HomeΘέματαΗ Έλευση της Αντί-κουλτούρας και η Επίθεση...

Η Έλευση της Αντί-κουλτούρας και η Επίθεση στην Διανόηση

Ο Isaac Asimov φέρεται να είχε δηλώσει πως στις Η.Π.Α η άγνοια έχει θεμελιωθεί λατρευτικά ως μία ιδιαίτερη κουλτούρα με μία τάση αντι-διανοουμενισμού που εισχώρησε στον πολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο της χώρας, ενθαρρύνοντας την ιδέα πως Δημοκρατία σημαίνει ότι “η δική μου άγνοια έχει την ίδια αξία με την δική σου γνώση”. Παρότι η “γνώση” είναι μία έννοια μακράν παρεξηγήσιμη που μπορεί να σφετερισθεί ο καθένας από εμάς, η συγκεκριμένη λογική σήμερα ακούγεται πολύ ενδιαφέρουσα. Όντως, όταν όλα έχουν ισοπεδωθεί, η απάντηση πιθανότατα να βρίσκεται εκεί που ξεκίνησε το δικαίωμα στην φτήνια.

Από το 2007 έγινε εμφανές ότι η πυραμίδα αξιών αργοκαταρρέει και μαζί με αυτήν οι άλλοτε “αμετάκλητες” προσωπικότητες γραμμάτων και τεχνών πέφτουν αργά αργά στην βάση της. Είτε εκφυλίζονται για να γίνουν πιο ευρέως αποδεκτές, είτε απλά δεν έχουν πια που να σταθούν, διότι η ανάγκη επαφής της κοινωνίας με την “ύψιστη” κουλτούρα έχει απομυθοποιηθεί μαζί με όλα και η μαζική απαίτηση της “γνώσης” του παρελθόντος αντικαταστήθηκε από πολλά πράγματα, ανάμεσα τους το “Entertainment” το οποίο κολλάει σχεδόν όπου κολλούσε κάποτε η κουλτούρα: στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία αφήνοντας ίσως μόνο τα εικαστικά να απέχουν διότι είχαν ήδη το δικό τους αγοραστικό κοινό.

Όλη αυτή η κατάσταση παρότι υπήρχε από τις αρχές του 20ου αιώνα, υπολογίζω να πήρε φωτιά περίπου στην δεκαετία του 80, ύστερα από την έντονη μαζικοποίηση της επαφής με την κουλτούρα κατά το 60-70 με το μπαμ εικαστικών και πολιτικών κινημάτων της εποχής.

Ύστερα από όλη αυτή τη πνευματική έλευση, την μαζική προσβασιμότητα προς την τέχνη και το πνεύμα ήρθε η εκτίμηση, η προτίμηση της ουσίας έναντι του περιβλήματος που συμβάδιζε με μία τάδε επαναστατική ιδεολογία της εποχής, πράγμα φυσικό. Όταν θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο προς το καλύτερο, ψάχνεις τα καλύτερα πρότυπα για να σου δείξουν τον δρόμο. Ήρθε επίσης η μόδα και ύστερα από την μόδα που καθιέρωσε την άνεση και επιθυμητή οικειότητα που απέκτησε ο κόσμος με το πνεύμα, ήρθε η απεικόνιση του πνευματικού κόσμου στα μέσα ενημέρωσης και τέλος έφτασε και η σάτυρα. Λογική και πραγματικά άκακη, μία σάτιρα δικαιωμένη μεν, καταδικαστική δε. Από τον “κουλτουριάρη” Κωνσταντίνο Μαρκορά, στον Βυζαντινολόγο Κωνσταντίνο Κατακουζινό, στα πετυχημένα σκερτσάκια των Αμάν. Η σάτιρα αυτή ήταν κατ ουσίαν άκακη και αρκετά πετυχημένη, το πρόβλημα είναι ότι αποτέλεσε μία ευρεία απεικόνιση μιας καρικατούρας του πνεύματος σε μία εποχή που το πνεύμα σε ευρή επίπεδο δεν προσέφερε πια αντίβαρο της σημασίας του. Οι μισοί κορυφαίοι του πνεύματος είχαν γεράσει και τοποθετηθεί από την κοινωνία σε ένα αμετάκλητο βάθρο, είτε το επιθυμούσαν είτε όχι. Οι νεότεροι αυτών, πριν προλάβουν να τους αντικαταστήσουν επάξια ήρθαν αντιμέτωποι με ένα εμπορικό κύμα που έστρωσε το χαλί προς το άγνωστο τότε εμπορικό κιτς. Τα ιδεολογικά κινήματα ήσαν προετοιμασμένα για όλα, εκτός από την ευκολία της ευρύτατης αποδοχής.

