Ο ζητιάνος μου πρόσφερε το χέρι του
και ο αδέσποτος άκουσε την ψυχή μου.
Αυτός που δε με ήξερε και δεν τον ήξερα. Αυτός
στο διπλανό παγκάκι, ο περαστικός. Αυτός με πλησίασε και μ' ένιωσε.
Το παράπονό μου έκανε δικό του.
Και τι ενοχλεί περισσότερο; Η βιασμένη ψυχή ή το
βιασμένο κορμί;
Και τι πονάει περισσότερο; Η χαρακιά στην ψυχή ή
εκείνη στο πετσί;
Γιατί η χαρά πάντα έχει ένα λόγο να τερματίζεται
πρόωρα και το θετικό συναίσθημα ν' αντέχει λίγο.
Αλλά έτσι, σε πείσμα, ούτε στάλα από τα μάτια δεν
αφήνω να γίνει χαλάλι.
***