Τό πρῶτο φύλλο ἔρχεται ἀπό τή Δανία καί εἶναι τοῦ 2012. Ἔχει τίς φωτογραφίες ἀπό δύο γέφυρες, τήν γέφυρα τῆς Βασίλισσας Ἀλεξαντρίνε (ἀγγλικά Queen Alexandrine bridge, δανέζικα Dronning Alexandrines Bro) καί τίς γέφυρες Φαρέ (ἀγγλικά Farø Bridges, δανέζικα Danish: Farøbroerne).
Ἡ γέφυρα τῆς Βασίλισσας Ἀλεξαντρίνε εἶναι μιά ὁδική γέφυρα μέ ἀψίδες, ἡ ὁποία ἑνώνει τό νησί Zealand (τό μεγαλύτερο νησί τῆς χώρας) μἐ τό νησί Møn. Ἡ κατασκευή τῆς γέφυρας ξεκίνησε τό 1939 καί παραδόθηκε στήν κυκλοφορία στίς 30 Μαΐου 1943. Εἶναι μία κατασκευή μέ ἀτσάλινα τόξα. Ἔχει δέκα πυλῶνες στή θάλασσα, ἀπό τούς ὁποίους μοιάζουν νά ἀναδύονται τά τόξα. Σχεδιαστής τῆς γέφυρας ἦταν ὁ Anker Engelund (1889–1961). Ἦταν πολιτικός μηχανικός, καθηγητής καί πρύτανης τῆς Πολυτεχνικῆς Σχολῆς τῆς Κοπεγχάγης ἀπό τό 1941 ἕως τό 1959. Ἡ γέφυρα ἔχει μῆκος 745,5 μέτρα καί πλᾶτος 10,7 μέτρα. Τό κεντρικό καί μεγαλύτερο τόξο ἔχει ἄνοιγμα 127,5 μέτρα καί ἡ μέγιστη ἀπόσταση ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας εἶναι 26 μέτρα.
Ἡ γέφυρα αὐτή ἀποτελοῦσε τή βασική ὁδική σύνδεση μεταξύ τῶν δύο νησιῶν μέχρι τό 1985, ὁπότε δόθηκε στή κυκλοφορία ἡ γέφυρα Φαρέ.
Οἱ γέφυρες Φαρέ εἶναι μία διπλή ὁδική γέφυρα, ἡ ὁποία ἑνώνει τά νησιά Falster καί Zealand μέσω τοῦ μικροῦ νησιοῦ Farø πού βρίσκεται περίπου στή μέση τῆς διαδρομῆς.
Τό νότιο καί μεγαλύτερο μέρος τῆς γέφυρας ἑνώνει τά νησιά Falster καί Farø. Εἶναι γέφυρα μήκους 1.726 μέτρων. Τό μεγαλύτερο τόξο εἶναι καλωδιωτό, ἔχει ἄνοιγμα 290 μέτρα καί ἡ μέγιστη ἀπόσταση ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας εἶναι 26 μέτρα. Τά ἄκρα τοῦ τόξου εἶναι ἀναρτημένα σέ πύργους ὕψους 95,14 μέτρων. Οἱ πυλῶνες, στούς ὁποίους στηρίζονται αὐτοί ο ἱ πύργοι, δέν εἶναι μονόστηλοι, ἀλλά ἔχουν σχῆμα V ἤ διαμαντιοῦ, ὅπως λένε οἱ Δανοί.
Τό βόρειο καί μικρότερο τμῆμα ἑνώνει τά νησιά Farø and Zealand. Ἔχει μῆκος 1.596 μέτρα, τό μέγιστο ἄνοιγμα εἶναι 20 μέτρα καί τό μέγιστο ὕψος ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας εἶναι 20 μέτρα.
Μιά μικρότερη γέφυρα ἀπό τό Farø παρέχει πρόσβαση στό νησί Bogø καί ἀπό ἐκεῖ στό νησί Møn.