Η σάτιρα είναι πραγματικά άκακη και φυσική, το θέμα όμως είναι ότι αυτό που για κάποιους ενήλικες υπήρξε σάτιρα- μία γουστόζικη αναφορά σε πράγματα που όλοι γνώριζαν και μπορούσαν να απολαύσουν, για τα παιδιά τους υπήρξε πρότυπο, ένα πρότυπο αρκετά άκριτο αλλά άμεσο, μία εικόνα που ήταν αρκετή για να καταχωρήσουν στο νεαρό τους μυαλό την “κουλτούρα”. Την μετάλλαξη της σάτιρας σε πρότυπο την καταλαβαίνει κανείς όταν βλέπει σήμερα εννιάχρονα να χορεύουν το Gangnam Style, κάτι άκακο για σάτιρα, προβληματικό όταν λαμβάνεται κυριολεκτικά. Έτσι λοιπόν, μπορεί να μεγάλωσαν εκείνα τα παιδιά να θεωρούν το Χατζιδάκι ένα σπουδαίο σύμβολο κουλτούρας και παράλληλα να μη νιώσουν ποτέ την ανάγκη να το καταλάβουν, να εκφραστούν μέσα από αυτό διότι η σάτιρα ήταν πιο εύκολη, πιο επίκαιρη, πιο κοντά τους και ο Χατζιδάκις κάτι κάπου ψηλά με πετυχημένες μελωδίες που ήταν άκριτα δεδομένο ότι βρίσκονταν στην κορυφή.

Κανείς εδώ θα μιλούσε για την σημασία των γονέων και του σχολείου. Το σχολείο θα το θίξουμε παρακάτω, για τους γονείς όμως έχω να πω, πως είχαν και έχουν να αντιμετωπίσουν τεράστιο πόλεμο απέναντι στην ανάγκη αποδοχής που θα είχε το παιδί από συμμαθητές και από μία κοινωνία που βάδιζε ολοταχώς προς τον καταναλωτισμό. Όσο να πεις, το να τραγουδάς Μαρκόπουλο ή ακόμα και Beatles στο δημοτικό δεν σε κάνει ιδιαίτερα δημοφιλή, συνεπώς οι επιλογές ήταν ή να βάλεις νερό στο ήδη ξινισμένο κρασί σου απέναντι στο νέο και άγνωστο, ή να ποντάρεις σε ένα μπερδεμένο αντικοινωνικό παιδί που αργότερα θα καταλάβει την αξία των χρόνιων απαγορεύσεων σου. Άξια αναφοράς δε είναι η περίπτωση που οι γονείς επιχείρησαν να βρουν την μέση λύση, προσπαθώντας να δελεάσουν τα παιδιά να προτιμήσουν κάτι το πιο ουσιώδες χωρίς να φανούν τύραννοι. Το αποτέλεσμα ήταν μία απογοητευμένη γενιά πενηντάρηδων που ψάχνουν απελπισμένα ένα ουσιαστικό στοιχείο αναγνώρισης- επικοινωνίας με τα παιδιά τους που κατά βάθος θεωρούν αποβλακωμένα.

