Σκηνοθεσία: Richard Linklater
Ηθοποιοί: Ellar Coltrane, Patricia Arquette, Ethan Hawke,
Lorelei Linklater
Ένα βλέμμα που χάνεται
στον ουρανό καθώς τα σύννεφα περνούν. Ένα ποτήρι που σπα σε χίλια κομμάτια. Η
λάμψη στα ματιά μιας ανέλπιστης συνάντησης. Η αμήχανη σιωπή ενός έρωτα που
μόλις γεννιέται και θέλεις να κρατήσει για πάντα. Η απόγνωση της ανικανότητας
μπροστά στο ατέλειωτο, το αχανές. Η αντίληψη, η συνειδητοποίηση της μαγείας του
σινεμά. Η παραδοχή ότι στο τέλος, κάνεις αυτό που καλύτερα μπορείς. Στιγμές που
έρχονται, αφήνουν ή δεν αφήνουν αποτυπώματα πάνω στα σώματα, στις ψυχές, και
ύστερα χάνονται στη λάμψη του ασυνειδήτου. Μυστηριακά, φυσιολογικά και
περίπλοκα όσο τίποτε, το αριστούργημα του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ θέτει βασικά, θεμελιώδη
και τόσο δύσλυτα ερωτήματα γύρω από το βάθος, τη μεγαλοπρέπεια και την
αναπόφευκτη σημαντικότητα του χρόνου. Υλοποιώντας ένα πειραματικό
κινηματογραφικό σχέδιο που ξεκίνησε το μακρινό 2002, γυρίζοντας την ταινία σε 39
συνολικά μέρες, άλλα σε βάθος 12 χρόνων, ο σκηνοθέτης της τριλογίας “Before sunrise/sunset/midnight” θυμίζει στους
εμβρόντητους θεατές πόσο η πορεία προς το τέλος, το θάνατο, είναι “ο δόμος προς
το δέος”.
Η ταινία περιγραφεί
όσο πιο άπλα και καθημερινά γίνεται, το ταξίδι ενός παιδιού, του Μέισον (΄Ελαρ
Κολτρέιν) από τα έξι μέχρι την πρώιμη ενηλικίωση του με το αγόρι να μεγαλώνει
κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας. Μάζι με αυτό
μεγαλώνουν οι χωρισμένοι του γονείς (Ήθαν Χωκ/Πατρίσια Αρκέτ), η αδερφή του (Λόρελεϊ
Λινκλέιτερ, κόρη του σκηνοθέτη), ο κόσμος γύρω του, εμείς οι ίδιοι. Χωρίς να
εκβιάζει σεναριακά τίποτε, με διακριτικά αλλά ευδιάκριτα δραματικά ξεσπάσματα, κατορθώνει
να ενσταλάξει μια αυθεντικότητα που όμοια της δύσκολα έχουμε ξαναδεί. Για πρώτη
ίσως φορά η αίσθηση ότι τα πράγματα δεν διαρκούν για πάντα όχι άπλα
υπαινίσσεται ή υπονοείται, αλλά ζωγραφίζεται πάνω και ενσωματώνεται μέσα στο
θεατή. Γίνεται ο ίδιος μέτοχος της ζωής και του θανάτου, βάζοντας την ψυχή του
στο ίδιο το παιδί, στην οικογένεια. Ένα ιδιότυπο δέντρο της ζωής μεγαλώνει, ανθίζει
και βγάζει καρπούς μπροστά μας. Οι ίδιοι οι ηθοποιοί αλλάζουν (ο σκηνοθέτης
μάζευε κάθε χρόνο τους βασικούς πρωταγωνιστές για λίγες μέρες γυρισμάτων, αφού
πρώτα συζητούσαν τι τους συνέβη τη χρονιά που πέρασε), ωριμάζουν ερμηνευτικά, αποκτούν
εμπειρίες, διαμορφώνουν χαρακτήρες πέρα από τα στενά πλαίσια της
κινηματογράφησης και τα σημάδια τους φαίνονται ξεκάθαρα στο φιλμ. Μέσα από
φαινομενικά άσκοπες συζητήσεις (είναι όμως πράγματι άσκοπες; ), γεγονότα ή μη
γεγονότα, ο
Λινκλέιτερ αναρωτιέται μεγαλόφωνα ποσόν καιρό χρειάζεται κάθε ένας από εμάς για
να γίνει πρωταγωνιστής της ύπαρξης του και ποσό τελικά αδέξια αναλαμβάνει αυτόν
τον ρόλο.
