Αυτό που έλειπε. Κάτι από ευωδία ακρυλική.
έργο της Lori Pond
Χρυσάφια επέφθανε, ολάκερων αναμνήσεων. Άραγες, να 'ναι καλές οι αναμνήσεις από χρυσάφι κι από στάρι;
Απόειδε με το παίδευμα του νου και χάθηκε εντός του. Φόβος εαυτού. Και φόβος του φόβου. Έρεβος μετά τις 2:00. Σκιάχτηκε.
Οι άχνες αρχίσανε μεθοδικά να καταλήζουν φωτοστέφανα στις κολόννες και τις φωταψίες της μικρής πόλης, της οποίας τόσο ένθερμα μαίνεται. Σκέφτεται: «θαρρεί κανείς πως φανερώνεται η εικόνα του χειμώνα σαν όραμα». Κοιμήθηκε στο μικρό, στενό, μολαταύτα πάντοτε αγαπησιάρικο τίποτα, που την έπνιγε αδυσώπητα, μα στοργικά. Ημέρεψε το βλέμμα σε πλέον γνώριμα νυχτερινά μονοπάτια. Τα πλάσματα της νυκτός την εδεχθήκανε πίσω, στο εσωτερικό πουθενά, ωσάν άσωτη.
Οι άχνες αρχίσανε να σούρνουν γιορτινά, αδόξως καμαρωτά την περιβολή τους στην πολεοδομία της μικρής, άλλοτε παγερά αφιλόξενης πόλης. Τα χνώτα τ' ανθρώπινα συρρέουν σε -άρτι καθάρια απ' τες φασίνες- σπίτια, διαμερίσματα και λοιπούς χώρους διαβιώσεως. Πρωτίστως, διότι τα ρουσσωικά δεσμά χαλαρώνουν μπρος στες ρουτίνες χριστιανικών γεννοφάσκεων. Μετέπειτα, καθότι το ανθρωποειδές τ' αριστοτελικόν «φύσει μεν έστιν ζώον πολιτικόν», πόσο μάλιστα κοινωνικόν, έτσι;
Οι άχνες αρχίσανε να ντύνουν με γλομπάκια την χλωρίδα της μικρής, ματαιόδοξα ατελούς πόλης. Μα πως.. Τόση μοναξιά μέσα απ' τα φώτα!