Χρόνια τώρα κάτι, σαν ανάγκη και από ένστικτο, με τραβούσε σε αυτή την πόλη στο Βορρά. Χρόνια είχα να την επισκεφτώ και όταν έφτασα την ένιωσα δική μου, σαν να την ήξερα από καιρό. Σαν να ήταν η πόλη μου. Παράξενο ε; Πώς μπορεί κάτι άγνωστο να είναι ταυτόχρονα και τόσο οικείο.
Γιάννης Αγγελάκας, από την ποιητική του συλλογή, Η γελαστή ανηφόρα.
Συναντήσεις με ανθρώπους που δεν ήξερα και όμως τους αισθάνθηκα κοντά μου. Και με μια προτροπή στο στόμα τους να μας ξανάρθεις τώρα που έμαθες τον δρόμο. Γέμισα από συναισθήματα. Ένιωθα πως δεν ήθελα να φύγω αλλά το εισιτήριο μου έλεγε άλλα.
Επιστροφή στην Αθήνα.
Κάποτε με είχες ρωτήσει τι προτιμώ: τον σωματικό ή τον ψυχικό πόνο. Και να σου πω την αλήθεια, προτιμώ να πονάει το σώμα μου. Όταν πονάει το μέσα μου, δύσκολα το προσπερνώ. Στέκει εκεί και σαν βαρίδι με τραβάει πίσω.
Πόσες αντοχές και πόσα όρια να μετρήσουμε ακόμα;
Θέλω ηρεμία. Και απομόνωση. Έτσι κάνω πάντα όταν ζορίζομαι, κλείνω τις πόρτες μου. Θέλω να μου δείξουν τον δρόμο τα καινούργια μου παπούτσια, τα αφόρετα, για να πάμε κάπου που δεν έχουμε πάει και δεν έχουμε ξαναδεί. Όπως, συνέβη στη Θεσσαλονίκη.
Μια βόλτα στην παραλία. Μια εκδρομή. Ένα περπάτημα στην καλοκαιρινή διάθεση.
Είσαι σαν ανοιξιάτικος κήπος γεμάτος με πολύχρωμα λουλούδια και αρώματα, μου είχε πει μια αγαπημένη φίλη.
Έρχεσαι να τα νιώσουμε παρέα; Μαζί, όχι χώρια.