Σκηνοθεσία: Scott Walker
Ηθοποιοί: Nicolas Cage, Vanessa Hudgens, John Cusack
Την κινηματογραφική
αναβίωση της ανατριχιαστικής αληθινής ιστορίας του πιο αιμοσταγή serial killer της Αλάσκας, ο
οποίος ανάμεσα στις δεκαετίες του εβδομήντα και ογδόντα, κακοποίησε, σκότωσε
και έθαψε δεκαεπτά νεαρές γυναίκες (τα θύματα στην πραγματικότητα μπορεί να
είναι πολύ περισσότερα, μιας και η έλλειψη στοιχείων, ή η μη ταυτοποίηση των
πτωμάτων δεν επιτρέπει την επίσημη σύνδεσή τους με τον ένοχο), επιχειρεί στην
πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα ο Νεοζηλανδός Σκότ Γουόκερ υπογράφοντας μάλιστα
και το σενάριο. Στο ρόλο του δολοφόνου Ρόμπερτ Χάνσεν
βρίσκουμε τον Τζον Κιούζακ ενώ τον αστυνομικό που τον καταδιώκει και πιστεύει
από την αρχή στην ενοχή του πάρα τις αντιξοότητες, υποδύεται ο Νικ Κέιτζ. Η
υπόθεση του φιλμ, το οποίο πραγματεύεται κυρίως την αστυνομική διαδικασία
εύρεσης και χτισίματος αδιάσειστων στοιχειών ένοχης του Χάνσεν, έτσι ώστε το
κατηγορητήριο να πετύχει την απόλυτη των ποινών, εξελίσσεται όταν ένα από τα
θύματα του δολοφόνου, η δεκαεφτάχρονη πόρνη Σίντι (Βανέσα Χάτζενς), καταφέρνει
να ξεφύγει από αυτόν, και αφότου οι όποιες αντιρρήσεις της κάμπτονται από τον
επίμονο ερευνητή- αστυνομικό (ελαφρώς και πατρική φιγούρα), αποφασίζει τελικά
να βοηθήσει στη σύλληψή του.
Η ταινία ρισκάρει, προσπαθώντας προφανώς
να πρωτοτυπήσει σεναριακά, να φανερώσει τον ένοχοευθύς εξ αρχής, μεταφέροντας
την κάμερα μέσα στο φαινομενικά μικροαστικό σπίτι του δολοφόνου, δείχνοντας
πρόσωπα, τονίζοντας κυρίως με τους διαλόγους πάρα με τις εικόνες τη φρίκη, τον
σκοτεινό εαυτό και τελικά την τρέλα ενός “φυσιολογικού” οικογενειάρχη. Ποτέ
σταθερή, θαρρεί κάνεις σε φρενίτιδα, η εικόνα με γιγαντιαία κοντινά προσπαθεί
να εισάγει στη δράση και να κορυφώσει το σασπένς άλλα πολύ γρήγορα κουράζει και
τελικά αποπροσανατολίζει, αποδιοργανώνει. Παρόλα αυτά, η φωτογραφία καταφέρνει
να πει πολύ περισσότερα από το βασισμένο σε αληθινά γεγονότα σενάριο, κυρίως
μέσω της σιωπής των πρωταγωνιστών, άλλα και του αχανούς, άγριου τοπίου. Το Anchorage σκιαγραφείται
με ρυπαρούς και επικίνδυνους τόνους, μοιάζοντας με τις αυτοσχέδιες πόλεις των
εξερευνητών- τυχοδιωκτών που έφτασαν σ αυτούς τους αφιλόξενους τόπους σε
αναζήτηση χρυσού και εξιλέωσης. Εκεί που τα ναρκωτικά πωλούνται άφοβα στους δρόμους,
εκεί που επιβιώνουν γυναίκες εξαφανισμένες από τα σπίτια τους, που όμως κάνεις
δεν αναζητεί και σε κανέναν δε θα λείψουν. Ταυτόχρονα, η παραμεθόρια πολιτεία
των ΗΠΑ, ιδιαίτερα από τις εναέριες λήψεις, φαντάζει ένας τόπος τόσο απέραντος
και αφιλόξενος, εχέμυθος σχεδόν, μπορώντας να χωρέσει τα πιο ειδεχθή εγκλήματα,
απορροφώντας τη δικαιοσύνη, κρύβοντας τη βρώμια κάτω από το μονιμά παγωμένο
έδαφος.