Τίς γέφυρες ἐγκαινίασε ἡ Βασίλισσα Μαργαρίτα II στίς 4 Ἰουνίου 1985. Χτίστηκαν λόγω τῶν αὐξανόμενων προβλημάτων συμφόρησης στήν παλιά γέφυρα Storstrøm τοῦ 1937.
Τό ἑπόμενο φύλλο ἔρχεται ἀπό τήν ἀπέναντι πλευρά τῆς θάλασσας. Τό σουηδικό φύλλο ἐκδόθηκε τό 2018 στά πλαίσια τῆς πανευρωπαϊκῆς ἔκδοσης Europa μέ θέμα τίς γέφυρες. Σέ δύο γραμματόσημα ἀπεικονίζεται ἡ γέφυρα Ἔρεσουντ (στά δανέζικα Øresundsbroen καί στά σουηδικά Öresundsbron), καί σέ φόντο ἀσπρόμαυρη φωτογραφία τῆς γέφυρας.
Πρόκειται γιά τή μεγαλύτερη συνδυασμένη ὁδική καί σιδηροδρομική γέφυρα στήν Εὐρώπη, καί συνδέει δύο μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές: τήν Κοπεγχάγη, πρωτεύουσα τῆς Δανίας, καί τή σημαντική σουηδική πόλη Μάλμε. Στήν πράξη, ἑνώνει τό ὁδικό καί σιδηροδρομικό δίκτυο τῆς Σκανδιναβικῆς χερσονήσου μέ αὐτό τῆς Κεντρικῆς καί τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Ἕνα καλώδιο δεδομένων καθιστᾶ ἐπίσης τή γέφυρα ραχοκοκαλιά τῆς μεταφορᾶς δεδομένων στό διαδίκτυο μεταξύ Κεντρικῆς Εὐρώπης καί Σουηδίας. Ἡ γέφυρα διανύει περίπου 8 χιλιόμετρα ἀπό τή σουηδική ἀκτή μέχρι τό τεχνητό νησί Peberholm στή μέση τοῦ θαλάσσιου καναλιοῦ πού χωρίζει τίς δύο χῶρες. Ἡ διάβαση ὁλοκληρώνεται μέ τή σήραγγα Drogden, μήκους 4 χιλιομέτρων ἀπό τό νησί Peberholm πρός τό νησί Amager τῆς Δανίας. Ἡ αἰτιολόγηση γιά τήν αὔξηση τοῦ προϋπολογισμοῦ τοῦ ἔργου, λόγω τοῦ σκαψίματος ἑνός τοῦνελ γιά ἕνα τμῆμα τῆς ἀπόστασης, ἀντί νά ὑψωθεῖ γέφυρα καί στό τμῆμα αὐτό, ἦταν ὅτι ἔπρεπε νά ληφθοῦν κάποιες προφυλάξεις, οὕτως ὥστε νά ἀποφευχθεῖ ἡ σύγκρουση κάποιου ἀεροπλάνου μέ κομμάτι τῆς γέφυρας, ἐπειδή τό Διεθνές Ἀεροδρόμιο τῆς Κοπεγχάγης βρίσκεται στό Amager καί ἀρκετά κοντά στήν κατασκευή. Ἡ γέφυρα διασχίζει τά σύνορα μεταξύ Δανίας καί Σουηδίας, ἀλλά σύμφωνα μέ τή Συμφωνία Schengen, συνήθως δέν γίνονται καθόλου ἐπιθεωρήσεις διαβατηρίων.
Τά ὑποβρύχια μέρη τῆς γέφυρας ἔχουν καλυφθεῖ ἀπό θαλάσσιους ὀργανισμούς καί λειτουργοῦν ὡς τεχνητός ύφαλος.
Ἡ κατασκευή ξεκίνησε τό 1995 καί ἡ γέφυρα ἐγκαινιάστηκε στίς 1 Ἰουλίου τοῦ 2000 καί ἔλαβε τό βραβεῖο IABSE γιά Ἐξαίρετη Κατασκευή γιά τό ἔτος 2002.
