Κείμενο: Δήμητρα Αλαμάνου/ Φωτογραφίες: Στέλιος Καραφουλίδης
Οι πολυκατοικίες αποτελούν το κυρίαρχο στοιχείο του αστικού τοπίου στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη και είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την ανάπτυξη της πόλης από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1960, η Θεσσαλονίκη βρέθηκε αντιμέτωπη με την ταχεία αύξηση του πληθυσμού της, κυρίως λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης και της ανάγκης για στέγαση.
Το μοντέλο της αντιπαροχής αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη αυτής της οικοδομικής δραστηριότητας. Ιδιοκτήτες γης έδιναν τα οικόπεδά τους σε κατασκευαστές, οι οποίοι έχτιζαν πολυώροφες κατοικίες, προσφέροντας στους ιδιοκτήτες διαμερίσματα σε αντάλλαγμα. Έτσι, η πόλη γέμισε πολυκατοικίες, οι οποίες σταδιακά αντικατέστησαν τις παλιές μονοκατοικίες και τα νεοκλασικά κτίρια που χαρακτήριζαν την προπολεμική Θεσσαλονίκη.
Η αρχιτεκτονική των πολυκατοικιών αυτών αντανακλά τις τάσεις της εποχής, με απλές και λειτουργικές γραμμές, χωρίς ιδιαίτερες διακοσμητικές λεπτομέρειες. Η κατασκευή τους επικεντρώθηκε κυρίως στην κάλυψη των αναγκών για στέγαση, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν ευρείς κοινόχρηστοι χώροι ή αισθητική εναρμόνιση με το ευρύτερο αστικό περιβάλλον. Παράλληλα, η στενότητα των οδικών αξόνων και η έλλειψη υποδομών, όπως χώροι στάθμευσης και πράσινοι χώροι, δημιούργησαν προβλήματα που εξακολουθούν να επηρεάζουν τη ζωή στην πόλη.
Οι πολυκατοικίες της Θεσσαλονίκης, ωστόσο, δεν περιορίζονται μόνο σε μια πρακτική λύση για τη στέγαση. Αποτελούν επίσης μαρτυρία της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της πόλης. Οι πολυώροφες κατοικίες των δεκαετιών ’60 και ’70 φιλοξενούν οικογένειες που έζησαν τις ραγδαίες αλλαγές του ελληνικού αστικού βίου: από την αγροτική στην αστική οικονομία, από τη μικρή κοινότητα στην πολυπολιτισμική μεγαλούπολη.
Σήμερα, οι πολυκατοικίες της Θεσσαλονίκης αποτελούν κομμάτι της αστικής της ταυτότητας. Παρά τα αρχιτεκτονικά τους μειονεκτήματα, παραμένουν ο πυρήνας γύρω από τον οποίο δομούνται οι γειτονιές και οι κοινότητες της πόλης. Η σύγχρονη πρόκληση είναι η αναβάθμιση και ανανέωση αυτών των κτιρίων ώστε να ανταποκριθούν στις σύγχρονες ανάγκες για βιώσιμη και λειτουργική αστική ζωή, διατηρώντας παράλληλα την κοινωνική συνοχή που χαρακτηρίζει τη ζωή στη Θεσσαλονίκη.
Η ιστορία τους
Η Θεσσαλονίκη πέρασε από μια τεράστια αλλαγή μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917, η οποία έκαψε σχεδόν ολόκληρο το ιστορικό κέντρο της πόλης. Η φωτιά ξεκίνησε από το Βαρδάρι και έφτασε μέχρι την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, καταστρέφοντας την περιοχή από την οδό Κασσάνδρου μέχρι την παραλία. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την αφορμή για να σχεδιαστεί μια νέα πόλη, πιο σύγχρονη και οργανωμένη.
Το όραμα για την αναμόρφωση της πόλης ανέλαβε ο υπουργός της κυβέρνησης του Βενιζέλου, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο οποίος έφερε στην Ελλάδα μια διεθνή ομάδα πολεοδόμων με επικεφαλής τον Γάλλο Ερνέστ Εμπράρ. Ο Εμπράρ, που εκείνη την εποχή υπηρετούσε στο γαλλικό στρατό που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, είχε το δύσκολο έργο να ξανασχεδιάσει την πόλη πάνω στα ερείπια που άφησε η πυρκαγιά.
