Από το Γιώργο Καρακασίδη
H αλήθεια είναι ότι το Netflix είναι μια streaming πλατφόρμα που δίνει έμφαση στην ποσότητα έναντι της ποιότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι, πλην μερικών εξαιρέσεων, τα μεγαλύτερα hits του είναι παραγωγές άλλων καναλιών (βλ. Friends, Breaking Bad, Office, Better call Saul κλπ). Ειδικά τα τελευταία χρόνια, επικρατεί ένας κατακλυσμός low budget μέτριων σειρών που φυτρώνουν σα μανιτάρια κάθε εβδομάδα (αν όχι κάθε μέρα), ζημιώνοντας την αυθεντική κινηματογραφική αφήγηση που είναι συνήθως αποτέλεσμα μιας χρονοβόρας κι επίπονης διαδικασίας. Ανάμεσα στην πληθώρα των ταινιών πάντως, μπορεί να ανακαλύψει κάνεις διαμάντια που δεν προτείνει ο αλγόριθμος. Ένα από αυτά είναι το Das Boot του 1981, μία από τις καλύτερες και ακριβότερες ταινίες του γερμανικού κινηματογράφου και μάλιστα στην Director’s cut εκδοχή του σκηνοθέτη Βόλφγκανγκ Πέτερσεν (ο οποίος αργότερα μετακόμισε στο Hollywood, χωρίς να φτάσει ποτέ το καλλιτεχνικό peak του εν λόγω φιλμ).
Κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου πολέμου, μία μέρα πριν από τον απόπλου ενός γερμανικού υποβρυχίου, το πλήρωμά του διασκεδάζει ξέφρενα σε ένα καμπαρέ, ενθουσιασμένο για το ξεκίνημα της αποστολής του, έχοντας ενδεχομένως στο υποσυνείδητο ότι αυτή ίσως είναι η τελευταία φορά που το κάνει. Το πρωί βρίσκει τα μέλη, περήφανα που θα επανδρώσουν το σύγχρονο υποθαλάσσιο θαύμα, να τακτοποιούν τις προμήθειες του ταξιδιού εις βάρος ακόμα και της μίας από τις δύο τουαλέτες που πρόκειται να μοιραστούν. Κάπως έτσι, μέσα από τους στενόμακρους διαδρόμους αυτού του μεταλλικού ‘κλουβιού’, όπου σκύβεις για να περάσεις τις πόρτες, σε ένα απόλυτα κλειστοφοβικό και αγχωτικό κλίμα, εκτυλίσσεται η ιστορία. Οι μέρες περνούν, τα μαλλιά και τα γένια μακραίνουν και το φαγητό σιγά σιγά μουχλιάζει. Ο ενθουσιασμός που θα προκληθεί από τον εντοπισμό και τον τορπιλισμό μια εχθρικής νηοπομπής στον Ατλαντικό θα είναι πρόσκαιρος και θα δώσει σύντομα τη θέση του σε μια σειρά από κακουχίες και την κατάδυση σε εκατοντάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, σε συνθήκες υψηλής πίεσης και στέρησης οξυγόνου. Και πάνω που η οδύσσεια του πληρώματος οδεύει προς το ανακουφιστικό τέλος, η αγωνία επανέρχεται με ένα σήμα από τα κεντρικά που τους υποχρεώνει να περάσουν το στενό του Γιβραλτάρ για να βγει στη Μεσόγειο, εκεί όπου αλωνίζει ο αγγλικός στόλος. Γιατί αν το πλάτος του στενού είναι αρκετά μεγάλο στην επιφάνεια της θάλασσας για να το διασχίσει ένα πλοίο, τι συμβαίνει σε μεγαλύτερα βάθη εκεί από όπου καλείται να περάσει ένα υποβρύχιο … ;
Σε απόσταση 40 περίπου χρόνων από τα γεγονότα, ο Γερμανός σκηνοθέτης παρουσιάζει μια (αντι)πολεμική ταινία τολμώντας να έχει πρωταγωνιστές, όχι τους συμμάχους, αλλά τους τότε συμπατριώτες του, δηλαδή τους Ναζί. Δεν υπάρχει καμία διάθεση υποστήριξης ή ηρωοποίησης. Τα μέλη του πληρώματος, ως χαρακτηριστικά παραδείγματα της κοινοτοπίας του κακού της Χάνα Άρεντ, σταδιακά συνειδητοποιούν ότι δεν κάνουν τίποτε το ηρωικό και το μόνο που θέλουν -με την αλληλεγγύη και τη συνεργατικότητα ως μονόδρομο- είναι να επιβιώσουν και να γυρίσουν στα αγαπημένα τους πρόσωπα. Ο υποπλοίαρχος θέλει να δει τη γυναίκα του που είναι άρρωστη, ένας φαντάρος γράφει στην έγκυο Γαλλίδα κοπέλα του (ανήσυχος για το τι θα γίνει αν αποκαλυφθεί ότι κυοφορεί παιδί Γερμανού) κι ένας άλλος τρέμει στην ιδέα ότι μπορεί να περάσει από στρατοδικείο, επειδή κάποια στιγμή έχασε την ψυχραιμία του. Ακόμα, όμως κι αν καταφέρουν να βγουν αλώβητοι από τα έγκατα της γης – στα οποία αυτοί περισσότερο από όλους πλησίασαν- θα μπορέσουν να διαφύγουν της φρίκης του πολέμου που είναι συνήθως αμείλικτη;