Περπατώ προς ανεύρεση καφέ σε έναν επαρχιακό δρόμο, κι απολαμβάνω την πρωινή Αυγουστιάτικη δροσιά, όταν ακούω μία δυνατή γυναικεία φωνή από την αντίθετη κατεύθυνση: «… αφού δεν διάβαζε μωρέ τι τα θέλεις, κάθε σαββατοκύριακο καφέδες και βόλτες. Έτσι περνάνε ; Τρομάρα του. Η κόρη της Ελένης σου λέει όλη μέρα με το βιβλίο στο χέρι… και βέβαια πέρασε η κοπέλα, στην Πάντειο… ναι… άστα, άστα… Εννοείται θα ξαναδώσει, θα δεις τι θα τον κάνω κι άμα θέλει ας μην περάσει…»
Κοίταξα τη φωνή που περνούσε τώρα δίπλα μου. Μία αλαφιασμένη κυρία που μιλούσε στο κινητό, κατά ριπάς. Έμοιαζε με την εκπροσώπο τύπου κάποιου πολιτικού κόμματος σε οικιακή έκδοση. Άνοιξα το βήμα μου καθώς με προσπέρασε ωρυόμενη στο τηλέφωνο για τα κατορθώματα του κανακάρη της. Έριξα μια τελευταία ματιά σαν να προσπαθούσα να βρω κάποιο στοιχείο για αυτόν που τα χειρότερα περπατούσαν καταπάνω του με γρήγορο βήμα, κατά ριπάς εκπροσώπου τύπου πολιτικού κόμματος σε οικιακή έκδοση. Μάταιος κόπος.
Μία σύντομη υπενθύμιση, μετά από τόσα χρόνια, ότι ανήκω σε αυτούς που δεν πέρασαν, στους «αποτυχόντες». Πριν πολλά χρόνια, τον προηγούμενο αιώνα. Σύμφωνα με τους καθηγητές μου ήμουν πολύ καλή μαθήτρια και θετικό παιδί, ότι κι αν σήμαινε αυτό. Τα τρία χρόνια του λυκείου έκανα όλα όσα έπρεπε να κάνω εντός κι εκτός σχολείου και με το εκτός εννοώ στο καλύτερο φροντιστήριο θετικής κατεύθυνσης της πόλης. Διάβασα βιβλία σχολικά, εξωσχολικά, το τρομερό βιβλίο δοκιμίων του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, (αξέχαστο, μουντό, με κολλημένες σελίδες που έπρεπε να κοπούν μία- μία για να διαβαστούν), έλυσα αμέτρητες ασκήσεις κι έφτασα στην 3η Λυκείου εξουθενωμένη και αγχωμένη μετά από μία ωραιότατη απεργία των καθηγητών, να αρχίσω να γράφω για τις εξετάσεις στα τέλη Ιουλίου. Δεν πέρασα. Μπορούσα να κρατήσω μόνο ένα μάθημα. Ο κόσμος μου γκρεμίστηκε. Όποιο αρνητικό συναίσθημα μπορεί να συνδεθεί με μία τέτοια αποτυχία κατά πάσα πιθανότητα το είχα βιώσει τότε, όπως και το βάσανο των αμέτρητων συμβουλών και παραινέσεων, οι περισσότερες των οποίων, από ανθρώπους που δεν είχαν σπουδάσει ποτέ.
Ήμουν έτοιμη να φορέσω το ταμπελάκι της αποτυχίας, το οποίο ήμουν σίγουρη ότι πλέον θα με συνόδευε παντού στο μέλλον. Δεν στάθηκα ούτε μία στιγμή σε όλα όσα είχα πετύχει ως τότε, στις πρότερες εξετάσεις στις οποίες είχα αριστεύσει στο σχολείο, στις ξένες γλώσσες, στη μουσική, σε τίποτα. Στο εφηβικό μυαλό μου η λογική δεν έβρισκε χώρο για να σταθεί.
Τελικά σπούδασα και μάλιστα κάτι που αγάπησα πολύ. Τόσο που έκανα και μεταπτυχιακές σπουδές στο ίδιο αντικείμενο. Τα χρόνια της γνώσης απέκτησαν νόημα, δημιουργικότητα, σχήμα, χρώμα και ουσία. Ανακάλυψα πως η γνώση είναι ένας αδιανοητου μεγέθους ζωντανός οργανισμός που μεταλλάσσεται, διαιρείται και ανασυντίθεται αδιάκοπα και πως όσο χρόνο και προσπάθεια κι αν επενδύσει κανείς δεν μπορεί παρά να κατακτήσει μόνο ένα μικροσκοπικό κομμάτι της. Πολύτιμο, αλλά μικροσκοπικό. Επίσης, ανακάλυψα, προς μεγάλη έκπληξη μου ότι η γνώση, είναι προσβάσιμη κι εκτός των Σχολών που περιλαμβάνονται στο μηχανογραφικό!
Συνάντησα πολλούς ανθρώπους, άλλους με κοινά ενδιαφέροντα και σκέψη κι άλλους με εντελώς διαφορετικά, ίδιας ή διαφορετικής εθνικότητας, θρησκείας, κοινωνικής τάξης. Έμαθα ότι όσο πιο αξιόλογος είναι κάποιος τόσο πιο σταθερά πατά στη γη. Μίλησα, άκουσα, ακούστηκα, συνεργάστηκα, διαφώνησα, δούλεψα, διασκέδασα, έμαθα. Αντιμετώπισα πολλές προκλήσεις κι έμαθα ότι μπορώ να αντιμετωπίσω πολλές περισσότερες.
Οι πανελλήνιες εξετάσεις ως μέθοδος εισαγωγής σε πανεπιστημιακές σχολές εφαρμόζεται ευρέως εδώ και έξι δεκαετίες περίπου. Αν υποθέσουμε ότι θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τους επιτυχόντες κι αποτυχόντες υποψήφιους των τελευταίων έξι δεκαετιών, θα βρεθούν και στις δύο ομάδες άνθρωποι που απέκτησαν τις ικανότητες και τα εφόδια που χρειάζονταν για να διεκδικήσουν τους στόχους και τη ζωή τους. Επίσης θα βρεθούν και στις δύο ομάδες επιτυχόντες κι αποτυχόντες της ζωής. Η εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο είναι ένα καλό πρώτο βήμα αλλά δεν εγγυάται τίποτα.
Αν με ρωτούσε σήμερα, το αγχωμένο δεκαοκτάχρονο κορίτσι που ήμουν τότε αν η αποτυχία στις πανελλήνιες είναι το τέλος του κόσμου, θα απαντούσα με σιγουριά: «ΝΑΙ, είναι!». Γιατί ήταν. Ήταν το τέλος ενός γκρίζου, βαρετού, εξαντλητικού κι ανούσιου κόσμου. Ήταν η αρχή ενός νέου, περίπλοκου, προκλητικού, και πολύχρωμου κόσμου όπου βρήκα αυτά που χρειαζόμουν κι άλλα πολλά που ούτε καν φανταζόμουν πως χρειαζόμουν. Αγαπητοί υποψήφιοι που κάποιοι σας αποκαλούν σήμερα «αποτυχόντες» δεν σας εύχομαι τίποτα λιγότερο.