Κάθε εβδομάδα, ένας φίλος από την Αθήνα
(διανοούμενος, πολιτικός, δημοσιογράφος, επιχειρηματίας, καλλιτέχνης…) γράφει
ένα άρθρο για τον «Εξώστη»: αιχμηρό, πρωτότυπο, «λοξό».
Η Αθήνα έχει ζωή.
– Πρώτη σκέψη.Θέλω να φύγω από την Αθήνα (από την Ελλάδα, εδώ που τα λέμε). Δε θέλω κάτι
εξωτικό. Νά, εκεί στη
Στοκχόλμη, που ερωτεύτηκα 8-9 χρόνια πριν, να
μετακόμιζα. – Δεύτερη σκέψη.
Καλεσμένος της
κρατικής τους βότκας (το αλκοόλ, μέχρι πρότινος, ήταν κρατική περιουσία εκεί, το
ξέρατε; και οι περιορισμοί στην κατανάλωση και η έλλειψη ήλιου δεν εμπόδισαν τη Σουηδία να είναι επισήμως στην 3η θέση της λίστας με τους «Πιο
Ευτυχισμένους Κατοίκους»), έζησα τρεις από τις ομορφότερες μέρες της ζωής
μου. Όχι κάτι που υπερέβαινε το αυτονόητο της καθημερινότητας των ανθρώπων
εκεί. Απλώς η ευφορία, το αβίαστο χαμόγελο, η ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία
του οτιδήποτε, η αρμονία, ο αλληλοσεβασμός, κάτω από τον δειλό ήλιο που ζέσταινε
μαυλιστικά όπως άραζες με τα πόδια κρεμασμένα στην προκυμαία κάπου στη Strömgatan, αν δεν κάνω λάθος, μου μέθυσαν τον εγκέφαλο.
Θα μου πείτε, για
την Αθήνα δεν πρέπει να μας γράψεις; Τι να σας πω – για τις μοσχοβολιστές νεραντζιές, τις
μοβ γιακαράντες (ή τζακαράντες) του Ζαππείου και της Νέας Σμύρνης που
στρώνουν το ανοιξιάτικο σεντόνι της πόλης; για τα ζεστά κουλούρια και τα
βουτυράτα κρουασάν που αγοράζω σπρώχνοντας τα γεμάτα από φρεσκοφουρνισμένα
ψωμιά τρέιλερ για να φτάσω στο ταμείο, στο φούρνο της Τάκη στις 4 το πρωί,
βγαίνοντας μετά από
μια νύχτα με ποτά και κοκτέιλ από τα χέρια του Αχιλλέα στο Tikki Athens, εκεί στην
πλάτη του Μουσείου της Ακρόπολης;για τα καυτερά κάρι της Areerat στο Tamarind, στο Μεταξουργείο, τα σχεδόν νεοϋορκέζικα μπέργκερ
και τις πίτσες του Κολίμπρι, πίσω από το Καλλιμάρμαρο, τον τελειότερο
καπουτσίνο που μπορείς να πιεις εκτός Ιταλίας στο Harvest, στο Taf και στο Tailor Made;
Ίσως σας
αποπλανούσα λίγο με μερικά «παλιομοδίτικα» κοκτέιλ του Κοροβέση στο Osterman, ή του Κιάκου και του Κυρίτση στο GinJoint. Αφού θα
είχαμε φάει τηγανητά
σε ελαιόλαδο μπιφτέκια-αμβροσία, σε μια ταράτσα στο Σύνταγμα,
και μια tartetatin με καραμελωμένα αχλάδια και παγωτό βανίλια-όνειρο στο CucinaPovera. Και εκατοντάδες άλλα. Γεύσεις,
μυρωδιές, στέκια, ποτά, σεργιάνια απρογραμμάτιστα με φίλους, έρωτες, πόθους και
«αδέρφια». Τη Λίλυ, την Chiana, τη Ρενέ, τον Μανώλη, τον Νίκο, τον
Χρήστο, τον Γιάννη, τον Νίκο (όταν δεν είναι μεταξύ Νέας Υόρκης και Κωνσταντινούπολης),
την Ευτυχία, πόσους
–και τόσους– ακόμα.
Να σας πω κάτι
όμως; Όχι εδώ, όχι σε αυτό το περίγραμμα, σ’ αυτό το κάδρο. Είναι (μου είναι)
πολύ «ακριβοί» για να τους χαραμίζω.Προτιμούσα αυτούς να τους κερνάω κρύα
βότκα πάνω σε ένα ξύλινο πλοιάριο στο Σκανδιναβικό Αρχιπέλαγος, γιορτάζοντας το
μακροβούτι του ήλιου. Και αρκετούς από εσάς. Ίσως.
O Θύμιος Βούλγαρης είναι
δημοσιογράφος, σύμβουλος επικοινωνίας και φωτογράφος.