Η αφήγηση και η εικονογράφηση είναι τόσο
ευφυείς που ξεχνάς την απερίγραπτη δουλειά και τον προγραμματισμό που
χρειάστηκε το επικό αυτό εγχείρημα, αλλά αφήνεσαι να σε οδηγήσουν οι στιγμές. Εδώ
η αίσθηση δεν κατακάθεται πάνω στις συνέπειες του χρόνου στην πλοκή ή στους
ήρωες (πλέον αδόκιμος όρος). Πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος ο χρόνος. Ο σκηνοθέτης
δεν επιχειρεί να τον δαμάσει, άπλα κάθεται και συνδιαλέγεται μαζί του χωρίς
υπερβολές, τραγικότητες η ευφυολογήματα. Η σοφία, η αμφισβήτηση, η ματαιότητα, έρχονται
από μονές τους, δίχως να εκβιάζονται. Εκεί είναι λοιπόν που η ταινία γίνεται
χαμηλόφωνα συγκινητική.
Η εννοιολογική της τόλμη κάνει τη συναισθηματική λογική
να κυριαρχεί, το ασυνείδητο να θριαμβεύει σχεδόν φροϋδικά και τελικά όλο αυτό
να οδηγεί στο μεγάλωμα. Μέθοδοι δεν υπάρχουν, οι ατέλειες (ακόμη και στα
τεχνικά ζητήματα ) γιατρεύονται σχεδόν φυσικά, κάνοντας τα πάντα σε αυτό το
φιλμ να λειτουργούν με συνεπαγωγές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η αφήγηση να ρέει
με έναν νατουραλισμό ενδογενή, με μια παράξενη εσωτερική διαύγεια, χωρίς ποτέ
το εγχείρημα να ξεπέρνα το νόημα.
Ένα από τα (πολλά) μεγάλα
κερδισμένα στοιχήματα της ταινίας είναι η ερμηνεία του Έλαρ Κολτρέιν, ο οποίος
υποδύεται λίγο τον μικρό Μέισον και λίγο τον εαυτό του.
Κανείς -ούτε προφανώς ο ίδιος του- δεν ήξερε πώς αυτό το εξάχρονο
παιδί με τα μεγάλα μάτια, το γλυκό βλέμμα και τη σιωπηλή παρουσία θα
εξελισσόταν με την πάροδο του χρόνου. Κι όμως, το αποτέλεσμα, όπως και τόσα
άλλα πράγματα σε αυτήν την ταινία, έρχεται αβίαστα, σχεδόν φυσικά. Καταφέρνει
να μεταδώσει την εσωτερική του θλίψη, τη δημιουργική αποστασιοποίηση ενός
παιδιού που ακούει, που συλλέγει και εσωτερικεύει, όλα όσα τελικά χρειάζεται
για να ωριμάσει. Μοιάζει, καθώς πέρνα ο καιρός, να απορροφά σχεδόν ωσμωτικά τα
καλύτερα στοιχειά και των δύο γονέων, σηκώνοντας τα δικά του τείχη απέναντι σε
οτιδήποτε δεν του ταιριάζει. Αντιλαμβάνεται βαθμιαία, ότι οι συμβουλές, οι
νουθεσίες και τα ηθικοπλαστικά μηνύματα δεν είναι τίποτε άλλο από αντανακλάσεις
του ίδιου του εαυτού της εκάστοτε φιγούρας εξουσίας. Ψάχνει το νόημα στις
σχέσεις, στο εσωτερικό του συναίσθημα και αναρωτιέται εάν όντως ο κόσμος είναι
τόσο ανταγωνιστικός, ή αν ο μονός ανταγωνισμός είναι αυτός που οι μεγαλύτεροι
θα ήθελαν να του προσδίδουν. Υπάρχει
πράγματι ανάγκη αναζήτησης του φυσιολογικού; Χρειάζεται τελικά να ακούς όλους
αυτούς που δεν σε βοηθούν να βρεις απαντήσεις; Μήπως οι άνθρωποι είναι “ χημικά
ρυθμισμένοι για τακτικές πλύσεις εγκεφάλου”;
Ανάμεσα σε μια συμβιβασμένη αλλά