Είχα διαβάσει πρόσφατα ένα άρθρο, το ακριβώς αντίθετο αυτού του κειμένου υπό τον τίτλο: “Ο Φασισμός της Κουλτούρας”, το οποίο έθιγε την μαζική περιφρόνηση που έχει να αντιμετωπίσει κανείς όταν είναι ανίδεος εμπρός του “πνευματικού κατεστημένου” που κυκλοφορεί και την πίεση του να το ενστερνιστείς από το σχολείο μέχρι τους ερωτικούς σου συντρόφους, φίλους, δουλειά, δηλαδή να κουβαλάς μία διαρκής πίεση-ντροπή για το γεγονός ότι δεν καταλαβαίνεις ή ευαισθητοποιείσαι από την κουλτούρα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, το κείμενο είχε δίκιο, σχεδόν σε όλα. Ο λόγος είναι διότι έκανε ξεκάθαρη μία πτυχή των σημερινών “πνευματικών αντιπροσώπων” της κοινωνίας και το πόσο άχρηστοι ήταν στην διάδοση της τέχνης τους, υιοθετώντας την περιφρόνηση χωρίς την καλλιέργεια. Είχαν οι ίδιοι υπονομεύσει το πνεύμα σε μέσω επίδειξης και ακόμα και αν κατανοούσαν την ρίζα του κάποτε, αυτό χάθηκε στα πλαίσια δεδομένων στοιχείων. Δεν βοηθά το γεγονός ότι οι σοβαρότεροι αντιπρόσωποι του πνεύματος σήμερα είναι άνω των 50 και άρα έχουν ελάχιστη αμεσότητα σε ένα νεανικό κοινό. Αυτή η κατάσταση είναι ένα φαινόμενο που προέκυψε επίσης αφότου το πνεύμα έγινε κοινό απόκτημα διότι παρατηρείται η άνοδος της “ήμι-παιδείας” και άρα διαστρέβλωσης. Δεν ανήκει απλά στους διανοούμενους, στους καλλιτέχνες, στον λαό, στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, ανήκει και στις εφημερίδες, στην τηλεόραση, στα περιοδικά και όλοι έχουν τις προδιαγραφές να μετέχουν σε αυτήν. Αυτό είναι καλό, αυτός ήταν ο στόχος και θα πετύχαινε αν δεν είχε προωθηθεί πολιτικά τόσο το δικαίωμα στην ήμι-παιδεία, ότι “η δική μου άγνοια έχει την ίδια αξία με την δική σου γνώση”. Έτσι, αντί να ανέβει το επίπεδο του κοινού, κατέβηκε το επίπεδο του αντικειμένου.

Για το σχολείο, το κείμενο έδειχνε μία ενδιαφέρουσα πτυχή της αντίθετης όχθης. Ο μέσος μαθητής, στο μέσο σχολείο έχει να αποδεχθεί την ήμι-παιδεία του μεσήλικα δασκάλου του ως πρότυπο για να αναγνωρίσει πως πρέπει να σέβεται και να μάθει απέξω ένα έργο τέχνης με το οποίο δεν έχει κανένα πάτημα να έρθει σε επαφή, διότι απλά πρέπει. Και πως θα έχει επικοινωνία με το έργο όταν η μοναδική που του επιτρέπεται είναι η παπαγαλία της ανάλυσης του “ειδικού”; Τα παιδιά ταΐζονται κουλτούρα με το ζόρι με μέσω κατανόησης τα λόγια άλλων, σε απολύτως διαφορετικό περιβάλλον, τυφλά στην καθοδήγηση των δασκάλων τους. Το κατά πόσο περνάει το μήνυμα ή όχι, το κατά πόσο ιντριγκάρεται η περιέργεια τους εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τον δάσκαλο που πρέπει να κατέχει αγάπη για το αντικείμενο, αντοχή, μεταδοτικότητα και ουσιαστική καλλιέργεια-δηλαδή έναν άθλο δίχως τέλος, ούτως ώστε να πείσει το ακροατήριο πως αυτό που έχει απέναντι του δεν είναι νεκρό.

