γράφει η Μαρία Ράπτη
Λένε ότι βγαίνουν από τις σκιές. Λουφάζουν πάλι για λίγο, πίσω από δέντρα, βράχους και αυτοκίνητα. Λουφάζουν για λίγο και βγαίνουν πάλι. Βγαίνουν από τις σκιές.
Πρέπει να μείνεις ακίνητος ή να τρέξεις πάρα πολύ γρήγορα. Πρέπει να τρέξεις πραγματικά πολύ γρήγορα όμως, γιατί αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος να σε φτάσουν, να σε φτάσουν και να σε τσακίσουν. Πρέπει να τρέξεις, αλλά αν νομίζεις ότι δεν μπορείς να τρέξεις αρκετά γρήγορα, τότε μείνε ακίνητος κι ευχήσου απλά να μη σε δουν. Ευχήσου να μην σε προσέξουν, να σε ξεχάσουν, να σε περάσουν για σκιά. Θα πρέπει όμως να μείνεις πραγματικά πολύ, πολύ ακίνητος γιατί αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος να σε αρπάξουν, να σε αρπάξουν και να σε τσακίσουν.
Λένε πως κλέβουνε τη ζωή και κλέβουν πιο πολύ κι από τη ζωή, αυτό που μένει μετά και που είναι άδειο και τσακισμένο και λερωμένο από αίμα και φόβο.
Λένε ότι βγαίνουν από τις σκιές κι ότι είναι πιο γρήγοροι και πιο σκοτεινοί απ’ τις σκιές.
Λένε τρέξε. Λένε μείνε ακίνητος.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1963 ο Αριστείδης Παγκρατίδης εισβάλλει στο Ορφανοτροφείο της οδού Λαμπράκη με σκοπό να βιάσει μία από τις τροφίμους. Γίνεται αντιληπτός, καταδιώκεται και λίγο αργότερα συλλαμβάνεται. Στον Παγκρατίδη χρεώνεται μια σειρά φόνων και βιασμών που έχουν σημειωθεί το 1959. Πρόκειται για άτομο περιθωριακό και αμόρφωτο, χωρίς κοινωνική στήριξη, το οποίο έχει αναμειχθεί στον υπόκοσμο της πόλης. Η δίκη γίνεται χωρίς την παρουσία σημαντικών στοιχείων και ο κατηγορούμενος καταδικάζεται τετράκις σε θάνατο. Εκτελείται στο Σέιχ-Σου, στις 6 Φεβρουαρίου του 1968. Οι τελευταίες του λέξεις είναι «μανούλα μου γλυκιά, είμαι αθώος»
Η ενοχή του από τότε έχει αμφισβητηθεί με σοβαρά στοιχεία, ενώ υπάρχουν υποψίες ότι ο πραγματικός δράκος (ή δράκοι) βρίσκεται ακόμα εν ζωή..