Η κυρία με το ψάθινο καπέλο κοιτάχθηκε στον καθρέφτη πριν απο το ραντεβού της. Απαλά χάιδεψε τις γραμμές που με λεπτές κινήσεις εμφανίστηκαν στων χειλιών της τους πρόποδες και στων ματιών της τις κορυφές, και με την ψευδαίσθηση του αποτυχημένου μάγου προσπάθησε να το καλύψει με την βοήθεια της βιομηχανίας. Καμιά δεκαριά προϊόντα στο ραφάκι δίπλα στον καθρέφτη να την πείθουν κάθε λεπτό οτι δεν είναι όμορφη και οτι θέλει διορθώσεις, εξωτερικά μα και εσωτερικά. Μπογιάτισε τα χείλη και τα μάτια, έριξε την εσάρπα να καλύπτει τον χαλαρό της λαιμό και κατευθύνθηκε προς την μικρή πλατεία με το συντριβάνι για κέντρο της. Μια μικρή πλατεία που γεννοβολούσε ζωή περιμένοντας και άλλων σπέρμα για να γεννήσει ξανά και ξανά και ξανά.
Κάθισε εκεί σε ένα παγκάκι και να σταματήσει το τρέμουλο των χεριών της, πήρε το βιβλίο της στα χέρια της και έπιασε να διαβάζει.
Η καρδιά της την πρόδοσε όταν τον είδε να έρχεται απο το απέναντι στενό, με βήμα αργό και το κεφάλι σε εγρήγορση, φάρο αναμένο προς εξερεύνηση. Την είδε και δεν πήρε τα μάτια του απο πάνω της. Εκείνη άρχισε να συμμαζεύει την φούστα με τα τριαντάφυλλα και να παίζει αμήχανα με τα μαλλιά της, όπως όταν ήταν έφηβη ακόμα.
-Απέκτησες γραμμές, της είπε και η κυρία με το ψάθινο καπέλο ντράπηκε και κοίταξε το πλακόστρωτο που με τις γραμμές του δεν την έκανε να ξεχάσει τις δικές της. Δεν απάντησε μονάχα τον κοίταξε λαβωμένη προσπαθώντας να αποποιηθεί κάθε υποψία ενοχής.
-Μην τις φοβάσαι τις γραμμές. Όσο είναι πάνω μας, δεν είναι σύνορα να μας χωρίζουν, είναι κάθε μια και απο μια ιστορία για να μας φέρνει κοντά.
Η κυρία με το ψάθινο καπέλο, αποδέσμευσε μετά απο μικρές σπασμωδικές κινήσεις τον λαιμό της απο το φουλάρι και του το πρόσφερε αυθόρμητα γεμίζοντας τον αέρα με το άρωμά της. Τα βήματά τους άφησαν μια υδάτινη γραμμή στο πλακόστρωτο.
—
Ο Κάστορας ανήκει στον Εαυτό του.