Φυσικά για όσους από εμάς παίρνουν ακόμα το πνεύμα στα σοβαρά, θα πούμε το αντίθετο: ότι η κοινωνία μας πάσχει υπό την βασιλεία του κιτς και του ηλίθιου, ότι οι ίδιοι βρισκόμαστε υπό επίθεση και έτσι δημιουργούνται δύο πολύ ωραία στρατόπεδα που αλληλο-ενθαρρύνονται να μισούνται. Δεν έχουμε φυσικά άδικο, συγκεκριμένα έχουμε απόλυτο δίκιο, το πρόβλημα είναι πως και οι άλλοι το ξέρουν αλλά εμείς- ναι εμείς, δεν τους προσφέρουμε κάτι καλύτερο, διότι “δεν θα καταλάβουν” και αυτό μας κάνει τούς ίδιους να επαναπαυόμαστε στις δάφνες του ακατανόητου. Είμαστε και εμείς μέγιστα θύματα της ημι-παιδείας και της ακαλλιέργειας διότι και μόνο το γεγονός ότι διαφέρουμε από το πλήθος αρκεί να μας κάνει περήφανους ανεξάρτητα της ποιότητας μας. Το γεγονός ότι τις μεγάλες διάνοιες δεν τις καταλάβαιναν στην εποχή τους, δεν σημαίνει πως είχαν στόχο να μην γίνουν κατανοητές, αντιθέτως η τέχνη ανέκαθεν υπήρξε η πιο απελπισμένη μορφή επικοινωνίας. Φυσικά αυτό από πολύ παλιά άρχισε σταδιακά να αναιρείται..

Η ύψιστη κουλτούρα πραγματικά έχει να φανεί δελεαστική εδώ και περίπου 30 χρόνια, με μικρές αναλαμπές και το αποτέλεσμα είναι να στερείται πυλώνων να την στηρίξουν. Αντιθέτως έχει ποντάρει στο πόσο αποκρουστική μπορεί να γίνει χάρη της πρόκλησης, ή απλά του ξεπουλήματος φωνάζοντας το αγαπημένο σύνθημα της εποχής: “όλα είναι τέχνη!”, ακόμα και η σαπουνόπερα. Συνεπώς η κουλτούρα το παιχνίδι το έπαιξε, έβγαλε τεράστιο κέρδος μέσω των φαντασμένων γκαλερί και των προ-πτωχεύσεως εκδοτικών οίκων και κέρδισε τον πάτο στην πυραμίδα της κοινωνίας και δικαίως. Τα διαμάντια δεν έπαψαν ποτέ, αλλά δεν είχαν χώρο να σταθούν. Σε εποχές κρίσης συναντά κανείς μία λαϊκή απέχθεια, όχι απλά άγνοια, απέναντι στην διανόηση, διότι έχουν το κοινωνικό δικαίωμα να το κάνουν. Ο δημιουργός και ακόλουθος, από άνθρωπος που μοιράζει πνεύμα, αποφάσισε-και πιέστηκε- να δείξει τον εαυτό του στα έργα του, τον τόσο μα τόσο κενό εαυτό του ακολουθώντας ένα ρεύμα απόλυτου ατομικισμού που εξισώνει τα πάντα σε μία πνευματική ευθεία, όπου η αξία τους είναι πάντα σχετική υπό λάθος όρους. Οι εποχές που η υψηλή κουλτούρα ήταν της μόδας έκλεισαν απότομα και ο κόσμος αποφάσισε απλά να μην παιδεύεται. Εκείνος που δεν είχε απολύτως καμία επαφή με το αντικείμενο σκεφτόταν τον Μπομπ Ρος, τον κολλημένο του δάσκαλο και τον Κωνσταντίνο Μαρκορά ενώ ο λίγο πιο πεπαιδευμένος σκεφτόταν το πόσες φορές έχει δει σκουπίδια να πλασάρονται για τέχνη και επιστρέφει στα αρχαία του κείμενα, μόνος να λατρεύει το παρελθόν ή καταβάλλοντας μέγιστες προσπάθειες να πείσει τον εαυτό τού ότι τα πάντα είναι έκφραση διάνοιας, δηλαδή να βγάλει τον σκασμό.