Δυστυχώς για ακόμη μια φορά ένα
αστυνομικό θρίλερ με κατά συρροή δολοφόνο μπλέκεται και αναμασά τα ίδια κλισέ, μην
προσφέροντας τελικά τίποτε το καινοτόμο στο genre. Το πεδίο της σύγκρουσης φαντάζει απομακρυσμένο, το
ύφος μοιάζει ντοκιμαντερίστικο, η εξέλιξη προαποφασισμένη, οι εκπλήξεις λείπουν,
ενώ σε στιγμές το οιστριονικό μουσικό θέμα προσπαθεί από μονό του, απεγνωσμένα
να κορυφώσει την ένταση που τις περισσότερες φορές απουσιάζει. Αυτό πουπροσδίδει
αξιοπρέπεια στην προσπάθεια, είναι αυτή η αδιόρατη σκηνοθετική “απροσεξία”, που
αφήνει την εικονογράφηση να γλιστρήσει πάνω στις καταστάσεις, κατορθώνοντας έστω
για μικρές σεκάνς, να αποποιηθεί κάθε ευθύνης για οποιαδήποτε μη πολιτικώς ορθή
ανάλυση του κεντρικού νοήματος. “Πως μπορείς να βιάσεις μια πόρνη;” λέει κάποια στιγμή ο
ένας αστυνομικός στον άλλο, επιβεβαιώνοντας την αμαρτία της πόλης και την
αδιαφορία των θεσμών, υποδαυλίζοντας έναν αμοραλισμό στον οποίο όλα
επιτρέπονται, ίσως και επιβάλλονται. Ένα σύστημα που θέλει τις χαμένες γυναίκες
να μετατρέπονται σε κουκκίδες στο χάρτη, αφήνοντας τον πρωταγωνιστή, χαμένο
μέσα στη μοναξιά της αποστολής του, να προσπαθεί να ενώσει τα κομμάτια του παζλ,
μονό και μονό για να συνειδητοποιήσει το βάθος του σκοταδιού.
Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, ο Κέιτζ
και ο Κιούζακ διασταυρώνονται για ακόμη μια φορά μετά από το 1997 (υπήρξαν
αναπάντεχοι σύμμαχοι στο “ConAir” του Σάιμον Γουέστ), εδώ ως βασικοί πυλώνες του φιλμικού δίπολου. Ο
πρώτος -κυρίως μετά την εκπληκτική του ερμηνεία στο “Joe” άλλα και εδώ, λιγότερο
ατόφια- δείχνει να κάνει φιλότιμες προσπάθειες για να ανακτήσει τη χαμένη του
κινηματογραφική αξιοπρέπεια. Λιτός και πραγματικός, χωρίς τις εξάρσεις και τους
άσκοπους θύμους, παίζει κυρίως ακούγοντας και προσπαθώντας να κερδίσει την
εμπιστοσύνη του νεαρού θύματος. Ο δεύτερος φαντάζει ως μια έξυπνη επιλογή
χρησιμοποιώντας τη χροιά της φωνής του πολύ εύστοχα, άλλες φορές δείχνοντας
αγανακτισμένος και άλλες απαθής. Τα κλισέ πάντως δεν λείπουν ούτε από αυτόν τον
τομέα, με αποκορύφωμα την κλασική πλέον σύζυγο του εργασιομανή αστυνομικού (Ράντα
Μίτσελ), που επιθυμεί τη συνταξιοδότησή του και επιδίδεται σε υστερικά, αδιευκρίνιστα
ξεσπάσματα, όταν αυτός αποφασίζει να φιλοξενήσει την κατατρεγμένη κοπέλα για
μια νύχτα. Σημαντικότερη ερμηνεία της ταινίας πάντως, παραμένει αυτή της Βανέσα
Χάτζενς υποδυόμενη τη νεαρή πόρνη, η οποία παίρνει το χώρο και το χρόνο που το
φιλμ της δίνει και τον αξιοποιεί όσο καλύτερα μπορεί, οντάς ταυτόχρονα
ελκυστική και τρυφερή, τρομαγμένη αλλά και με επιπόλαιη εφηβική γενναιότητα.
Το “Frozen Ground” σίγουρα δε διατείνεται
ότι έχει ανακαλύψει τον τροχό. Μήτε
βέβαια προσδίδει νέα πνοή στο είδος. Δεν είναι ούτε καθηλωτικό όπως το “Seven” ή το “Η σιωπή των αμνών”,
ούτε καινοτόμο όπως το “Zodiac” του Φίντσερ. Αποδέχεται τα στερεότυπά του και ίσως γι αυτό το λόγο
γίνεται τελικά ενδιαφέρον στη θέασή του. Το σίγουρο είναι πάντως ότι πολύ
δύσκολα θα καταφέρει να μείνει στην κινηματογραφική μνήμη του θεατή, πέρα ίσως
από τη μια και μοναδική ελεγειακή σκηνή που έρχεται σε ανυποψίαστο φιλμικά
χρόνο και κόβει την ανάσα : Τη συνάντηση της πρωταγωνίστριας με μια τεράστια άλκη στους
σκοτεινούς δρόμους ενός άγριου τόπου, μες στη μοναξιά του αδάμαστου.