Επιστολή υπ' αριθμόν 8
Εδώ και καιρό λέω να σου γράψω, τις Τετάρτες μετά τη δουλειά σκέφτομαι
να σου τηλεφωνήσω – αναρωτιέμαι αν θα έρθεις το σαββατοκύριακο για bar
hopping ή θα καθήσεις σπίτι με το ταίρι σου. Έχουμε καιρό να βγούμε,
μήνες αμέτρητους, καιρό έχουμε να περπατήσουμε στα στενά πίσω από την
Αγίου Μηνά, να λοξοδρομήσουμε στη λεωφόρο με τις νερατζιές και να
ερωτευτούμε τη Νατάσα με τις λέξεις της. Το καρό είναι πάλι στη μόδα,
στο έχουν πει άραγε εκεί στο νοσοκομείο πως μπορείς να το ξαναβάλεις
άφοβα; Θα το φοράς με εκείνο το πράσινο σκούρο παντελόνι που είχες και
θα κανεις βόλτες στον Παράδεισο. Πρώτα θα βάζεις κρέμα ημέρας, μετά
αντηλιακό, κατόπιν το λαδάκι που έβαζες στα χέρια σου και μετά θα
βγαίνεις για σεργιάνι στις γειτονιές του Ύψιστου. Μη φοβάσαι, κανείς δεν
κρίνει εκεί πάνω – την υγειά μας να'χουμε μωρέ.
Δεν έχω γράψει ποτέ επιστολή που δεν θα φτάσει ποτέ. Ίσως να έχει
κλείσει το ρημάδι το ταχυδρομείο, γραμματόσημα έχω πολλά στη τσέπη μου
μαζί με κάτι ψιλά κι έναν αναπτήρα – λόγια δεν εχω πια, στέρεψαν μαζί με
τον παλμό σου. Μου λείπουν οι Κυριακές μας, κάμποσοι καφέδες,
τσαλακωμένες εφημερίδες, εσύ να μαζεύεις συνταγές κι εγώ να αναρωτιέμαι
πότε θα τα μαγειρέψεις όλα αυτά. Εσύ, με πεποίθηση, με κοιτούσες κι
ελεγες σαν εξαίρετος δικηγόρος που ήσουν πως για όλα υπάρχει χρόνος. Την
τελευταία φορά έφερες γλυκό κυδώνι από τη Μαιρούλα, εκείνη σίγουρα σε
ρωτούσε αν παντρεύτηκα, εσύ σίγουρα γελούσες δυνατά. Στο αυτοκίνητο
ακούγαμε δυνατά Μποφίλιου, το κεφάλι σου μονίμως ανεξέλεγκτο από το
υπόλοιπο σώμα, να κουνιέται, να χορεύει και να αντιδράει σε περαστικά
υπέροχα πλάσματα. Πόσο σου άρεσε αλήθεια αυτή η σειρά! Μου
τηλεφωνούσες, σου το έκλεινα, ήθελα να τη δω με την ησυχία μου. Έκανες
παράπονα, πληγωνόσουνα εύκολα ρε γιγάντιο Καρκινάκι αλλά ποτέ δεν το
έβαζες κάτω.
Μερικές φορές σιγομουρμουριζω κι είναι βάσανο ο φίλος που φωνάζει
εκδρομή και χαμογελάω πλατιά – όλες οι εκδρομές μας είναι σημειωματάρια
με πολλές φωτογραφίες, αποκόμματα εφημερίδας, γκριμάτσες και λεκέδες
στα λευκά πουκάμισα από το πιάτο με χούμους. Τώρα πια το ψελλίζω με
χαλασμένη φωνή και φυσάω τον καπνό μου με μια δόση θυμού – ποιός
άδικος Θεός σε ήθελε δίπλα του τόσο πολύ; Τι κατάλαβε; Λες και δεν έχει
δικούς του φίλους – τα μυστικά μας, τα φαγητά μας, οι κρέμες σου και η
Μαδρίτη μας. Όλα αυτά δικά μας – ποτέ δεν εξαντλούνται, τεντωμένο σχοινί
που έγινε γέφυρα και αερόστατο. Είναι οι δρόμοι υγροί, πρωί Κυριακής,
εκεί που τραβάω τον καπνό του τσιγάρου μου βλέπω το νέο και σαστίζω. Και
θυμώνω. Και δεν θέλω να δακρύσω αλλά νιώθω ένοχος. Και δεν με παίρνει
να σφίξω άλλο την καρδιά μου. Και δεν είσαι πια στο σκοτάδι.
Μου λείπει η παρέα μας, τα βράδια της Παρασκευής που σε περίμενα στο
σπίτι της Ανθέων με ένα μπουκάλι κρασί και μια υπόσχεση για τα μπαρ.
Πεθύμησα τα ταξίδια μας, άφραγκοι κι οι δύο σε νυχτερινό λεωφορείο για
την Αθήνα – μας περιμένει το πλοίο στον Πειραιά, εσύ με αντηλιακό 60,
εγώ με τσιγάρα και καφέ και μια μαρινιέρα παλιά. Άραγε στην Αστυπάλαια
θα βρούμε χοιρινό με δαμάσκηνα; Μου λείπουν οι υποσχέσεις μας – ο ένας
στον άλλο – θα κάνω σύντομα ένα ταξίδι στη Μαδρίτη και θα βγάλω πολλές
φωτογραφίες – μου λείπει πολύ η Δέσποινα και το γιαούρτι με τα παντζάρια
σχάρας, πάντα έτρωγες περισσότερο από εμένα, δεν προλάβαινα, εσύ
έτρωγες γρήγορα κι εγώ μιλούσα πολύ. Τώρα πια όχι τόσο. Θα με ακούς; I'm
seeing someone, έτσι λέμε εδώ στο Λονδίνο, καινούριο φλερτ, νομίζω θα
ήσουν χαρούμενος. Καινούρια ζωή σου λέει, ξανά από την αρχή – μην ακούς,
έχει και δεύτερη αν θελήσεις.
Εκεί πάνω εύχομαι να έχεις παρέα, να έχει δροσιά αλλά να μη φυσάει πολύ –
θα πιαστεί το σβέρκο σου πάλι και θα έχουμε γκρίνιες. Να κοιτάς κάτω με
χαμόγελο πλατύ. Κάποτε ίσως κατανοήσω γιατί πηρες εισιτήριο δίχως
επιστροφή. Καλό παράδεισο ψηλέ! Αναστεναγμός.
Του το κρατάω αυτού του κόσμου που δεν μ'ανήκει ο εαυτός μου…