Φυσικά όλο αυτό συμβάδισε ως εκ θαύματοςμε την έλευση του πιο φιλελεύθερου τρόπου σκέψης των τελευταίων 30-40 ετών, που έφερε τον θάνατο των μεγάλων ιδεών με την κυριαρχία του marketing, και αυτό έγινε σε παγκόσμιο επίπεδο. Το “όλα είναι τέχνη” όπως είπαμε έγινε το σύνθημα που ευρέως αγκαλιάστηκε από διανοούμενους, καλλιτέχνες αλλά και “κοινούς θνητούς” για τον ίδιο ουσιαστικό λόγο-ότι με ελάχιστη προσπάθεια τους ανύψωνε στα μάτια της κοινωνίας με μέσο τη ρητορεία και την έννοια του “ανοιχτόμυαλου”- έννοια παγίδα στην εποχή μας, για να καταλήξει στην απόλυτη αποβολή του κριτηρίου και στην καθιέρωση της αυτοκρατορίας της φτήνιας και του κατάπτυστου, του δήθεν ποιοτικού για να μετατρέψει και το ποιοτικό σε “δήθεν”. Κάτι που αρκετά καλά αναπτύσσει ο Κούντερα στο “Η τέχνη του Μυθιστορήματος” όταν προσπάθησε να εξηγήσει το γιατί πλέον το μυθιστόρημα δεν έχει λόγο ύπαρξης- διότι ο κόσμος δεν φαίνεται πλέον να το έχει ανάγκη. Ακόμα και ο “ανίδεος” κόσμος πλέον το καταλαβαίνει, διότι η κουλτούρα εκεί που είχε σκοπό να ανυψώσει τις μάζες, έκανε αυτοσκοπό να διαχωριστεί από αυτές, το ίδιο και οι ιδεολόγοι οπαδοί της. Όλοι πέσαμε στην παγίδα της “ρευστότητας των ιδεών” και της κυριαρχίας του “εγώ”.

Η έλευση του marketing και του style ξεπέρασε τα όρια της αισθητικής, συγκεκριμένα κατέρριψε την αισθητική μέσω της ρητορείας. Δεν γκρεμίστηκαν απλά οι μεγάλες ιδέες του παρελθόντος, διότι αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα, αλλά κατέρρευσε η αξία της ίδιας της ιδέας, διότι το concept είναι κάτι που πωλείται και αγοράζεται.

Προφανώς όλες αυτές οι αναλύσεις αποτελούν παρά μία υπεραπλούστευση μιας πλευράς του προβλήματος με πολλά άλματα λογικής και με πολλά θέματα που πρέπει να θιχτούν σε άλλα τεράστια κείμενα, το ίδιο ισχύει και για την λύση. Το βέβαιο όμως είναι πως όποια και αν είναι αυτή, πρέπει να έρθει από εμάς, τους “κουλτουριάρηδες”. Το δυσκολότερο όλων είναι πως, αν επιθυμούμε αυτή η βασιλεία της βλακείας να τελειώνει πρέπει να αντιπροτείνουμε πραγματική διάνοια. Εμείς και κανένας άλλος.

***

πηγή: http://www.hitandrun.gr

Related stories

Γιατί το Studio Ghibli Θεωρείται η ‘Disney’ της Ιαπωνίας

Studio Ghibli: Το μαγεμένο βασίλειο της Ιαπωνικής κινηματογραφίας Όταν μιλάμε...

«Πες το Ψέματα»: Ακυρώθηκαν οι παραστάσεις – Τι ανακοίνωσαν οι διοργανωτές

Ακυρώθηκαν οι παραστάσεις του κωμικού show «Πες το Ψέματα»...

Ο Αντώνης είναι ο φωτογράφος που αποτυπώνει την ομορφιά της Ίριδας

Στον κόσμο της φωτογραφίας, η δημιουργικότητα δεν έχει όρια,...