Το αρχικό σχέδιο του Εμπράρ περιλάμβανε την κατασκευή μεγάλων πλατειών και δημόσιων κτιρίων. Η κεντρική πλατεία θα βρισκόταν στην περιοχή της σημερινής πλατείας Αρχαίας Αγοράς, ενώ γύρω της θα χτίζονταν το δημαρχείο, το δικαστικό μέγαρο και άλλα σημαντικά δημόσια κτίρια. Επίσης, προτάθηκε η δημιουργία ενός μεγάλου περιπατητικού άξονα με αλέες και χώρους πρασίνου που θα ξεκινούσε από το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και θα κατέληγε στο πανεπιστήμιο και το δάσος του Σέιχ Σου. Αυτός ο άξονας θα έδινε μια νέα πνοή στην ανατολική πλευρά της πόλης, με χώρους αναψυχής, κήπους και θέατρα.
Ωστόσο, η εφαρμογή του σχεδίου συνάντησε πολλά εμπόδια. Η Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και οι προσφυγικές ροές που ακολούθησαν, δημιούργησαν τεράστιες πιέσεις για γρήγορη ανάπτυξη και στέγαση. Η πόλη έπρεπε να φιλοξενήσει χιλιάδες νέους κατοίκους, με αποτέλεσμα οι προτεραιότητες να αλλάξουν. Οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες δεν επέτρεψαν την πλήρη εφαρμογή του σχεδίου του Εμπράρ, και πολλά από τα φιλόδοξα έργα του έμειναν στα χαρτιά.
Η μεγάλη πλατεία στην Αρχαία Αγορά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ενώ η προσπάθεια ανέγερσης του δικαστικού μεγάρου σταμάτησε όταν κατά τις ανασκαφές βρέθηκαν τα ερείπια της ρωμαϊκής αγοράς. Ο μεγάλος περιπατητικός άξονας με αλέες και πάρκα, που σχεδιάστηκε για να συνδέσει την ανατολική πλευρά της πόλης με το πανεπιστήμιο, επίσης δεν υλοποιήθηκε.
Όπου υπήρχε χώμα, μπετό. Έτσι χτίστηκε η πόλη
Παρόλα αυτά, η Θεσσαλονίκη άρχισε να αναπτύσσεται με ένα πιο σύγχρονο προφίλ, ιδιαίτερα μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Νέες οικοδομές άρχισαν να ανεγείρονται στα κενά οικόπεδα, με αρχιτεκτονικά στυλ που αντανακλούσαν την εποχή: νεοκλασικές προσόψεις, εκλεκτικιστικά σχέδια, αρτ νουβό και αρτ ντέκο. Αυτά τα κτίρια έδωσαν στην πόλη έναν αέρα εκμοντερνισμού, διατηρώντας όμως παράλληλα μια αρμονική κλίμακα με μέγιστο ύψος τα πέντε πατώματα.
Μέχρι τη δεκαετία του 1970, πολλές από τις παλιές, παραδοσιακές κατοικίες της πόλης, ιδιαίτερα στις κεντρικές περιοχές, κατεδαφίστηκαν για να δώσουν τη θέση τους σε πολυώροφες κατοικίες. Η αντιπαροχή, όπου οι ιδιοκτήτες γης έδιναν τα οικόπεδά τους σε εργολάβους με αντάλλαγμα διαμερίσματα, αποτέλεσε τη βασική μηχανή αυτής της ραγδαίας οικοδομικής δραστηριότητας.
Η συγκεκριμένη περίοδος ήταν καθοριστική για τον αστικό χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης, που από μια πόλη με μικρές, παραδοσιακές κατοικίες εξελίχθηκε σε μια σύγχρονη μητρόπολη, με πολυκατοικίες που καθόρισαν την εικόνα της μέχρι και σήμερα.
Φυσικά, κάθε δρόμος εχει μικρές ιστορίες αυθαιρεσίας. Η συντριπτική πλειονότητα των παρανομιών και αυθαιρεσιών, οφείλονταν στους εργολάβους, ειδικά στις δεκαετίες της μεγάλης ανοικοδόμησης στα αστικά κέντρα, δηλαδή από το 1960 ως και τη δεκαετία του 1980.
Και, αυτές οι πολυκατοικίες είναι που έκαναν τη Θεσσαλονίκη αυτό που είναι σήμερα. Γειτονιές με κίνηση, φωνές από τα μπαλκόνια, μυρωδιές απ’ τις κουζίνες. Αυθαιρεσίες από εργολάβους, αρτ νουβό αριστουργήματα, νεοκλασικές προσόψεις, νεότερες κιτς πολυκατοικίες, διαμερίσματα χωρίς μπαλκόνια. Έτσι χτίστηκε η πόλη μας: με μπετό, ψυχή και ωχ αδερφέ.