Μια φορά , ακριβώς από αυτά τα μέρη που φωτογράφισε ο φωτογράφος, περνούσε μια πολύ ηλικιωμένη γυναίκα . Πρώτα σταμάτησε στα παλιά αυτοκίνητα και στη συνέχεια στο παρατημένο περίπτερο. «Τι θλιμμένες εικόνες! Μοιάζουν με ανθρώπους που φοβούνται τα γηρατειά και πεθαίνουν νέοι. Σταματούν , δεν κάνουν τίποτα, περιμένουν μονάχα κάποιον να τους πετάξει.»
Ξαφνικά ποιος ξέρει από πού εμφανίζεται μια νεαρή κοπέλα, που διέκοψε τις σκέψεις της ηλικιωμένης γυναίκας.
-Πόσων χρονών είσαι , γιαγιά; -ρώτησε η κοπέλα.
-Ο!, πολλών καλό μου παιδί. Πλέον δεν τα μετρώ. Εσύ ;
-Εγώ είμαι 25 – απάντησε η κοπέλα
-Ακριβώς τόσων χρονών ήμουν όταν σκέφτηκα για πρώτη φορά ότι άρχισα να γερνώ- είπε η ηλικιωμένη
-Και πότε πραγματικά γέρασες-ρώτησε με περιέργεια το κορίτσι
-Ακόμη δεν έχω γεράσει.-χαμογέλασε η ηλικιωμένη και ήσυχα συνέχισε τον δρόμο της.