διαχρονικά παρούσα μητέρα και σε έναν μποέμ, ελεύθερο πνεύμα, άλλα ελαφρώς
ναρκισσιστικό και ασταθή πάτερα, μικρός Μέισον μεγαλώνει και σκέφτεται. Δεν έχει απαντήσεις άπλα προβληματίζεται, αμφιβάλλει, ανησυχεί. Ίσως
τελικά αυτή να είναι και η μεγαλύτερη σοφία. Καθώς τον βλέπεις να περπατά στο χείλος του δρόμου, κοιτώντας τη μακριά
γεμάτη στροφές διαδρομή που διήνυσε και έχει να διανύσει, ανακαλύπτοντας τόσα
κοινά στοιχειά, παγκόσμια, ουμανιστικά, δεν μπορείς πάρα να αναρωτηθείς, όπως
και η μητέρα του : Μα πότε πέρασε τόσος καιρός;
Το “Boyhood” είναι ίσως μια
ταινία που δε χρειάζεται να δεις και να ξαναδείς. Ερμηνευμένο
ψυχαναλυτικά μοιάζει με μια εμπειρία που βιώνεις ασυνείδητα, σχετίζεσαι μαζί
της πέρα από τους κάνονες, τις μανιέρες και τα βαθύτερα νοήματα. Η φευγαλέα
φύση της ανθρωπινής ύπαρξης απλώνεται μυστηριώδης μπροστά σου, συμπληρώνοντας
την φιλοσοφική αναζήτηση του Τέρενς Μάλικ και τον πεσιμιστικό λυρισμό του
Ντάρεν Αρονόφσκι. Περνώντας οι ώρες, οι μέρες αρχίζεις να καταλαβαίνεις, μάλλον
καλύτερα να νιώθεις στενά, σχεδόν σαρκικά, ποσό μνημειώδες είναι. Χάνονται
εύκολα σκηνές/σημεία που θεωρούσες ορόσημα ενώ άλλα αποκτούν άξια, τονίζοντας
τις αμέτρητες μεταβλητές της ίδιας πάντοτε άλυτης εξίσωσης.
Γιγαντώνεται μέσα
σου καθώς σιγά σιγά ενώνεις τα κομμάτια και ώρες περνούν, κατορθώνοντας να
παίξει με το χρόνο ακόμη και μετά το τέλος του. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό το
σπαρακτικό δημιούργημα για την απόλυτη άξια των στιγμών (που ίσως τελικά να
μετρούν πολύ περισσότερο από όσο νομίζουμε, να είναι αυτές που μας καθορίζουν, που “αδράχνουν εμάς” ) μπορεί να σταθεί επάξια
απέναντι σε ιερές ταινίες του σινεμά, αυτό μόνο ο χρόνος θα το δείξει. Ο χρόνος
που κορυφώνεται και ξεγλιστρά ανάμεσα από τα δάχτυλα, που επιβάλλεται μέσα στην
ολιστικότητά του, μέσα στην αναπόφευκτη, μοιραία σχέση του με το φθαρτό. Όταν
όμως όλες οι αυτοματοποιημένες απαντήσεις τελειώσουν, ο έλεγχος χαθεί και τα
πράγματα φυσικά πάρουν το δρόμο τους, αυτή η εκπληκτική χρονοκάψουλα, η φιλμική
μοναδικότητα, θα είναι εκεί για να αποδεικνύει ότι τελικά ο κινηματογράφος έχει
τρόπους να αντισταθεί στο ποτάμι της ζωής, μπορεί να παίξει το ρόλο της “πρώτης
φωτογραφίας” που δεν μπορείς ποτέ να αποχωριστείς.
Το τελετουργικό, ξεκάθαρο
πλάνο του τελικού τοπίου, θυμίζοντας το κολάζ των φιλιών του “Σινεμά ο
παράδεισος” ή τα “δάκρυα στη βροχή” του “Blade Runner” έρχεται να ολοκληρώσει
κάτι που ούτε το ίδιο το σινεμά δεν ήξερε ότι μπορούσε να αναπαραστήσει: Τις χορδές της ζωής, που
πάλλονται και παράγουν ήχο σε ένα αέναο παρόν που χάνεται.
πηγή: cine.gr