Τό τρίτο ἀντικείμενο εἶναι ἕνας φάκελο πρώτης ἡμέρας κυκλοφορίας ἀπό τήν Ἑλλάδα τοῦ 2012, στά πλαίσια τῆς ἴδιας ἔκδοσης ἀπό τή Σουηδία. Ἔχει δύο γραμματόσημα, τά ὁποῖα ἀπεικονίζουν τή γέφυρα Ρίου-Ἀντιρρίου καί τή γέφυρα τῆς Πλάκας. Στόν φάκελο ὑπάρχει φωτογραφία τῆς πρώτης γέφυρας, ἡ ὁποία ἔχει ληφθεῖ πάνω στή γέφυρα.
Ἡ γέφυρα Ρίου – Ἀντιρρίου ἤ ἐπίσημα, Γέφυρα «Χαρίλαος Τρικούπης», εἶναι καλωδιωτή γέφυρα, μέσω τῆς ὁποίας ἐπιτεύχθηκε τόσο ἡ σύζευξη μεταξύ τοῦ Ρίου (προάστιο τῆς Πάτρας) καί τοῦ Ἀντιρρίου, ὅσο καί ἡ σύνδεση τῆς Πελοποννήσου μέ τή δυτική ἠπειρωτική Ἑλλάδα καί πρός τά πάνω καί εὐρύτερα μέ τήν ὑπόλοιπη Εὐρώπη. Ἡ γέφυρα στηρίζεται σέ τέσσερις πυλῶνες. Τό μῆκος της ἀνέρχεται σέ 2.252 μέτρα, ἐνῶ μαζί μέ τίς προσβάσεις φτάνει γύρω στά 2.883 μέτρα. Πρόκειται γιά μία καλωδιωτή γέφυρα, οἱ ἀντοχές τῆς ὁποίας εἶναι ἐντυπωσιακές. Σχεδιάστηκε καί κατασκευάστηκε μέ προδιαγραφές νά ἀντέξει σέ σεισμό μεγαλύτερο τῶν 7,4 τῆς κλίμακας Ρίχτερ. Ἔχει ὑπολογιστεῖ ἐπίσης πώς ἀντέχει σέ ἐνδεχόμενη σύγκρουση δεξαμενοπλοίου μέ ἐκτόπισμα 180.000 τόνων, καθώς καί σέ ταχύτητα ἀνέμου 265 χλμ./ὥρα, ταχύτητα πού ἀντιστοιχεῖ σέ τυφώνα Κατηγορίας 5, τό ἀνώτατο δυνατό ἐπίπεδο στήν Κλίμακα Σαφίρ-Σίμπσον.
Ἡ γέφυρα σχεδιάστηκε στά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1990. Ἡ προετοιμασία τοῦ χώρου καί ἡ δικτύωση ξεκίνησαν τόν Ἰούλιο τοῦ 1998, καί ἡ κατασκευή τῶν πυλώνων ὑποστήριξης τό 2000. Μέ τήν ὁλοκλήρωσή τους τό 2003, ξεκίνησαν οἱ ἐργασίες στό κατάστρωμα κυκλοφορίας. Στίς 21 Μαΐου τοῦ 2004 ὁλοκληρώθηκε ἡ κύρια κατασκευή. Ἀπέμενε ἡ ἐγκατάσταση τοῦ ἐξοπλισμού καί τῆς ὑδατοπροστασίας. Τελικά ἡ γέφυρα ἐγκαινιάστηκε στίς 7 Αὐγούστου τοῦ 2004, μία ἑβδομάδα πρίν ἀπό τήν τελετή ἔναρξης τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων 2004 στήν Ἀθήνα.
Ἡ γέφυρα τῆς Πλάκας εἶναι μονότοξη πέτρινη γέφυρα ἐπί τοῦ ποταμοῦ Ἀράχθου, στά σύνορα τῶν νομῶν Ἄρτας καί Ἰωαννίνων. Μέ ἄνοιγμα τόξου 40,20 μέτρα, ὕψος 21 μέτρα καί πλᾶτος καταστρώματος 3,20 μέτρα, εἶναι τό μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι τῶν Βαλκανίων καί ἀποτελεῖ ἔξοχο δεῖγμα λαϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς.
