαπάμε και αγαπιόμαστε απολύτως. Ταυτόχρονα και η δυστυχία μας ήταν απόλυτη, ότι το γδάρσιμο στο γόνατο είναι το χειρότερο πράγμα στον κόσμο. Ήμασταν στην στιγμή διότι είχαμε βεβαιότητα και το να ζεις στην στιγμή είναι η μεγαλύτερη επιβεβαίωση της ύπαρξης μας.
Καταλήγουμε λοιπόν ότι στον κόσμο που κυριαρχείται από αντιφάσεις, ο κόσμος στον οποίο καλούμαστε να υπάρχουμε είναι πολύπλοκος και είναι τόσο πολύπλοκος που επιβάλλεται να είναι και απλός παράλληλα. Κατ'επέκταση, για να επιβιώσεις εντός του πρέπει συνειδητά να είσαι και νοήμων και βλακώδης.
Όταν, λοιπόν, καταδεικνύουμε μία ηλίθια μερίδα που απορρίπτει το νέο διαμάντι του τάδε σκηνοθέτη και που αγκαλιάζει μία τάδε αντίληψη που οδηγεί στον μηδενισμό, ίσως είναι περισσότερο δείκτης του δικού μας ναρκισσισμού και έλλειψης συμπόνοιας, παρά του ότι όντως ανησυχούμε για την ευημερία του.
Όταν κάποιος προτιμά το σκουπίδι, οφείλεις να αναρωτηθείς τι μέσα του είναι αρκετά σάπιο για να το αναζητά και γιατί.