Επιστολή υπ’αριθμόν 05
Στη ζωή μερικές φορές
ζηλεύουμε. Ζηλεύουμε τον Άνθρωπο και το χατήρι της Ζωής που του έκανε νάζια και
μετά του έκλεισε το μάτι προσκαλώντας τον στην κάμαρα του πόθου. Καθημερινά
βλέπουμε κάτι που το επιθυμούμε, σαν χείμαρρος μας τρώει η ανάγκη να το
κερδίσουμε και μας τυφλώνει η γλύκα της νίκης. Στο δημοτικό, μετά την προσευχή,
κοιτούσαμε τις κασετίνες μας κι αυτός που είχε το καλύτερο μολύβι, την καλύτερη
τσάντα, κέρδιζε αυτόματα την κυριαρχία της τάξης. Στο γυμνάσιο ήταν οι μηχανές
το αντικείμενο του πόθου, τα όμορφα κορίτσια και τα δειλινά με μαύρα γυαλιά σαν
εκείνα του TomCruise. Το βράδυ σαν πλαγιάσω, το μαξιλάρι μου
γίνεται εικονοστάσι και εξομολόγηση μαζί, θυσία κάνω στους Θεούς του Ονείρου
και ζητάω κι εγώ ένα ζευγάρι γυαλιά σαν εκείνα του Tom. Στον υπόγειο βλέπω
όμορφα χαμόγελα, ζεστές αγκαλιές που κρατάνε σφιχτά την αγάπη τους, μία ματιά είναι
ο Θάνατος και μετά τρέχω πάλι στην εξομολόγηση.
Πρώτη φορά γράφω γράμμα σε ένα νησί, μία Χώρα
γλυκιά και παραμυθένια. Ζήτησα πολλά με τον καιρό, σύννεφα και βροχές τα δειλινά
σφράγισαν μέσα τους πόθους κι έρωτες τριπλούς. Πρώτη φορά απευθύνομαι στο
λιμάνι, στα καράβια που τα χτυπάει το κύμα, στα αεροδρόμια που με έφεραν εκεί
σε εσένα – είχες γλυκό βλέμμα, έσταζες ομορφιά και δροσιά του σούρουπου. Στην
καρδιά σου είχες ανησυχίες, φοβήθηκες τον άνθρωπο και σε πλήγωνε η αδικία.
Αγαπούσες τα ζώα και τα λουλούδια, κοντά σου έμαθα τα σπάνια εκείνα λουλουδάκια
της παραλίας, λευκά σαν το χιόνι στην αμμουδιά με τις φλόγες. Στη Μεγάλη Μάνα
των Νησιών έμαθα να πίνω τη ρακή, να γεύομαι τα μυστικά της χρυσής άμμου και να
προσμένω το φιλί σου. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν ένα σύννεφο αλλά μετά έγινε
μπόρα, θέριεψε το πρωινό μας και μούγκριζε η ψυχή μου από τον πόνο – με αγκάλιασες
και είπες πως τα ακροδάχτυλα μου είναι σαν ρώγες σταφυλιού. Αν με ρωτήσουν,
στην ύστατη εκείνη στιγμή που θα ξαπλώσω σε ένα κρεβάτι για να πεθάνω αν με
έχουν ερωτευτεί θα απαντήσω δειλά πως μάλλον ναι…
Στην πισίνα δίπλα μιλήσαμε για την αλήθεια, μου έκανες
δώρο ζωγραφιές με το νερό από τις πατούσες σου, έφτιαξες δροσερό καφέ και
δάμασες την αμφιβολία στην καρδιά μου. Υπάρχεις τελικά, δεν είσαι φαντασία και
όνειρο μονάχα – ζεις εκεί κάτω και ζω εδώ πάνω. Τα βράδια ανεβοκατέβαινα στη
σκάλα μπάς και σε συναντήσω, απέφυγες την Αγάπη μου και έδωσες τέρμα στο φιλί. Μου
έβαλες μαρμελάδα στα χείλη και μετά με τη σφεντόνα έριξες στη γη το κάστρο που
κτίσαμε μαζί. Σαν τράπουλα που φύσηξε ο άνεμος και την ξεσήκωσε, έτσι κι εγώ
έφυγα εκείνο το απόγευμα, δήλωσα στο τελωνείο πληγωμένος κι άφησα τη βαλίτσα
μου στο πλάι της καρέκλας. Ο καφές μου ήταν λίγος, όση ζάχαρη και να βάλεις το
φαρμάκι θα είναι πάντα σκοτεινό.
Στην πόλη πια μεγάλωσε ο πόθος, δυνάμωσε η απόσταση
κι έβγαλε πόδια, περπάτησε – όχι, μάλλον έτρεξε μακριά μου η ζωή σου. Πέρασαν
τα χρόνια χωρίς να σε ξαναδώ. Δίπλα στο κομοδίνο μου έχω ακόμη τα κοχύλια σου, ένα
σκουρόχρωμο κι ένα άλλο μικρότερο που λαμπυρίζει σαν φαναράκι. Παραδίπλα έχω τις
εικόνες των Αγίων Γεωργίου, Στυλιανού και Φανουρίου, παλιόφιλοι στις θύμησες
και κολλητοί στην προσευχή μου. Τα βράδια αποφεύγω τις φωτογραφίες και τα
κείμενα, στον κήπο που φυτρώνει η ζήλια της νέας σου Αγάπης αποφεύγω να μυρίσω
τα κρίνα, δεν θέλω να σκέφτομαι πως ήμουν λιγοστός για σένα τότε και ψάχνω να
βρω το μαξιλάρι μου. Είσαι Φως, το ξέρω. Είσαι δίπλα στην καρδιά μου αλλά έχω
θυμώσει. Όχι με την ευτυχία σου, ούτε με το χαμόγελο σου το καινούριο αλλά με
την ευκολία που ξέχασες πως ένιωσα για σένα. Κάποιες φορές σβήνει το φως στην
κάμαρα αλλά για μερικές στιγμές μετά κάποια αθώα ίχνη φωτός παραμένουν στο
σκοτάδι.
Μάλλον θέλησα πολύ να σε αγαπήσω. Μάλλον το
άξιζες ακόμη πιο πολύ. Τελικά αγάπησα εμένα και τη ζωή μέσα μου, δεν άφησα
στιγμή να περάσει δίχως τη γλυκιά μέθη της αλκοόλης και τη μυρωδιά της αλμύρας
στο Λιμάνι του Αγίου – στο νησί θυμάμαι σε κοίταξα με μάτια υγρά κι εσύ μου δήλωσες
δεν πρέπει να σε ερωτευτώ σήμερα.
Ανυπομονούσα να ξημερώσει το αύριο. Αλίμονο δεν
ήρθε ποτέ.