Κτίστηκε τό 1863 ἀπό μαστόρους ἀπό τήν Πυρσόγιαννη τῆς Κόνιτσας, καί χρησιμοποιήθηκε ὡς δρόμος ἐμπορίου, καθώς ἕνωνε τά Τζουμέρκα μέ τήν ὑπόλοιπη Ἤπειρο καί τή Θεσσαλία. Ὅταν τελείωσε τό ἔργο καί ἔγιναν τά ἐγκαίνια, ἔπεσε ἡ καμάρα. Μετά ἀπό λίγο καιρό οἱ Τζουμερκιῶτες ἔφεραν τόν ἀρχιμάστορα Κώστα Μπέκα ἀπό τα Πράμαντα καί τό γεφύρι ξαναχτίστηκε τό 1866.
Γεφύρι μέ ἱστορικό φορτίο, καθώς ἐκεῖ λειτούργησε τό τελωνεῖο ἀπό τήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα πρός τήν τουρκοκρατούμενη Ἤπειρο τό 1881 καί ἀποτέλεσε τό σύνορο ἀνάμεσα στίς δύο χῶρες μέχρι τήν ἀπελευθέρωση τῆς περιοχῆς τό 1913. Σύμβολο ἑνότητας καί ὁμοψυχίας τῶν ἀντιστασιακῶν δυνάμεων στή διάρκεια τῆς Κατοχῆς, καθώς ἐκεῖ, στίς 29 Φεβρουαρίου 1944, ὑπογράφηκε ἡ συμφωνία τῆς Πλάκας – Μυρόφυλλου γιά τήν κοινή δράση τοῦ ΕΛΑΣ καί τοῦ ΕΔΕΣ κατά τῶν Γερμανῶν κατακτητῶν τῆς χώρας.
Τό γεφύρι βομβαρδίστηκε ἀπό γερμανικά ἀεροπλάνα, ὅμως ἄντεξε μἐ μικρές μόνο φθορές. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τό ἐπισκεύασαν μέ τσιμέντο τό 1943, καί ἡ γέφυρα ἔκτοτε λειτουργοῦσε χωρίς προβλήματα, μέχρι τήν 1η Φεβρουαρίου 2015, ὁπότε κατέρρευσε λόγω τῆς θεομηνίας πού ἔπληξε τήν περιοχή.
Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2018 ὑπογράφηκε ἡ σύμβαση γιά τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν ἀποκατάστασης. Τό καλοκαίρι τοῦ 2020 παραδόθηκε ὁλοκληρωμένο. Σύμφωνα μέ ὑπεύθυνη τῶν ἐργασιῶν «Τό ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ μίλησε γιά ἀποκατάσταση τοῦ γεφυριοῦ καί ὄχι γιά ἀνακατασκευή. Τό γεφύρι εἶναι τό ἴδιο. Μέ τά ἴδια χαρακτηριστικά, τήν ἴδια τεχνική στήν κατασκευή». Τό ἀποτέλεσμα εἶναι τό νέο γεφύρι νά μήν ἔχει μόνο τή μορφή τοῦ παλιοῦ ἀλλά καί τά ὑλικά του νά εἶναι παρόμοια μέ τά φυσικά ὑλικά πού χρησιμοποίησε ὁ ἀρχιμάστορας Κώστας Μπέκας τό 1866. Κύριος χορηγός τοῦ ἔργου τότε ἦταν ὁ τραπεζίτης τῶν Ἰωαννίνων Ἰωάννης Ζ. Λούλης, πού καταγόταν ἀπό τήν Ἀετορράχη τῶν Κατσανοχωρίων. Ὁ ἀπόγονός του, ἐπιχειρηματίας Νίκος Λούλης, ἦταν ἐκεῖνος πού χρηματοδότησε τίς μελέτες τοῦ ΕΜΠ γιά τήν ἀναστήλωση τοῦ ἱστορικοῦ γεφυριοῦ.