HomeΘέματαΓράμματα στον υπόγειο

Γράμματα στον υπόγειο

Επιστολή υπ’αριθμόν 02


Στον υπόγειο βλέπεις μαυράκια
που θα γίνουν ο επόμενος George Benson να χτυπάνε ρυθμικά το
πόδι στη μουσική, θυγατέρες αφράτες με το τάμπλετ στο χέρι και δεσποινίδες με
τεράστιες Mulberry και αλωπεκία. Κόσμος με βλέμματα άδεια, βλέμματα
στραμμένα στο πάτωμα. Όλοι βιαστικοί και κατατρεγμένοι από το φόβο της Εποχής.
Κάτι λείπει….

Μερικές φορές είναι ο καθαρός αέρας και η λιακάδα, άλλες είναι η
μουσική και το γάργαρο χαμόγελο [σου]. Γι' αυτο κι εγώ κρύβομαι εδώ. Εδώ που κανένα βλέμμα δεν
θα προσέξει πόσο πόνεσα, όταν με αντικρύσουν θα πουν “είναι του πλήθους”,
πονάει ρουτινιάρικα σαν το κουτάβι που το καίει η θλίψη. Εδώ δεν θα με βρει το
δικό σου βλέμμα – τα μάτια εκείνα τα βασανιστικά – με σκλάβωσαν μία φορά,
φτάνει τόσο, άσε με τώρα να απολαύσω τη σαπουνόπερα. Τότε που μπήκες στο μπαρ
με τα μαύρα ρούχα και το βραχιόλι που θύμιζε Μεξικό σε αδίκησα, σε άφησα στα
δόντια του Θηρίου κι εσύ πήρες την κακή στροφή. Σκέφτηκα πως δεν θες εμένα,
γιατί να θες εμένα άλλωστε – φορούσα ένα τζιν κι ένα απλό γαλάζιο πουκάμισο σαν
τον ουρανό της Δευτέρας. Γύρισα και περπάτησα μακριά, νωρίς για μένα, το φεγγάρι
έδινε φως στα παπούτσια μου κι εσύ ακόμα έπινες whiskey.


Χρόνια μετά με βρήκες
ξανά, οι κοινοί φίλοι ποτέ δεν είχαν περισσότερη αξία κι εσύ χαμογέλασες – ένα
σου like τα έκανε όλα, οι καφέδες και η βροχή πιο μετά ήταν απλά η
μοίρα. Σε έβγαλα από τη ρουτίνα μου είπες εκείνο το σούρουπο που καθήσαμε στο
γαλλικό καφενείο, κι εκεί ανάμεσα στον Eiffelκαι τα βουτυρωμένα croissants μου έπιασες
το χερι και λαμπύρισαν τα μάτια σου, ξεχαστήκαμε στη βουή της Εποχής και του δειλινού
– μύριζε ακόμα γιασεμί από το Χρυσοπράσινο φύλλο κι εσύ πρότεινες να πάμε
εκδρομή. Και ο Άλλος; Ο Άλλος έρωτας; Αλλάξαμε τον
προορισμό μας καθώς ξάπλωσες δίπλα μου και κούρνιασες στο στήθος μου – φορούσες
χοντρές βαμβακερές πυτζάμες και γουργούριζες σαν μικρό παιδί. Μου υποσχέθηκες πως θα μου χαϊδεύεις την
παλάμη τα βράδυα και το ποτάμι δίπλα στο παράθυρο μουρμούριζε στον ύπνο του
κρυφά παραμιλητά. Εκείνο το βράδυ το παιδί δεν κοιμήθηκε διόλου, έγραφε το πιο
πικρό του, το πιο μεγάλο παράμυθι – τόσο που το ξημέρωμα φοβήθηκε και σε ερωτεύτηκε.
Και στο πρωινό ακούγαμε αυτό:


Sijetedonnaimavie

Chaque
moment de ma vie

Mon
amour, jusqu'au bout 

Et
personne entre nous 

Comme
si depuis la nuit des temps 

Nous
avions rendez-vous 

Ce
soir, exactement

Les
yeux fermés, le tout pour le tout.

Μετά ήρθε εκείνο το αγκαλιοσάββατο, ένα από πολλά, κανείς
δεν ήξερε το τέλος κι ένα ξεχασμένο ωροσκόπιο μου είπε πως είμαι ο ήλιος [σου]
στον ουρανό καθώς κάποιοι κοιτάνε μόνο τις ειδήσεις στην TV. Εσύ μου έφτιαξες αβγόφετες κι εγώ σου γνώρισα τους φίλους
μου, καθημερινά γινόσουν δικό μου κομμάτι, μπουκιά από το πιάτο μου, ζάχαρη
στον καφέ μου, σεντόνια σιδερωμένα και μυρωδάτα. Και μετά, αργά τις Κυριακές
περίπατο στην αμμουδιά, ήρθε κι εκείνο το βροχερό σούρουπο. Χάθηκε ο σεβασμός,
δεν ήρθε ποτέ ο Άης Βασίλης κι εγώ θύμωσα πολύ – δράκος ανάμεσα σε φλόγες μιας
Ιαπωνικής υπερπαραγωγής, τατουάζ και μπαμπού που μασάει ένα πεινασμένο κοάλα.
Σου ζήτησα να με πας στο σπίτι, να κλείσεις την πόρτα και να με ξεχάσεις. 

Σε ρώτησα
αν “θυμάσαι τότε που με αγαπούσες;”

“Ναι”, μου είπες, “αλλά όχι με τον τρόπο που θες εσύ.”

Related stories